λῦμα
English (LSJ)
(A), ατος, τό, mostly in pl. (sg. in Berl.Sitzb.1927.159 (Cyrene)),
A water used in washing, or dirt removed by washing, offscourings, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς . . λύματα πάντα κάθηρεν 14.171; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25; of catarrhal discharges, purgations, Hp.Gland.12; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of the blood on his hands, S.Aj.655; τόκοιο λύματα, = τὰ λόχια, Call.Jov.17: generally, offscourings, refuse, γῆς Id.Ap.109; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710; of ordure, Call.Fr.216; ἔκβολα λ. δαιτός Id.Cer.116; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8, cf. Plu.2.518b. II moral filth, defilement, in sg., λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ; S.OC805. III = λύμη, ruin, A.Pr.692 (pl., lyr.): in sg., of a person, σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν, i. e. Hector, E.Tr.591 (lyr.).
λῦμα (B), ατος, τό, (λύω)
A = ἐνέχυρον, Suid. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
λῦμα: τό, (ἴδε ἐν λ. λούω)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕδωρ τὸ χρησιμεῦον εἰς νίψιμον ἢ πλύσιν, ἢ ὁ ῥύπος ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροός... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ λόχια, Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν μάλιστα ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς ῥύπος, μάλιστα ἐν τῷ ἑνικῷ, λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = λύμη, ὄλεθρος, Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. souillure, impureté, ordure :
1 au propre, d’ord. au pl. impuretés enlevées par un lavage;
2 au sens mor. souillure, tache, sujet de honte ou de déshonneur;
II. fléau, mal, malheur.
Étymologie: R. Λυ, laver ; v. λούω.
English (Autenrieth)
pl. λύματα: anything washed away, defilement, Il. 14.171; in symbolical and ritualistic sense, offerings of purification, Il. 1.314.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
το (AM λῡμα)
συν. στον πληθ.
1. ακαθαρσία του σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα
2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.)
3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή κατάσταση με αποχετευτικό σύστημα από δίκτυο υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την πόλη
νεοελλ.
μτφ. βδελυρός, αχρείος άνθρωπος, λέρα, κάθαρμα
αρχ.
1. κηλίδα από αίμα («λύμαθ' ἁγνίσας», Σοφ.)
2. νερό που χρησιμεύει για πλύσιμο, για νίψιμο
3. μτφ. μίασμα, ηθικό στίγμα
4. καταστροφή, όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», Ευρ.)
5. φρ. α) «τόκοιο λύματα» — τα λόχια, τα υγρά της λοχείας
β) «λύματα δαιτός» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lu- της ΙΕ ρίζας leu- «κόβω, χωρίζω» και συνδέεται με αλβ. lum «λάσπη, βούρκος», λατ. po-lluo «μολύνω, ρυπαίνω» (πρβλ. τον όρο pollution «ρύπανση» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και lutum «μιαρός», αρχ. ιρλδ. loth «λέρα, ακαθαρσία». Παρ' όλη τη σημασιολογική συγγένεια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του λύω ή του λούω.
ΠΑΡ. αρχ. λυμαίνομαι (I), λύμαξ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απόλυμα].———————— (II)
λῡμα, τὸ (AM) λύω
μσν.
απαλλαγή, λύσιμο από μάγια
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέχυρον».
Greek Monotonic
λῦμα: -ατος, τό (λούω)·
I. κυρίως στον πληθ., νερό που χρησιμεύει στο νίψιμο ή στο πλύσιμο, απόνερα, ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, λέγεται για το αίμα στα χέρια του, σε Σοφ.
II. ηθικός ρύπος, ηθική σπίλωση, κυρίως στον ενικ., στον ίδ.
III. = λύμη, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, λῦμα Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῦμα: ατος τό (преимущ. pl.)
1) нечистота, грязь (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);
2) нечестие, позор (τῷ γήρᾳ Soph.);
3) несчастье, пагуба, гибель (Ἀχαιῶν Eur.).