ψῦξις
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a cooling, chilling; χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος means of cooling, v.l. in Hp.VM16.
2 a being cold or becoming cold, ψῦξις νεηνικωτάτη ib.16; αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Pl.Ti.85d: pl., opp. καύσεις, Id.Tht.156b; opp. θερμότητες, Lg.897a, Arist.GA777b27.
II = πνοή, Hsch.
III metaph., ψύξεις πράξεων difficulty, embarrassment, Vett.Val.191.4, cf. 42.18; ψῦξις πραγμάτων Heph.Astr.2.31.
German (Pape)
[Seite 1402] (nicht ψύξις zu betonen), ἡ, Kühlung, Abkühlung, Erkältung, Plat. Tim. 26 c 85 d, Gegensatz θερμότης Epin. 988 c.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 moyen de rafraîchir;
2 rafraîchissement, refroidissement ; froid glacial.
Étymologie: ψύχω.
Greek (Liddell-Scott)
ψῦξις: (οὐχί ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν ψῦχος, διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) ψύχρανσις, κρύωμα, ψ. ἀρκέων αὐτόθι, ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = πνοή.
Russian (Dvoretsky)
ψῦξις: εως ἡ ψύχω охлаждение Plat., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῦξις -εως, ἡ [ψύχω] afkoeling, verkoeling.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Greek Monolingual
η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ ψύχω (II)]
1. πρόκληση ή παραγωγή ψύχους
2. καταβιβασμός της θερμοκρασίας του σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή λειτουργία του οργανισμού, κρύωμα, πάγωμα
νεοελλ.
τεχνολ. α) η με τεχνητά μέσα ανάπτυξη θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογές
β) (σχετικά με αυτοκίνητο) μερική αφαίρεση της θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εύρυθμη λειτουργία του
γ) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό
μσν.-αρχ.
μέσο πρόκλησης ψύχους
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «πνοή»
2. μτφ. δυσχέρεια, δυσκολία.
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی