ηλικία

Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

και ηλικιά και ελικιά, η (AM ἡλικία, Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. ἁλικία)
1. (για έμβια όντα) ο χρόνος που διανύεται από τη γέννηση ενός έμβιου όντος μέχρι τη στιγμή που γίνεται λόγος για την ηλικία του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν περί ἔτη εἴκοσι», Ξεν.)
2. κάθε περίοδος της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική ηλικία
3. (για το σώμα) το ανάστημα, το μπόι, η κορμοστασιά («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η ελικιά σου κάστρο», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. (με προσδ. κατά γεν. δηλώνει ειδική εποχή) («ηλικία γάμου», «ηλικία στρατεύσεως»)
2. η στρατολογική κλάση («διατάχθηκε επιστράτευση πέντε ηλικιών»)
3. (και για τα άψυχα) η χρονική διάρκεια, ο χρόνος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι («η ηλικία της γης»)
4. γεωλ. μονάδα του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
5. φρ. α) «έχω την ηλικία» — δεν είμαι πια νέος
β) «κάμνω κάποιον της ηλικίας» — ανατρέφω
μσν.
φρ. α) «ἔρχομαι ή μπαίνω ή εἶμαι ή γίνομαι εἰς νόμον ἤ μέτρον ἡλικίας» — ενηλικιώνομαι
β) «τρέφομαι σε ηλικία» — μεγαλώνω
γ) «τελεία ηλικία» — η ώριμη ηλικία
αρχ.
1. (για ανθρώπους) η περίοδος της ακμής του βίου, κατά την οποία συντελείται η σωματική και μάλιστα η πνευματική ανάπτυξη
2. κάθε γενεά («πολλαῑς ἔμπροσθεν ἡλικίαις», Πλούτ.)
3. αυτοί που έχουν την ίδια ηλικία, οι συνομίληκοι
4. περασμένη εποχή ή περασμένη περίοδος του χρόνου, ο παλαιός καιρός («ταῦτα ἡλικίαν ἄν εἴη κατά Λάϊον» — κατά τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, Ηρόδ.)
5. νεανικό πάθος, νεανική ορμή («μὴ πάντα ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», Ηρόδ.)
6. για γυναίκα) αγνότητα, παρθενία
7. φρ. α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς» — ο νους που έχει πρόωρα αναπτυχθεί
β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι
γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «πόρρω τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα γεράματα, σε γεροντική ηλικία
δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας μετέχω» — βρίσκομαι στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω κάτι
ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι
στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που είναι ώριμη για γάμο
ζ) «ἡ καθεστηκυῑα ἡλικίᾳ» — η μέση, η ώριμη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλικ- (< ήλιξ) + -ία. Σχηματίζει υποχωρητικά το αφ-ήλιξ «απομακρυσμένος από τη μέση ηλικία», δηλ. «ηλικιωμένος» αλλά και «νέος» μερικές φορές. Άλλο παρ. το ηλικιώτης «συνομήλικος» που στον τ. της κρητ. διαλ. Fαλικιώτας διατηρεί το F].