ἱλάσκομαι

Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

fut. ἱλάσομαι [ᾰ] Pl. Phd.95a, Ep. ἱλάσσομαι Orac. ap. Paus.8.42.6, also

   A ἱλάξομαι A.R. 2.808: aor. 1 ἱλᾰσάμην, Ep. part. ἱλασσάμενοι Il.1.100, Ep. subj. 2sg. ἱλάσσεαι 1.147, -ηαι A.R.3.1037; inf. ἱλάσσασθαι Ant.Lib.25.2 codd.; also ἱλάξασθαι A.R.1.1093:—Pass. (v. infr. 11). [ῑ regularly (written ι, not ει, SIG1044.6,9 (Halic., iv/iii B.C.)); ῐ Il.1.100, 147]: (ἵλαος):—appease, in Hom. always of gods, θεὸν ἱ. ib.386, cf. 100, al., Od.3.419; μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι (sc. θεούς) Hes.Op.338; ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι Il.1.147; c. part., ἱλάσκομαι πέμπων by presenting, Pi.O.7.9; τοῦτον (sc. θεὸν) ἱλάσκου ποῶν μηδὲν ἄτοπον Men.Epit.558; of the dead as heroized, θυσίῃσί τινα ἱ. Hdt.5.47.    2 of men, conciliate, ἱ. τινὰ χρήμασι Id.8.112; πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ; Pl.Phd.l.c.; ἱ. τὴν ὀργήν τινος Plu.Cat.Mi.61.    3 expiate, τὰς ἁμαρτίας Ep.Hebr.2.17.    II Pass. with fut. ἱλάσομαι, also ἱλασθής ομαι v.l. in LXX 4 Ki.5.18: aor. 1 ἱλάσθην ib.Ex.32.14,al.:—to be merciful, gracious, τινι ll.cc.; ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ Ev.Luc.18.13; ταῖς ἁμαρτίαις τινῶν LXXPs.77(78).38: c. inf., ἱλάσθη κύριος περιποιῆσαι τὸν λαόν ib.Ex.32.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάσκομαι: ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. ἱλάσομαι ᾰ Πλάτ. Φαίδ. 95Α, Ἐπικ. ἱλάσσομαι, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 4. Δωρ. ἱλάξομαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 808 (ἐνεργ. ἐξιλάσω Χρησμ. Σιβυλλ. 7, 30): ἀόρ. ἱλᾰσάμην, Ἐπικ. ὑποτακτ. β΄ ἑνικ. ἱλάσσεαι Ἰλ., -ηαι Ἀπολλ. Ρόδ.· ὡσαύτως ἱλαξάμην ὁ αὐτ. Α. 1093. ῑ κανονικῶς· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Ἰλ. Α. 100, 147, πρβλ. ἐξιλάσκομαι. Ἀποθ.: (ἵλαος). Ἐξιλεώνω, καταπραΰνω (ἴδε ἵλαμαι, ἱλάομαι), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ θεῶν, αὐτίκ’ ἐγὼ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι Ἰλ. Α. 386, πρβλ. 100, 444., Ζ. 380, 385, Ὀδ. Γ. 419· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· ὄφρ’ ἡμῖν Ἐκάεργον ἱλάσσεαι Ἰλ. Α. 147. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὓς ἐπιθυμεῖ τις νὰ ἐξευμενίσῃ μετὰ θάνατον διὰ θείων τιμῶν, Ἡρόδ. 5. 47· ἀκολούθως ἁπλῶς, ἐξευμενίζω, ἱλάσκεσθαί τινα χρήμασι ὁ αὐτ. 8. 112· πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ Πλάτ. Φαίδ. 95Α· ἱλασόμενοι τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν τοῦ Καίσαρος Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61· 3) ἱλαρὸν ποιῶ τινα, παρέχω αὐτῷ φαιδρότητα, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός, ἱλάσκομαι, «ἱλαροὺς αὐτοὺς καὶ εὐχαρίστους ἀποτελῶ» (Σχόλ.)· τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ παραδέχεται καὶ ὁ Dissen θεωρῶν τὸ ἱλάσκομαι ἐνταῦθα = τῷ εὐφραίνω, Πινδ. Ο. 7. 15. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐξιλεώνω, κάμνω ἐξιλέωσιν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ Ἐπιστ. π. Ἑβφ. β΄, 17· ὡσαύτως μετὰ δοτ. συγχωρῶ, αὐτὸς δὲ (ὁ Θεὸς δηλ.) ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 38). ΙΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. προστακτ. ἀόρ. Παθ. ἱλάσθητι, ἔσο ἵλεως, εὔσπλαγχνος, ἐλεήμων, τινὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 13 (πρβλ. ἐξιλάσκομαι), ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τοὺς ἐνεργ. τύπους, ἱλήκω, ἵλημη, οὓς ἴδε.

