ὀργή
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ,
A natural impulse or propensity (v. ὀργάω II): hence, temperament, disposition, mood, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν Hes.Op. 304, cf. Thgn.98,214,964, etc. ; ὀργὴν ἄλλοτ' ἀλλοίην ἔχει Semon.7.11 ; so μείλιχος, γλυκεῖα ὀργά, Pi.P.9.43,I.2.35 ; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων Id.P.1.89 ; ὀργῆς τραχύτης A.Pr.80 ; ὠμή, ἀτέραμνος ὀργή, Id.Supp.187, Pr.192, etc. ; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι of 'a mind diseased', ib.380: so in pl., h.Cer.205, Pi.I.5(4).34 ; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Id.P.2.77 ; κνωδάλων ἔχοντες ὀργάς A.Supp.763 ; ἀστυνόμοι ὀργαί social dispositions, S.Ant.356 (lyr., cf. σύντροφος 3); ὀργαὶ ἤπιοι E.Tr.53 : also in Prose, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Hdt.6.128 ; οὐ τῇ αὐτῇ ὀ. ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Th.1.140 ; τῇ ὀ . . . χαλεπῇ ἐχρῆτο ib.130 ; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι suit one's moods to another, Id.8.83, cf. Cratin.230 ; ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀ. τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ Th.3.82 ; τὴν τῶν πολλῶν . . συνιόντων ὀ . . . σοφίαν ἡγούμενος Pl.R.493d. II anger, wrath, ὀργῇ χρῆσθαι to be in a passion, Hdt.6.85, S.OT1241; ὀργὴν ποιήσασθαι Hdt.3.25 ; ὀργὴν ποιεῖσθαι εἰ . . Th.4.122 ; ὀργῇ χάριν δοῦναι S.OC855 ; ὀργῇ εἶξαι, χαρίζεσθαι, E.Hel.80, Fr.31 ; ὀργὴν ἔχειν τινί Ar.Pax659 (but ὀ. ἔχει involves anger, D.10.44); δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.5.46 ; ἐν ὀργῇ ἔχειν, ποιεῖσθαί τινα, Id.2.65, D.1.16 ; οὐ τίθεται ταῦτα παρ' ὑμῖν εἰς . . ἣν προσῆκεν ὀ. Id.18.138 ; εἰς ὀργὴν πεσεῖν E.Or.696, etc. ; ὀργῇ περιπεπτωκέναι D.Ep.2.14; ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, remit one's anger, be pacified, Ar.Ra.700, V.727; ὀ. κατέχειν Philem.185 ; ὀργῆς κρατεῖν Men.574 ; ὀ. ἐμποιεῖν τινι make one angry, Pl.Lg.793e ; ὀργῆς τυγχάνειν to be visited with anger, D. 21.175, etc.; ὀργὴν ἄκρος quick to anger, passionate, Hdt.1.73: in pl., ὀργὰς ἀφιέναι A.Pr.317; φαίνειν Id.Ch.326 (lyr.), al. 2 Adverbial usages, ὀργῇ in anger. in a passion, Hdt.1.61,114, S.OT405, etc. ; ὀργᾷ περιόργῳ A.Ag.216(lyr.); δι' ὀργῆς S.OT807, Th.2.11 ; δι' ὀργάν A.Eu.981 (lyr.) ; ἐξ ὀργῆς S.Ant.766 ; κατ' ὀργήν Id.Tr.933, etc.; μετ' ὀργῆς Isoc.2.23, Pl.Ap.34d ; μετὰ τῆς ὀ. D.21.76 ; πρὸς ὀργήν S. El.369, Ar.Ra.844, Th.2.65 ; ὀργῆς χάριν, ὀ. ὕπο, E.Andr.688, IA 335. 3 c. gen., Πανὸς ὀργαί visitations of Pan's wrath, Id.Med. 1172 ; but b c. gen. objecti, ὀργή τινος anger at or because of a thing, S.Ph.1309 (cj.), Lys.12.20 ; ὀ. τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους Plu.Them.9 ; ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς A.Ag.71 (anap.). 