ἀπαγορεύω

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαγορεύω Medium diacritics: ἀπαγορεύω Low diacritics: απαγορεύω Capitals: ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: apagoreúō Transliteration B: apagoreuō Transliteration C: apagoreyo Beta Code: a)pagoreu/w

English (LSJ)

mostly in pres. and impf. only (ἀπερῶ being used as fut. by correct writers, ἀπεῖπον as aor., ἀπείρηκα as pf., and ἀπορρηθήσομαι, ἀπερρήθην, ἀπείρημαι as Pass. fut., aor., and pf.): aor.
A ἀπηγόρευσα Pl.Tht.200d (v.l.), D.40.44, 55.4, freq. in later writers: pf. ἀπηγόρευκα Arist.Phgn.808a11, Plu.2.1096f, etc.; Arist. (v. infr.) has pf. Pass. ἀπηγορευμένος:—forbid, μὴ ποιεῖν τι Hdt.1.183, 3.51, Ar.Ach.169, etc.; ἀ. τινὶ μὴ ποιεῖν Hdt.4.125, Pl.Prt. 334c, al.; ἀ. μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14; τινὶ ποιεῖν τι D.S.20.18; ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ.. ἀποκρινοίμην Pl.R. 339a; τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις.. Lys.9.6; ἀ. τι Id.10.6; περὶ ὧν ὁ νόμος ἀ. μὴ κινῶσιν Arist.Pol.1298a38; τὰ ἀπηγορευμένα things forbidden, ib.1336b9, cf. S.E.P.1.152.
2 dissuade, πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Hdt.9.66, cf. 3.124; ἀ. τινί τι Plu.Arat.35.
II intr., bid farewell to, c. dat., ἀ. τῷ πολέμῳ give up, renounce war, Pl. Mx.245b: c. acc., τὴν ἀγκιστρείαν Aristanet.1.17; lose, στρώματα εἰς τὴν βαφήν Eun.VSp.487 B.: c. part., give up doing, οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀ. X.Cyn.1.16: also, grow weary of, ἀ. θεώμενος Id.Eq. 11.9: abs., give up, flag, fail, Pl.R. 368c, 568d, Tht.200d (answering to ἀπεροῦμεν above); ἀ. γήρᾳ by old age, X.Eq.Mag.1.2; ἀ. ὑπὸ πόνων to be exhausted by... Id.An.5.8.3; ταχὺ ἀ. οἱ ἵπποι Arist.IA712a32; ἀ. πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13; πρὸς κρύος Luc.Anach.24, cf. Eun.Hist. p.272 D.: also of things, τὰ ἀπαγορεύοντα worn out and useless, X.Cyr.6.2.33.
III make an announcement, proclamation from, ἀπὸ τῶ λάω ὧ ἀπαγορεύοντι Leg.Gort.10.36, 11.13.

Spanish (DGE)

