ἀμφικαλύπτω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A fut. ἀμφικαλύψω A.R.2.583: aor. ἀμφεκάλυψα, v. infr.
I c.acc., enwrap, enfold, of garments, Il.2.262; of a coffin, ἀμφικαλύπτω ὀστέα 23.91; ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον received within it, Od.8.511, cf. 4.618; ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε love enfolded my senses, Il.3.442; θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε 5.68, cf. 12.116; θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψε 16.350; ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε 11.356; [ὕπνος] βλέφαρ' ἀμφικαλύψας Od.5.493; of a wave, overwhelm, A.R.l.c.:—in Pass., ἀμφικεκαλύφθαι ἀμφιέσμασι Hp.Mul.2.133.
II ἀ. τί τινι put round any one as a veil, cover, or shelter, ἀ. σάκος τινί Il.8.331; νέφος τινί 14.343; νύκτα μάχῃ ἀ. throw the mantle of night over the battle, 5.506; ὄρος πόλει ἀ. overshadow a city with a mountain, Od. 8.569.
III after Hom., ἀ. τινά τινι surround one with, φύλλοις κνήμας Batr. 161, cf. Opp.H.1.746:—Pass., ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα λέοντος χάσματι he had his head covered with lion's jaws, E.HF361.
2 guard, μαχαίριον δακτύλῳ Hp.Mul.1.70.
Spanish (DGE)
(ἀμφικᾰλύπτω) 1 c. ac. de pers. o partes del cuerpo cubrir, tapar, envolver de vestidos Il.2.262, de un sarcófago ὣς ... ὀστέα ... σορὸς ἀμφικαλύπτοι Il.23.91, de una nube, Hes.Op.555, ἀνθρακίην ... σποδός h.Merc.238, de una ola, A.R.2.583
•fig. del sueño βλέφαρ' ἀμφικαλύψας Od.5.493, cf. 20.86, de la noche ἀμφὶ δὲ ὄσσε ... νὺξ ἐκάλυψεν Il.11.356, del amor ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν Il.3.442, 14.294, de la muerte θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε Il.5.68, cf. 12.116, 16.350, Hes.Op.166, Thgn.707, de la vejez νῦν δέ σε ... γῆρας ... ἀμφικαλύψει h.Ven.244
•a veces c. dat. instrum. φύλλοις ... κνήμας ... ἀμφεκάλυψαν Batr.161, cf. v. pas. ἀμφικεκαλύφθαι δὲ χρὴ ἀμφιέσμασιν (la mujer) debe quedar cubierta con sus ropas Hp.Mul.2.133
•raras veces c. ac. de cosa tapar τὸ μαχαίριον ... κατὰ κεφαλὴν ἀμφικαλύπτειν τῷ λιχανῷ δακτύλῳ poner el dedo índice sobre el extremo del bisturí Hp.Mul.1.70, οὐ σπόρον ἀμφεκάλυψε πέδῳ ... ἀροτρεύς Nonn.D.2.64, cf. ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον ... ἵππον Od.8.511.
2 c. ac. de cosa y dat. de pers. cubrir con, tapar con, proteger Αἴας ... οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε Áyax lo protegió con el escudo, Il.8.331, τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω Il.14.343, c. otros dat. ἀμφὶ δὲ νύκτα ... Ἄρης ἐκάλυψε μάχῃ Ares cubrió con la noche la batalla, Il.5.506, ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν Od.8.569, 13.177, cf. 152, 158, 183.
3 en v. med.-pas. cubrirse ἀμφεκαλύφθη ... κρᾶτα ... χάσματι (λέοντος) se cubrió la cabeza con las fauces (del león) E.HF 361.
German (Pape)
[Seite 139] 1) rings verhüllen, verdecken, εἵματα, τά τ' αὶδῶ ἀμφικαλύπτει Il. 2, 262; σορὸς ὀστέα, der Sarg die Gebeine, 23, 91; δόμος ἀμφεκάλυψέ με, das Haus hatte mich aufgenommen, Od. 4, 618; πόλις ἵππον δουράτεον 8, 511; mit doppeltem acc., ἔρως ἀμφεκ. με φρένας Il. 3, 442; 5, 68 θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν, 1 l, 356 ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψεν, 16, 350 θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν, 20, 417 νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη; μοῖρά μιν ἐγχεϊ, ließ ihn sterben durch die Lanze, 12, 116; ὕπνος βλέφαρα ἀμφικαλύψας Od. 5, 493. – 2) τινί τι, Jemandem etwas umhüllen, ihn womit bedecken, Iliad. 14, 343 τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω; 17, 132 ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σἀκος εὐρὺ καλὁψας; καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψεν Il. 8, 331, er hielt ihm den Schild zum Schutze vor; ἀμφὶ δὲ νύκτα – ἐκάλυψε μάχῃ, er hüllte Nacht um die Schlacht, 5, 506; mit doppeltem dat. μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι, ein Gebirge um ihre Stadt zjehen, Od. 13, 158; – sp. D. sagen auch τί τινι, etwas womit bedecken, Opp. H. 1, 746. 4, 146; Qu. Sm. 14, 552; Nonn. öfter.