4 v. ὀργάς 2.—Not in Hom., who uses θυμός instead ; once in Hes.; freq. in Eleg. and Lyr. and in Ion. and Att. Prose.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, die natürliche Anlage, das Naturell, auch der Thiere, Hes. O. 306; bes. Beschaffenheit der Seele, Gemüths-, Sinnesart, Charakter, H. h. Cer. 205; Theogn.; Her. vrbdt διεπειρᾶτο αὐτέων τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς καὶ παιδεύσιός τε καὶ τρόπου, 6, 128; bes. heftige Gemüthsbewegung, Leidenschaft, vgl. Ausleger zu 1, 73; Suid. erklärt, bei Thuc. stehe ὀργῇ für διανοίᾳ, τρόπῳ, was auf Stellen wie 1, 130 geht, δυσπρόσοδόν τε αὑτὸν παρεῖχε καὶ τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ἐς πάντας ὁμοίως, ὥςτε μηδένα δύνασθαι προσιέναι, vgl. ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῖ, 3, 82; – μείλιχος ὀργά, Pind. P. 9, 49; μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ, I. 4, 38, öfter; auch ὀργαῖς ἀλωπέκων, P. 2, 77; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, Aesch. Prom. 378; ὀργῆς τραχύτητα, 80; σὲ δ' αὐτόγνωτος ὤλεσ' ὀργά, Soph. Ant. 367; εἰσιδών τις ἐμφερὴς ἐμοὶ ὀργήν θ' ὁμοῖος, Ai. 1132, vgl. ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, 626; κερτομίοις ὀργαῖς, Ant. 947; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Eur. Bacch. 1301; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι, Einem sein Gemüth, seine Neigung zuwenden, Thuc. 8, 83, Schol. erkl. χαρίζεσθαι u. führt aus Cratin. an τὴν μουσικὴν ἀκορέστους ἐπιφέρειν ὀργὰς βροτοῖς σώφροσι; – ἄνευ κακῆς ὀργῆς καὶ ἤθους, Plat. Legg. X, 908 e; δι' ὀργὴν ἰδίαν, Menex. 242 d. – Bes. der Z orn; ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες, Aesch. Prom. 315; δι' ὀργάν, Eum. 936; ὠμῇ ξὺν ὀργῇ, Suppl. 184; βαρεῖα, Soph. Phil. 368; θυμοῦ δι' ὀργῆς, O. R. 344; παίω δι' ὀργῆς, 807, vgl. εἰ δι' ὀργῆς ἧκον, 909; ἀνὴρ βέβηκεν ἐξ ὀργῆς ταχύς, Ant. 762; εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 695, öfter; ὀργὴν χαλᾶν, ἔχειν τινί, Ar. Vesp. 727 Pax 642; καὶ μὴ πρὸς ὀργὴν σπλάγχνα θερμήνῃς κότῳ, Ran. 843; ὀργῇ χρεώμενος u. ὀργῇ allein, im Zorn, Her. 6, 85. 3, 35; οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίην, 7, 105, wie ὀργὴν ποιεῖσθαι, Zorn fassen, zornig sein, 3, 25; Folgde, wie Plat. Phaedr. 233 c, ὑπ ' ὀργῆς βίαιόν τι πράξαντες Phaed. 113 e, μετ' ὀργῆς λέγειν Legg. XI, 922 c, mit Zorn (vgl. Isocr. 2, 23); ὀργαί τε σύντονοι καὶ θ υμοὶ βαρεῖς, Tim. Locr. 102 e; πρὸς τὰς ὀργὰς ὀξύῤῥοποί εἰσι, Theaet. 