• Morfología: [usado como pres. supletivo de ἀπεῖπον, q.u.]
I ref. a alguien distinto del suj. prohibir c. μή más inf. μὴ κινέειν τὸν ἀνδριάντα cambiar la estatua de sitio Hdt.1.183, μή μιν δέκεσθαι Hdt.3.51, μὴ ποεῖν ἐκκλησίαν Ar.Ach.169, τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν Aeschin.3.11, μὴ διαιτᾶν D.40.44, μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14
c. dat. y μή más inf. Σκύθῃσι μὴ ἐπιβαίνειν Hdt.4.125, τοῖς ἀσθενοῦσιν μὴ χρῆσθαι ἐλαίῳ Pl.Prt.334c, τοῖς ὠνουμένοις μὴ ὠνεῖσθαι Is.2.28, c. inf. sin neg. ὁ δὲ νόμος ἀπαγορεύων (συμπρίασθαι) Lys.22.7, ἄλλο λέγειν Chrysipp.Stoic.2.49, στρατιώταις πυρὰ κάειν D.S.20.18
c. subord. c. μή: ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην Pl.R.339a, ὁ νόμος ἀπαγορεύει μὴ κινῶσιν Arist.Pol.1298a38, id. sin μή: τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις ἀρχὴν ... λοιδορῇ Lys.9.6
c. dat. de pers. ἐάντε τις ἀπαγορεύῃ τῷ δράσαντι ταῦτα ἀνθρώπων καὶ ἐὰν μή Pl.Lg.871a
c. ac. de cosa y dat. de pers. αὐτῷ τὴν στρατείαν ἀπαγορεύων Plu.Arat.35
c. ac. int. πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Hdt.9.66, cf. 3.124, ταῦτ' ἀπαγορεύειν Lys.10.6, 11.3
c. ac. int. y dat. πολλὰ τοῖς φαύλοις Chrysipp.Stoic.3.140
part. pas. subst. τὰ ἀπηγορευμένα las cosas prohibidas Arist.Pol.1336b9, S.E.P.1.152, τὰ ἀ. ἡμῖν κατὰ τὸν νόμον LXX 4Ma.1.34, παρὰ τὰ ἀπηγορευμένα contra las prohibiciones, PFay.106.8 (II d.C.).
II ref. al suj.
1 renunciar a, rehusar, rechazar c. dat. de cosa ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας Pl.Mx.245b
c. ac. de cosa δημόσια γράμματα Sol.Lg.76a, τῆν ἐμὴν ἀγκιστρείαν Aristaenet.1.17.25
c. suj. de cosa perder στρώματα ... τὴν ... βαφὴν ἀπαγορεύοντα Eun.VS 487.
2 c. part. cansarse de, dejar de οὔτε λέγων οὔτ' ἀκούων ... ἀ. X.Cyn.1.16, θεώμενος X.Eq.11.9, οὐκ ἀ. θεραπεύοντες Isoc.10.56.
3 abs. disminuir, retroceder A.Th.840, αὐτῶν ἡ τιμή Pl.R.568c
echarse atrás, desfallecer de pers. ἀπαγορεύειν καὶ μὴ βοηθεῖν Pl.R.368c, cf. Arist.IA 712a32, X.An.5.8.3, c. dat. instrum. γήρᾳ ἀπαγορεύειν renunciar (a montar a caballo) a causa de la edad X.Eq.Mag.1.2
c. prep. negarse πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13
decaer πρὸς κρύος Luc.Anach.24
c. dat. ταῖς κινήσεσιν ἀπηγορευκώς débil de movimientos Arist.Phgn.808a11
part. subst. τὰ ἀπαγορεύοντα cosas inútiles X.Cyr.6.2.33.
4 estar privado de c. gen. τῆς ἐμῆς μετοχῆς PMasp.97ue.D.78, ταύτης SB 5939.2.

German (Pape)

[Seite 273] (aor. ἀπηγόρευσα Plat. Theaet. 200 d, gew. ἀπεῖπον; perf. ἀπηγόρευκα Luc., gew. ἀπείρηκα; fut. ἀπερῶ), 1) untersagen, verbieten, τινός Stob. Flor. 44, 12; Her. 3, 124; Σκύθῃσι, μὴ ἐπιβαίνειν 4, 125, u. so öfter mit μή u. inf.; Ar. Ach. 169 Aeschin. 1, 10 Plat. Prot. 334 c; μηδένα βάλλειν Xen. Cyr. 1, 4, 14; so immer bei Dem.; ὅπως μή Plat. Rep. I, 339 a; τί Arist. Pol. 7, 15, 6; τινὶ τὴν στρατείαν, Jem. von dem Feldzuge abreden, Plut. Arat. 35. – 2) entsagen, sich lossagen von etwas, es aufgeben, τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ Plat. Menex. 245 b; πρὸς κρύος Luc. Gymn. 24; πρὸς πόνον Plut. Cor. 3; öfter εἰς στρατείαν, Alex. 47; c. partic., οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀπαγ. Xen. Cyn. 1, 16, nicht mehr im Stande sein, wo es überall übergeht in die Bdtg – 3) intrans., versagen, ermatten, Plat. Theaet. 200 d; ἡ τιμή Rep. VIII, 568 c; ὑπὸ πόνων ἀπαγορεύοντες, durch Anstrengungen erschöpft, Xen. An. 5, 8, 3; oft bei Sp., bes. Luc.; öfter mit partic., ἐσθίων Saturn. 22. Auch von Sachen, τὰ ἀπαγορεύοντα, das Abgenützte, unbrauchbar Gewordene, Xen. Cyr. 6, 2, 33.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπηγόρευον, ao. ἀπηγόρευσα, pf. ἀπηγόρευκα;
Pass. ao. ἀπηγορεύθην, pf. ἀπηγόρευμαι;
I. tr. 1 défendre, interdire : τι qch ; τινα ποιεῖν, τινι μὴ ποιεῖν à qqn de faire;
2 dissuader : τι de qch ; τινί τι PLUT qqn de faire qch;
II. intr. 1 renoncer à, τινι;
2 se laisser aller à, succomber à : ὑπὸ πόνων XÉN succomber à la fatigue ; πρός τι, εἴς τι reculer devant qch ; τὰ ἀπαγορεύοντα XÉN objets vieillis et hors d'usage.
Étymologie: ἀπό, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