French (Bailly abrégé)

f. ἱλάσομαι, ao. ἱλασάμην, pf. inus.
se rendre favorable, apaiser : ἱ. τινι, qqn ; ἱ. τινά τινι, se concilier qqn au moyen de qch ; ἱλ. τὴν ὀργήν τινος PLUT apaiser la colère de qqn.
Étymologie: ἵλαος, cf. *ἵλημι.

English (Slater)

ῑλάσκομαι
   1 ask (the gods') blessing for c. dat. νέκταρ χυτὸν ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι (“bitte die Götter um ihren Segen für die Sieger” Fränkel, W & F, 359) (O. 7.9)

English (Strong)

middle voice from the same as ἵλεως; to conciliate, i.e. (transitively) to atone for (sin), or (intransitively) be propitious: be merciful, make reconciliation for.

English (Thayer)

(see below); in classical Greek the middle of an act. ἱλάσκω (to render propitious, appease) never met with;
1. to render propitious to oneself, to appease, conciliate to oneself (from ἴλαος gracious, gentle); from Homer down; mostly with the accusative of a person, as Θεόν, Ἀθηνην, etc. (τόν Θεόν ἱλάσασθαι, Josephus, Antiquities 6,6, 5); very rarely with the accusative of the thing, as τήν ὀργήν, Plutarch, Cat. min. 61 (with which cf. ἐξιλάσκεσθαι θυμόν, Sept.). In Biblical Greek used passively, to become propitious, be placated or appeased; in 1st aorist imperative ἱλάσθητι, be propitious, be gracious, be merciful (in secular authors ἱληθι and Doric, ἵλαθι, which the gramm. regard as the present of an unused verb ἵλημι, to be propitious; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sp. ii., p. 206; Kühner, § 343, i., p. 839; Passow, (or Liddell and Scott, or Veitch) under the word ἵλημι), with the dative of the thing or the person: ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ ἁμαρτία, ἱλάσθη ὁ κύριος περί τῆς κακίας, Alex.; ἱλασθήσεται κυρίου τῷ δούλῳ σου, to expiate, make propitiation for (as ἐξιλάσκεσθαι in the O. T.): τάς ἁμαριτας, ἡμῶν τάς ψυχάς, Philo, alleg. leg. 3,61). (Cf. Kurtz, Commentary on Hebrews , at the passage cited; Winer's Grammar, 227 (213); Westcott, Epistles of St. John , p. 83f.)

Greek Monotonic

ἱλάσκομαι: [ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. ἱλάσσομαι· αόρ. αʹ ἱλᾰσάμην, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἱλάσσεαι, αποθ. (ἵλαος
I. εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, θεὸν ἱλάσκεσθαι, κερδίζω την εύνοιά του, σε Όμηρ.· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί κανείς να εξευμενίσει μετά θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. σε Καινή Διαθήκη, εξιλεώνω, ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας·
III. σε Καινή Διαθήκη, επίσης, προστ. Παθ. αορ. ἱλάσθητι, συγχώρεσε, να είσαι ευνοϊκός, σπλαχνικός, ελεήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἱλάσκομαι: (ῑ, редко ῐ) (fut. ἱλάσομαι - эп. ἱλάσσομαι, aor. ἱλᾰσάμην)
1) умилостивлять (μολπῇ θεόν Hom.; τὸν Μίνω Plut.): ὄφρ᾽ ἡμῖν Ἑκάεργον ἱλάσσεαι (conjct.) Hom. дабы ты умилостивил для нас (т. е. склонил в нашу пользу) Стрельца (Аполлона); ἱλάσθητί μοι NT будь милостив ко мне;
2) примирять с собою, задабривать, склонять на свою сторону (τινα χρήμασι Her.);
3) смягчать, успокаивать (τὴν ὀργήν τινος Plut.);
4) миловать, отпускать, прощать (τὰς ἁμαρτίας τινός NT).