144 a; καὶ ἐπιθυμίαι, Rep. VI, 493 a; δι' ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται, in heftiger Aufwallung, Thuc. 2, 11, öfter; auch διὰ ὀργήν, aus Zorn, Arist. eth. 5, 11; ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαί τινα, Zorn auf Einen werfen, Dem. 1, 16; auch τἡν ὀργὴν φέρειν ἐπί τινα, Pol. 22, 14, 8; ὀργὴ τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους, Plut. Them. 9; Arist. rhet. 2, 3 setzt die πρᾳότης entgegen. – Ion. soll ὀργή = πίσσα sein. Suid. – Die Verwandtschaft von ὀργή mit ὀργάω ist unverkennbar, es bedeutet eigentlich ein innerliches Schwellen, Regen, Trachten.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργή: ἡ, φυσικὴ τάσις ἢ διάθεσις καὶ ὁρμὴ (ἴδε ἐν λ. ὀργάω)· ἡ κρᾶσις ἢ ἰδιοσυγκρασία τινός, διάθεσις, ἦθος, χαρακτήρ, αἰσθήματα, καρδία, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θέογν. 98. 214, 958, κτλ.· οὕτω, μείλιχος, γλυκεῖα ὀργὴ Πινδ. Π. 9. 76· εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων αὐτόθι 1. 173· ὀργῆς τραχύτης Αἰσχύλ. Πρ. 80· ὠμή, ἀτέραμνος ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 187, Πρ. 190, κτλ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, νοσούσης διαθέσεως, αὐτόθι 378 [ὁ Στοβ. σ. 171 ἀνεγίνωσκεν: ὀργῆς ματαίας, ὁ Πλούτ. καὶ ὁ Εὐστ. ψυχῆς νοσούσης]· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205, Πινδ. Ι. 5. 44 (4. 38)· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι Πινδ. Π. 2. 141· κνωδάλων ἔχοντες ὀργὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 763· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, κοινωνικαὶ διαθέσεις, Σοφ. Ἀντ. 354 (πρβλ. σύντροφος 3)· ὀργαὶ νήπιοι Εὐρ. Τρῳ. 53· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Ἡρόδ. 6. 128· οὐ τῇ αὐτῇ ὀργῇ ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Θουκ. 1. 140· τῇ ὀργῇ ... χαλεπῇ ἐχρῆτο αὐτόθι 130· ὀργὰς ἐπιφέρω τινί, προσαρμόζω τὴν διάθεσίν μου εἰς τὴν διάθεσιν ἑτέρου, Λατ. morigerari alicui, ὁ αὐτ. 8. 83· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν ὁ αὐτ. 3. 82· τὴν τῶν πολλῶν ... ξυνιόντων ὀργὴν ... σοφίαν ἡγούμενος Πλάτ. Πολ. 493D. ΙΙ. πάθος, ὀργή, θυμός, ὀργῇ χρέεσθαι (Ἀττ. χρῆσθαι), ὀργίζεσθαι, Ἡρόδ. 6. 85, Σοφ. Ο. Κ. 1241· ὀργὴν ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 25· εἰ ..., Θουκ. 4. 122· ὀργῇ χάριν δοῦναι Σοφ. Ο. Κ. 855· ὀργῇ εἴκειν, χαρίζεσθαι Εὐρ. Ἑλ. 80, Ἀποσπ. 31· ὀργὴν ἔχειν τινὶ ἢ πρός τινα Ἀριστοφ. Εἰρ. 659, Ἰσοκρ. 6C· δι’ ὀργῆς ἔχειν τινὰ Θουκ. 5. 46· ἐν ὀργῇ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὁ αὐτ. 2. 65, Δημ. 14. 2· τίθεσθαί τι εἰς ὀργὴν ὁ αὐτ. 273. 18· εἰς ὀργὴν πεσεῖν Εὐρ. Ὀρ. 696, κτλ.· ὀργῇ περιπίπτειν Δημ. 1470. 25· ἀλλά, ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, μετριάζειν τὴν ὀργήν, ἡσυχάζειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 700, Σφ. 727· ὀργὴν στορέσαι, καθησυχάσαι, Αἰσχύλ. Πρ. 190· ὀργὴν κατέχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 59 ὀργῆς κρατεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· ὀργὴν ἐμποιεῖν τινι, ποιεῖν τινα ὀργίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ὀργῆς τυγχάνω, γίνομαι δεκτὸς μετ’ ὀργῆς, Δημ. 571. 