ῥύμη

Revision as of 07:33, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, A force, swing, rush of a body in motion, ῥύμῃ ἐμπίπτειν with a swing, Th.2.76; πτερύγων ῥύμη rush of wings, Ar.Pax86, cf. Av.1182; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν . . κύτος formed by the whirl of the potter's wheel, Antiph.52.2, cf. Ar.Ec.4; ἡ ῥύμη τοῦ αἵματος the flow of blood in the veins, Hp.Medic.6; ἡ ῥύμη τῆς ἐκκρούσεως X.Cyn.10.12; τῆς ῥύμης τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, of the noise made by a boat in motion, Arist.HA533b19: metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ E.Rh.64; ἡ ῥύμη τῆς τύχης Plu.Caes.53; ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς κτλ. the vehemence of passion, D.21.99; γλώσσης ῥύμη Lyr.Alex.Adesp.35.11, cf. Eun.Hist. p.245 D. 2 abs., rush, charge, of soldiers, Th.2.81; of ships, Id.7.70; τῶν ἵππων X.Cyr.7.1.31, cf. Polyaen.4.3.5, al., Ach.Tat.1.12; ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ar.Nu.407. 3 = ῥοπή, Chrysipp. ap. Sch.T Il. 22.212. II street, Aen.Tact.2.5, 3.4; τὴν ῥύμην ὁδοιπορεῖν Philippid. 13, cf. LXX Is.15.3, al.; of a Roman camp, Plb.6.29.1; lane, alley, PCair.Zen.764.142 (iii B.C.), PStrassb.86.19 (ii B.C.), Act.Ap.9.11; slit, chink, dub.l. in Hp.Cord.2.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, 1) der Schwung, Umschwung, die Wucht, Geschwindigkeit eines bewegten oder sich bewegenden Körpers; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κύτος, Antiphan. com. bei Ath. X, 449 b, von der Töpferscheibe; vgl. τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ἄπο, Ar. Eccl. 4; – gewaltsamer Andrang, Angriff, χρῆσθαι εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, Eur. Rhes. 64; πτερύγων, Ar. Pax 86; ῥύμῃ ἐμπίπτειν, Thuc. 2, 76, vgl. 81. 7, 70; ἵππων, Xen. Cyr. 7, 1, 31; ἐλαφρᾷ φερόμενα ῥύμῃ, Plat. Epinom. 985 b, vgl. Soph. 236 d; τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως ἠτίμωται, Dem. 21, 99, Heftigkeit der Leidenschaft; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 462 u. Philostr. imagg. p. 655. 723; ἡ ῥύμη τῆς τύχης, der Umschwung des Glückes, Plut. Caes. 53 Mar. 28. – 2) die Straße; Philippds. bei Poll. 9, 38; im Lager, Pol. 6, 29, 1; öfter bei Sp., wie N. T., vgl. Luc. 14, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύμη: ἡ, (ῥέω) ἡ δύναμις, ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ φορά, Λατιν. impetus, ῥύμη ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων ῥύμη, ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, ὅταν μέλλω, λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν λέγω, ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον κύτος, κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥύμη τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥύμη τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥύμη τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥύμης τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει πλοῖον ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ ῥύμη τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ σφοδρότης, ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., ὁρμή, ἐπίθεσις τῶν στρατιωτῶν, ἔφοδος, Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. ὡσαύτως ῥοῖζος. ΙΙ. στενὴ ὁδός, στενωπός, (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ λέξις σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι δεῖν λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη ῥύμη καὶ Δῆλος ἄδηλος Χρησμ. Σιβ. 8. 165.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. force ou vitesse d’un corps qui se meut, d’où mouvement impétueux, élan, vitesse, impétuosité ; fig., en parl. des passions, de la fortune τῆς τύχης PLUT le cours rapide des événements, les vicissitudes de la fortune;
II. ligne tirée ou tracée, d’où :
1 rue d’une ville, ruelle;
2 quartier d’un camp romain ; compagnie de quartier.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

English (Strong)

prolongation from ῥύομαι in its original sense; an alley or avenue (as crowded): lane, street.

Greek Monolingual

η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν
1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)
2. στενή οδός, σοκάκι
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος
2. φρ. «στη ρύμη του λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος του
αρχ.
1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος
2. ροπή
3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο
4. ρωγμή, σχισμή
5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή της τύχης
β) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα της οργής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώ-μη, τι-μή)].

Greek Monotonic

ῥύμη: [ῦ], ἡ (*ῥύω=ἐρύω
I. 1. δύναμη, οχύρωμα, ορμή σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, Λατ. impetus, ῥύμῃ ἐμπίπτειν, με ορμή, σε Θουκ.· πτερύγων ῥύμη, η ορμή των φτερών, σε Αριστοφ.· ἡ ῥύμη τῶν ἵππων, σε Ξεν.· μεταφ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, σε Ευρ.· ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς, η σφοδρότητα της οργής, σε Δημ.
2. απόλ., επίθεση, έφοδος των στρατιωτών, σε Θουκ., Ξεν.
II. στενή οδός, στενωπός, Λατ. vicus, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ῥύμη: (ῡ) ἡ
1) стремительность, стремительное движение, натиск, напор (τῶν ἵππων Xen.; τοῦ στρατεύματος Plut.): χωρήσαντες ῥύμῃ Thuc. стремительно продвигаясь; τῇ πρώτῃ ῥύμῃ Thuc. в первом натиске; πτερύγων ῥ. Arph. взмахи крыльев;
2) сила, порыв, тж. неистовство (τῆς ὀργῆς Dem.);
3) резкий поворот (τῆς τύχης Plut.);
4) (в римск. лагере) часть, участок, линия Polyb.;
5) переулок (πλατεῖαι καὶ ῥῦμαι τῆς πόλεως NT).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: street, alley (since IVa).
Etymology: From ῥύμη tow, press (s.v. ῥῦμα 1.) made concrete ("where the crowd goes, presses").
See also: s. ἐρύω.

Middle Liddell

ῥύμη, ἡ, [*ῥύω = ἐρύω
1. the force, swing, rush of a body in motion, Lat. impetus, ῥύμῃ with a swing, Thuc.; πτερύγων ῥύμη the rush of wings, Ar.; ἡ ῥύμη τῶν ἵππων Xen.:—metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Eur.; ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς the vehemence of passion, Dem.
2. absol. a rush, charge, of soldiers, Thuc., Xen.
II*. a street, Lat. vicus, Polyb., NTest.

Frisk Etymology German

ῥύμη: {rhúmē}
Grammar: f.
Meaning: Straße, Gasse (seit IVa).
Etymology : Aus ῥύμη Zug, Andrang konkretisiert ("wo die Menge hinzieht, andringt"); s. ἐρύω.
Page 2,665

Chinese

原文音譯:?Úmh 呂姆
詞類次數:名詞(4)
原文字根:運輸
字義溯源:小街巷,巷,小巷,街道,小路;源自(ῥύομαι)=衝進或拉出),而 (ῥύομαι)出自(ῥέω)*=湧流)。參讀 (ἄμφοδον)同義字
出現次數:總共(4);太(1);路(1);徒(2)
譯字彙編
1) 街(2) 徒9:11; 徒12:10;
2) 巷(1) 路14:21;
3) 街道(1) 太6:2

English (Woodhouse)

rush, action of a body in motion