περιδέξιος

From LSJ
Revision as of 15:52, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδέξιος Medium diacritics: περιδέξιος Low diacritics: περιδέξιος Capitals: ΠΕΡΙΔΕΞΙΟΣ
Transliteration A: peridéxios Transliteration B: peridexios Transliteration C: perideksios Beta Code: peride/cios

English (LSJ)

περιδέξιον,
A with two right hands, i.e. ambidextrous, Il.21.163, AP12.247 (Strat.).
2 very dexterous or expert, λόγοι Ar.Nu.949 (lyr.). Adv. περιδεξίως Philostr.VS1.19.1.
3 convenient, Opp.C.1.114,455.
4 δένδρον περιδέξιον, name of a fabulous Indian tree, Cyran. 95.
II going round the right arm:—Subst. περιδέξιον, τό, armlet for the right arm, PPetr.2 Intr.p.22 (iii B. C.), LXX Ex.35.22, Is. 3.20.

German (Pape)

[Seite 572] wie ἀμφιδέξιος (vgl. Buttm. Lexilog. II p. 219, der bemerkt, daß ἀμφιδέξιος gar nicht in den Hexameter paßt), auf beiden Seiten od. an beiden Händen rechts, beide Hände gleich geschickt gebrauchend, Il. 21, 163; dah. übertr., λόγοι, Ar. Nubb. 939, gewandte, schlaue Reden. Einzeln bei sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 114; auch adv., Philostr. Soph. 19, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adroit des deux mains, très habile.
Étymologie: περί, δεξιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-δέξιος -ον heel handig, heel behendig.

Russian (Dvoretsky)

περιδέξιος:
1 одинаково действующий обеими руками: π. ἦεν Hom. он мастерски метал копья обеими руками;
2 годный для двух дел (φίλος Anth.);
3 весьма искусный, ловкий (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

περιδέξιος: -ον, ὁ ἔχων δεξιὰς ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας, ὁ χρώμενος ἀμφοτέραις ὁμοίως, Λατ. ambidexter, Ἰλ. Φ. 163· ἔνθα τὸ περιδέξιος κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀμφιδέξιος, χάριν τοῦ μέτρου· διότι ἂν καὶ ἡ πρόθ. περὶ ἔχει καθόλου εἰπεῖν τὴν αὐτὴν σημασίαν καὶ ἡ ἀμφί, ὅμως τοῦτο εἶναι τὸ μόνον σύνθετον ὅπερ ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ διπλοῦ, ἥτις ἰδιάζει τῇ ἀμφί, Buttm. Lexil ἐν λ. ἀμφὶς 3· ἐπὶ δούλου, Ἀνθ. Π. 12. 248· -Ἐπίρρ. -ίως, Φιλόστρ. 511. 2) λίαν δεξιός, ἔμπειρος, λόγοι Ἀριστοφ. Νεφ. 949· ἀνὴρ Συνέσ. 37Α. 3) πρόσφορος, κατάλληλος, Ὀππ. Κυν. 1. 114, 454. ΙΙ. ὁ πέριξ τῆς δεξιᾶς φερόμενος, ὅθεν περιδέξιον, τό, βραχιόνιόν τι κόσμημα τῆς δεξιᾶς χειρός, Ἑβδ. (Ἔξ. ΛΕ΄, 22, Ἰσαῖ. Γ΄, 21). - Ἐπίρρ. περιδεξίως, Φιλόστρ. 511. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέξιον· φρόνιμον. ὀρθόν, μηδὲν ἀριστερὸν ἔχον καὶ οἱ μὲν περισσῶς δεξιὸν περὶ τὴν τοῦ δόρατος βολήν οἱ δὲ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ὡς τῇ δεξιᾷ βάλλων».

English (Autenrieth)

ambidextrous, skilful in both hands, or very skilful, expert, Il. 21.163†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. κατάλληλος, πρόσφορος
2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι
3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος
4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» — ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.)
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα και τα δύο του χέρια, αμφιδέξιος
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιδέξιον
φρόνιμον. ὀρθὸν μηδὲν ἀριστερὸν ἔχον. καὶ οἱ μὲν περισσῶς δεξιὸν περὶ τὴν τοῦ δόρατος βολήν, οἱ δὲ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ὡς τῇ δεξιᾱ βάλλον»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιδέξιον
είδος κοσμήματος του δεξιού χεριού, βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεξιός (πρβλ. επιδέξιος)].

Greek Monotonic

περιδέξιος: -ον, 1. = ἀμφιδέξιος, αυτός που έχει δεξιά και τα δύο χέρια, δηλ. αυτός που χρησιμοποιεί τα δύο χέρια κατά τον ίδιο τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εξαιρετικά επιδέξιος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

περι-δέξιος, ον, = ἀμφιδέξιος
1. with two right hands, i.e. using both hands alike, Il.
2. very dexterous, Ar.