11, κτλ.· ὀργὴν ἄκρος, ἔχων προδιάθεσιν εἰς ὀργήν, ὡς τὸ ἀκράχολος, Ἡρόδ. 1. 73· - ἐν τῷ πληθ., ὀργὰς ἀφιέναι Αἰσχύλ. Πρ. 315· φαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 326 κ. ἀλλ. 2) Ἐπίρρ. χρήσεως: ὀργῇ, ἐν ὀργῇ, «μὲ θυμόν», Ἡρόδ. 1. 61, 114, Σοφ. Ο. Τ. 405, κτλ.· ὀργᾷ περιόργῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 216 (λυρ.)· οὕτω, δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 807, Θουκ. 2. 11· δι’ ὀργὴν Αἰσχύλ. Εὐμ. 981· ἐξ ὀργῆς Σοφ. Ἀντ. 766· κατ’ ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 933, κτλ.· μετ’ ὀργῆς Ἰσοκρ. 19C, Πλάτ. Ἀπολ. 34C· μετὰ τῆς ὀργῆς Δημ. 539. 11· πρὸς ὀργὴν Σοφ. Ἠλ. 369, Ἀριστοφ. Βάτρ. 844· ὀργῆς χάριν, ὀργῆς ὕπο Εὐρ. Ἀνδρ. 688, Ι. Α. 353. 3) μετὰ γεν., Πανὸς ὀργαί, πανικὸς φόβος (δηλ. τρόμος ὃν ἐγείρει ἡ ὀργὴ τοῦ Πανός), Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1140· - ἀλλά, β) μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὀργή τινος, ὀργὴ ἐναντίον προσώπου ἢ πράγμ., Σοφ. Φιλ. 1308, Λυσ. 107. 1., 122. 3· ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς, ὀργὴν πρὸς ἢ ἕνεκα τῶν .., Αἰσχύλ. Ἀγ. 70. - Οὔτε ἡ λέξις ὀργὴ οὔτε τὸ ῥῆμα ὀργάω ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρῳ, ὅστις μεταχειρίζεται τὸ θυμὸς ἀντὶ τοῦ ὀργή· παρ’ Ἡσιόδ. μόνον ἅπαξ· ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐλεγ. καὶ Λυρικ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ Ἀττ. πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
litt. agitation intérieure qui gonfle l’âme, d’où
I. disposition naturelle;
II. au sens mor.
1 état de l’âme, manière de sentir ou de penser, sentiment, disposition morale ; αἱ ὀργαί sentiments énergiques;
2 en mauv. part sentiments violents ou passionnés : ὀργὴν ἄκρος HDT violent ou passionné de caractère ; ὀργὴ χαλεπή THC caractère difficile ; ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί THC augmenter les prétentions de qqn;
3 particul. ressentiment, colère : ὀργῇ χάριν δοῦναι SOPH céder à la colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαι HDT être en colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαί τινι THC être irrité contre qqn ; ὀργὴν ποιεῖσθαι εἰ THC être irrité de ce que ; ὀργῇ ou ὀργαῖς χρῆσθαι HDT être irrité ; ὀργὴν et ὀργᾶς ἐμποιεῖν τινι XÉN exciter la colère chez qqn ; ἐν ὀργῇ ἔχειν τινά THC, δι’ ὀργῆς ἔχειν τινά THC, ὀργὴν ἔχειν πρός τινα ISOCR être irrité contre qqn ; ὀργὴν στορεννύναι ESCHL apaiser la colère ; ὀργὰς κατασχεθεῖν SOPH contenir sa colère ; adv. • ὀργῇ, en colère, dans un état d’irritation ; de même : δι’ ὀργῆς THC, κατ’ ὀργήν SOPH, ὑπ’ ὀργῆς SOPH, μετ’ ὀργῆς PLAT, ἐξ ὀργῆς SOPH, πρὸς ὀργήν SOPH;
4 vengeance ; punition, châtiment.
Étymologie: cf. skr. ûrgâ, suc, vigueur.