French (Bailly abrégé)
f. ἀμφικαλύψω, ao. ἀμφεκάλυψα, pf. inus. ; ao. Pass. ἀμφεκαλύφθην;
1 couvrir tout autour, envelopper, cacher ; θανάτου μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψε IL ou simpl. θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε IL le sombre nuage de la mort ou la mort l'enveloppa;
2 jeter autour pour couvrir : ἀ. σάκος τινί IL couvrir qqn d'un bouclier ; ἀ. νέφος τινί IL envelopper qqn d'un nuage.
Étymologie: ἀμφί, καλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικᾰλύπτω:
1 скрывать, закрывать, покрывать (τι Hom.): ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα χάσματι θηρός Eur. он надел на голову звериную пасть;
2 покрывать (своей) тенью, окутывать, обволакивать (θάνατος ἀμφεκάλυψέ τινα Hom.);
3 помрачать (ὄσσε Hom.): ἀ. φρένας τινά Hom. помрачать чей-л. ум;
4 принимать в себя, вмещать (ὀστέα Hom.): ὁθ᾽ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψέ με Hom. когда я гостил в его доме;
5 набрасывать, накидывать (νέφος τινί Hom.): σάκος ἀμφικαλύψαι τινί Hom. прикрыть кого-л. щитом; ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι Hom. заслонить город горой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, κτλ.: - Ποιητ. συνθ., Ι. μ. αἰτ., καλύπτω πάντα κύκλῳ, περικαλύπτω, σκεπάζω, ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἰλ. Β. 262· ἐπὶ λάρνακος ἢ σαρκοφάγου, ἀμφικ. ὀστέα Ψ. 91· ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον, περιλάβῃ, Ὀδ. Θ. 511, πρβλ. Δ. 618· ὡσαύτως, ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε = ἐσκότισε τὸν νοῦν, Ἰλ. Γ. 442· θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε Ε. 68, πρβλ. Μ. 116· θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψε Π. 350· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε Α. 356· (ὕπνος) βλέφαρ’ ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ε. 493. ΙΙ. ἀμφ. τί τινι = θέτω τι πέριξ τινὸς ὡς κάλυμμα, περικαλύπτω ἢ σκεπάζω, ἀμφ. σάκος τινὶ Ἰλ. Θ. 331· νέφος τινὶ Ξ. 343· νύκτα μάχῃ ἀμφ., ῥίπτω τὸν μανδύαν τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν μάχην, θέτω τέρμα εἰς αὐτὴν, Ε. 506· μέγα δ’ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν, περισκεπάσειν, ἀφανίσειν, Ὀδ. Θ. 569. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀμφ. τινά τινι, περικαλύπτω, περιβάλλω τινὰ διὰ (ἴδε Spitzn. Ἰλ. Θ. 331), φύλλοις κνήμας Βατραχομ. 161, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 746: - Παθ., πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾶτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός, ἐκαλύφθη κρᾶτα χάσματι θηρός, δηλ. διὰ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων δέρματος λέοντος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 361.
English (Autenrieth)
fut. ἀμφικαλύψω, aor. ἀμφεκάλυψα, subj. ἀμφικαλύψῃ: cover round, hide; often τινί τι, the acc. of the thing used to cover with, καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψεν, Θ 331, Od. 8.569; met., of sleep, death, feelings, ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, ‘engrossed my heart,’ Il. 3.442.
Greek Monolingual
ἀμφικαλύπτω (Α) καλύπτω
Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά
1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω
«ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού
3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω
ΙΙ. (με αιτ. και δοτ.) ἀμφικαλύπτω τί τινι
1. θέτω κάτι γύρω από κάτι άλλο σαν πέπλο, καλύπτω, σκεπάζω
2. σκιάζω, ρίχνω σκιά
ΙΙΙ. (μετά τον Όμ.) ἀμφικαλύπτω τινά τι
1. περιβάλλω κάποιον με κάτι
2. φυλάσσω, προφυλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καλύπτω.
Greek Monotonic
ἀμφικᾰλύπτω: μέλ. -ψω·
I. με αιτ., καλύπτω ολόγυρα, περικαλύπτω, σκεπάζω, λέγεται για ενδύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φέρετρο, στο ίδ.· ἀμφ. ἵππον, παραλαμβάνω μέσα στα τείχη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το θάνατο, κοιμάμαι, στο ίδ.
II. ἀμφ. τί τινι, βάζω κάτι γύρω από κάποιον ως κάλυμμα ή προφύλαξη, ἀμφ. σάκος τινί, νέφος τινί, στο ίδ.
III. μετά τον Όμηρ., ἀμφ. τινά τινι, περιτυλίγω κάποιον με κάτι, σε Βατραχομ. — Παθ., ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα, είχε καλυμμένο το κεφάλι του, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. c. acc. to cover all round, enwrap, enfold, of garments, Il.; of a coffin, Il.; ἀμφ. ἵππον to receive within the walls, Od.; of death, sleep, Od.
II. ἀμφ. τί τινι to put a thing round any one as a cover or shelter, ἀμφ. σάκος τινί, νέφος τινί Od.
III. after Hom., ἀμφ. τινά τινι to surround one with a thing, Batr.:—Pass., ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα he had his head covered, Eur.