γυρίζω

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Spanish (DGE)

1 tr. girar, torcer τὴν κεφαλήν Hippiatr.Lugd.73.
2 en v. med. dar vueltas, Hippiatr.Lugd.9.

Greek Monolingual

γυρίζω)
1. γύρος
1. περιέρχομαι, περιοδεύω
2. στρέφω κάποιον ή κάτι
3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι
4. κάνω κάποιον να επιστρέψει
5. αλλάζω κατεύθυνση
6. αλλάζω διαθέσεις
7. επιστρέφω, επανέρχομαι
νεοελλ.
1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω
2. εκτρέπω, παροχετεύω
3. επιστρέφω κάτι δανεικό
4. περιφέρω κάποιον
5. παρακάμπτω
6. κινηματογραφώ
7. περιστρέφομαι, στριφογυρίζω
8. μεταβάλλω κατάσταση
9. φρ. α) «γυρίζει ο τροχός» — η κατάσταση αλλάζει
β) «γυρίζει το κεφάλι μου» — έχω ζαλάδες ή έχω πολλές φροντίδες
γ) «γυρίζω σαν ανεμοδούρα» — έχω ασταθή χαρακτήρα
δ) «γυρίζω σαν σβούρα» — είμαι αεικίνητος και πολυάσχολος
ε) «γυρίζω την πλάτη» — εκφράζω περιφρόνηση, αγνοώ επιδεικτικά
στ) «γυρίζω τη συναλλαγματική» — οπισθογραφώ συναλλαγματική»
ζ) «γυρίζω τον αρραβώνα» — διαλύω τον αρραβώνα
η) «γυρίζω το φύλλο» — αλλάζω διάθεση
θ) «να πας και να μη γυρίσεις» — κατάρα
ι) «όταν εσύ επήγαινες, εγώ εγύριζα» — είμαι μεγαλύτερος και ανώτερος σε πείρα και γνώσεις
ια) «τά γυρίζω» — προσπαθώ να δώσω άλλη έννοια στα λόγια μου ή να παραβώ τις υποσχέσεις μου
ιβ) «το γυρίζω στο γέλιο ή στο σοβαρό» — δίνω αστεία ή σοβαρή τροπή στη συζήτηση
ιγ) «γυρίζω όρτσα» — κάνω κίνηση αναστροφής κατά την ιστιοδρομία τών λέμβων
ιδ) «γυρίζω ποδιστά» — κάνω κίνηση υποστροφής
μσν.
1. κυκλώνω κάποιον
2. κάμπτομαι.