(AM ἀπαγορεύω) αγορεύω
δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω
μσν.
1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι
2. αποφεύγω
3. (-ομαι) απελπίζω κάποιον
αρχ.
1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
3. μεταπείθω κάποιον
4. διακηρύσσω
5. (για πράγματα) φθείρομαι από τη χρήση, αχρηστεύομαι.

Greek Monotonic

ἀπᾰγορεύω: κατά κανόνα σε ενεστ. και παρατ. (το ἀπερῶ χρησιμ. ως μέλ., το ἀπεῖπον ως αόρ., ἀπείρηκα ως παρακ., και τα ἀπορρηθήσομαι, ἀπερρήθην, ἀπείρημαι, ως Παθ. μέλ., αόρ. και παρακ.)·
I. 1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω· ἀπαγορεύω τινὰ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αττ.· τινά, σε Ξεν.
2. αποτρέπω, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., αποχαιρετώ, με δοτ.· ἀπαγορεύω τῷ πολέμῳ, παραιτούμαι από, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω τον πόλεμο, σε Πλάτ.· με μτχ., παραιτούμαι από το να κάνω κάτι, σε Ξεν.· απόλ., παραιτούμαι, καταπίπτω, φθείρομαι, εκπίπτω, εκλείπω, καταβάλλομαι, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, τὰ ἀπαγορεύοντα, τα φθαρμένα και ως εκ τούτου άχρηστα από την πολυχρησία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαγορεύω:
1 запрещать (τινὰ и τινὶ ποιεῖν Xen. и μὴ ποιεῖν τι Her., Arph., Xen., Plat., Aeschin., Arst.; ἀπαγορεύεσθαι νόμῳ τοῦτο πράττειν Diod.): τὰ ἀπηγορευμένα Arst. находящееся под запретом;
2 отговаривать, советовать не делать (τι Her., Plut. и τινί τι Plut.);
3 отказываться, прекращать (τῷ πολέμῳ Plat.): οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων περὶ ἐκείνου οὐδεὶς ἀπαγορεύει Xen. никто не может вдоволь ни наговориться ни наслышаться о нем; ἀ. καὶ μὴ βοηθεῖν Plat. отказывать в помощи; οὐκ ἀπαγορεύει θεώμενος Xen. он не перестает любоваться;
4 уставать, слабеть, не выдерживать (γήρᾳ, ὑπὸ πόνων Xen.; πρὸς μηδένα τῶν πόνων, εἰς τὰ ὑπολοιπὰ τῆς στρατείας Plut.; πρὸς κρύος Luc.): τὰ ἀπαγορεύοντα Xen. вещи, пришедшие в негодность.

Middle Liddell

mostly in pres. and impf.]
I. to forbid, ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν τι Hdt., Attic; τινά Xen.
2. to dissuade, Hdt.
II. intr. to bid farewell to, c. dat., ἀπαγ. τῶι πολέμωι to give up, renounce war, Plat.; c. part. to give up doing, Xen.:—absol. to give up, fail, sink, Xen.; of things, τὰ ἀπαγορεύοντα worn out and useless, Xen.

Lexicon Thucydideum

interdicere, vetare, to forbid, prohibit, 1.29.3, 7.60.2,
renuntiare, to report back, 5.32.5, 5.32.6, 5.43.2, 6.89.2,
PASS. 5.48.1,
defatigari, to become weary, 1.121.5.