προσκοπή

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκοπή Medium diacritics: προσκοπή Low diacritics: προσκοπή Capitals: ΠΡΟΣΚΟΠΗ
Transliteration A: proskopḗ Transliteration B: proskopē Transliteration C: proskopi Beta Code: proskoph/

English (LSJ)

(A), ἡ, looking out for, ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἴχεσθαι Th.1.116; ἐς προσκοπὴν πεμφθέντες D.C.36.9.

(B), ἡ,= πρόσκομμα, offence taken, φθόνος καὶ προσκοπή Plb.6.7.8; προσκοπὴ καὶ μίσος Id.30.29.7; πρός τινα ἀλλοτριότης καὶ προσκοπή Id.31.10.4, cf. Phld.Po.Herc.994.38, D.S.31.17; νοσήματα κατὰ προσκοπὴν γινόμενα, i.e. antipathies, Chrysipp.Stoic.3.102; προσκοπῆς ἄξιος S.E. M.1.195: but μηδεμίαν προσκοπὴν διδόναι = give no cause of offence, 2 Ep.Cor. 6.3.

German (Pape)

[Seite 770] ἡ, = πρόσκομμα, Suid.; Anstoß, Beleidigung, Unwille, ἐφ' οἷς μὲν φθόνου γενομένου καὶ προσκοπῆς, Pol. 6, 7, 8, u. öfter; τοιαύτη τις ὑπέδραμε προσκοπὴ καὶ μῖσος κατὰ τῶν προειρημένων, 30, 20, 8; καὶ ἀλλοτριότης, 31, 18, 4; Plut. u. a. Sp. ἡ, das Vorherspähen, Auskundschaften, die Recognoscirung, Thuc. 1, 116.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
action de s'avancer en reconnaissance.
Étymologie: προσκέπτομαι.
2ῆς (ἡ) :
1 c. πρόσκομμα;
2 heurt, fig. haine, inimitié.
Étymologie: προσκόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-σκοπή -ῆς, ἡ [προ-σκοπέω] observatie. Thuc. 1.116.1.
προσ-κοπή -ῆς, ἡ [προσ- κόπτω] aanstoot:. μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν niemand enige aanstoot gevend NT 2 Cor. 6.3.

Russian (Dvoretsky)

προσκοπή:
Iπροσκοπέω разведка (ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἴχεσθαι Thuc.).
IIπροσκόπτω
1 враждебность, неприязнь (π. καὶ ἀλλοτριότης Polyb.);
2 неприятность, досада (μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόναι προσκοπήν NT).

Greek (Liddell-Scott)

προσκοπή: ἡ, προκατόπτευσις, ἐς προσκ. τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἴχεσθαι Θουκ. 1. 116, πρβλ. Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 82. 57.

English (Strong)

from προσκόπτω; a stumbling, i.e. (figuratively and concretely) occasion of sin: offence.

English (Thayer)

προσκοπης, ἡ (προσκόπτω), an occasion of stumbling (so R. V. (but A. V. offence)): διδόναι προσκοπήν (namely, ἄλλοις), to do something which causes others to stumble, i. e. leads them into error or sin, Winer's Grammar, 484 (451)). (Polybius; (for כִּשָּׁלון, fall, Graecus Venetus).)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
κατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατασκοπή.
(II)
ἡ, Α προσκόπτω
1. δυσαρέσκεια, απέχθεια
2. αγανάκτηση
3. αφορμή δυσαρέσκειας, σκάνδαλο.

Greek Monotonic

προσκοπή: ἡ, = πρόσκομμα, προσβολή, εμπόδιο, σε Πολύβ.
προσκοπή: ἡ, έρευνα με ανιχνευτές, σε Θουκ.

Middle Liddell

προσ-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα
an offence, Polyb.
προ-σκοπή, ἡ, [from προσκοπέω
a looking out for, Thuc.

Chinese

原文音譯:proskop» 普羅士-可胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-打擊
字義溯源:絆腳之事物,妨礙,罪,犯法;源自(προσκόπτω)=絆跌),由(πρός)=向著)與(κόπτω)*=砍)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 妨礙(1) 林後6:3

Lexicon Thucydideum

speculatio, watching, reconnaissance, 1.116.1.