ἐκτρίβω

Revision as of 09:00, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")

English (LSJ)

[ῑ], fut. Pass. A ἐκτρῐβήσομαι S.OT428:—rub out, i. e. produce by rubbing, πῦρ ἔκ τινος X.Cyr.2.2.15; φλόγα Poll.9.155 (but in S.Ph.296 ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων . . ἔφην' ἄφαντον φῶς rubbing hard): metaph., λύπην Plu.2.610b:—Pass., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα οἷον ἐκτρίβεται Longin.44.3. II rub out, i.e. to destroy root and branch, σφέας πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν (cf. πίτυς) Hdt.6.37; ἐ. τινὰ πρόρριζον E.Hipp.684; τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Hdt.4.120; αὕτη μ' ἡ γυνή ποτ' ἐκτρίψει Herod.6.27, dub. in E.Cyc.475; βίον ἐκτρίβω = bring life to a wretched end, = Lat. conterere vitam, S.OT248, cf. 428:—Pass., πρόρριζος ἐκτέτριπται Hdt.6.86.δ; ὁπλὰς ἐκτετριμμένος = with the hoofs worn off, Luc.Asin.19. III rub constantly, wear out, Ἄτλας . . νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων E.Ion2 (s. v.l.). IV rub, thresh out, f.l. in Nic.Fr.68.3. V polish, Thphr.HP4.11.6, Plb. 10.20.2; ἀργυρώματα Class.Phil.19.234 (iii B.C.); cf. ἐξετρίβετο· σφόδρα ἐκοσμεῖτο, Hsch. 2 wipe out, Herod.1.79.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-, pero fut. ἐκτρῐβήσομαι S.OT 428]
• Morfología: [pas. fut. 3a sg. ἐκτριβήσεται S.OT 428]
I 1rozar ὁ χαλκέοισιν οὐρανὸν νώτοις Ἄτλας ... ἐκτρίβων Atlas, el que roza el cielo con sus espaldas de bronce e.e., lo sostiene, E.Io 2.
2 frotar ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων para hacer fuego, S.Ph.296
c. ac. de resultado producir fuego por frotamiento ἔκ γε σοῦ πῦρ ... ῥᾷον ἄν τις ἐκτρίψειεν ἢ γέλωτα ἐξαγάγοιτο sería más fácil sacar fuego de ti que una risa X.Cyr.2.2.15, φλόγα Poll.9.155.
3 ejercitarse, practicar prob. la lucha cuerpo a cuerpo A.Fr.78a.30.
II c. idea de eliminación por roce o frotamiento
1 limpiar frotando, frotar αἴ κά τις ἐκτρίψας καλῶς παρατιθῇ νιν (τὸν κάκτον) Epich.158.3, περικαθάραντες καὶ ἐκτρίψαντες cañas para hacer flautas, Thphr.HP 4.11.6, en v. pas. Ἑρμῆς ... λίθινος, ὃν ... ἐν τῷ κυλικείῳ λαμπρὸν ἐκτετριμμένον Eub.95.2, fig. ἐν χρῷ τὴν δυσωπίαν ἐκτρίβοντες Plu.2.529c
fregar τὴν μελαινίδ' Herod.1.79, σκεῦος LXX Le.6.21.
2 pulir metales τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2, τὰ ἀργυρώμ[α] τα PCornell 1.194 (III a.C.), cf. Poll.1.44, en sent. fig., en v. pas. τὰ ψυχικὰ προτερήματα τῶν ῥητόρων μελετώμενα ἀκονᾶται καὶ οἷον ἐκτρίβεται se agudizan mediante el ejercicio las aptitudes intelectuales de los oradores y, por así decirlo, se pulen Longin.44.3.
3 friccionar para aliviar el dolor τὸ σκέλος ... ἐξέτριψε τῇ χειρί Pl.Phd.60b.
4 trillar ἐξέτριψαν τοὺς καρποὺς, σωροὺς ποιήσαντες Sch.Theoc.7.155/156d.
5 desgastar en v. pas. σίδηρος δὲ καὶ χαλκὸς ταῖς ἐπαφαῖς τῶν χειρῶν ἐκτρίβονται Plu.2.2d, τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος con los cascos desgastados por el camino Luc.Asin.19.
III fig.
1 destruir por completo, arrasar, extirpar, exterminar σφέας πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν amenazaba con exterminarlos como a un pino Hdt.6.37, τὴν ποίην τε ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Hdt.4.120, cf. D.C.49.28.3, Ζεύς σε ... πρόρριζον ἐκτρίψειεν que Zeus te extirpe de raíz E.Hipp.684, αὔτη μ' ἡ γυνή κοτ' ἐκτρίψει Herod.6.27, ἐχθρούς LXX Si.47.7, fig. ἡ λύπη ... ἐκτρίβει τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Herm.Mand.10.1.2, cf. Sim.6.1.4, Gr.Nyss.Usur.202.18, en v. pas. σοῦ γὰρ οὐκ ἔστιν βροτῶν κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε ningún mortal será destruido nunca de peor forma que tú S.OT 428, cf. Gr.Nyss.V.Mos.32.11
del tiempo gastar, consumir ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον S.OT 248, τὸν χρόνον ... ὃν ἔμελλον ἐκτρίβειν περὶ ἐκεῖνα τὰ μαθήματα Iust.Phil.Dial.2.5.
2 ref. sentimientos exasperar φωνὰς ... αἷς ἐκτρίβουσι καὶ παραθήγουσι τὴν λύπην gritos con los que exasperan y agudizan el dolor Plu.2.610b.

German (Pape)

[Seite 783] 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῦρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται πρόῤῥιζος ἐκ Σπάρτης 6, 86; Ζεύς σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφθεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, Ἄτλας ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Übertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, ῥύπον Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen.

French (Bailly abrégé)

I. faire jaillir par le frottement : πῦρ XÉN du feu ; frotter (pour faire jaillir du feu) : ἐν πέτροισι πέτρον SOPH une pierre contre des pierres;
II. enlever en frottant ou en broyant, d'où
1 nettoyer en frottant;
2 user par le frottement : ὁπλὰς ἐκτετριμμένος LUC ayant les sabots usés ; fig. ἐκτρ. βίον SOPH user sa vie (cf. lat. conterere vitam);
3 p. ext. arracher, extirper : ποίην ἐκ γῆς HDT dévaster les pâturages d'un pays ; fig. exterminer, anéantir : τινα πρόρριζον EUR exterminer qqn (litt. l'extirper jusqu’à la racine) ; Pass. πρόρριζος ἐκτέτριπται HDT il est anéanti.
Étymologie: ἐκ, τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρίβω: (ῑ)
1 тереть (ἐν πέτροισι πέτρον Soph.);
2 добывать трением или высекать (πῦρ Xen.);
3 стирать, изнашивать (σίδηρος ἐκτρίβεται Plut.): τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. (об осле) стерши себе о дорогу копыта; Ἄτλας νώτοις οὐρανὸν (= νῶτα οὐρανῷ) ἐκτρίβων Eur. Атлант, держащий на своих плечах небо; κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. ужасно закончить ужасную жизнь;
4 стирать, счищать (ῥύπον Plut. );
5 натирать, чистить (τὰς πανοπλίας Polyb.);
6 досл. высверливать, перен. удалять, уничтожать (τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur.; ποίην ἐκ τῆς γῆς Her.);
7 истреблять, уничтожать (τινὰ πρόρριζον Eur., Plut.);
8 разорять (ἡ Ἰταλία ἐκτριβεῖσα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ τρίβω ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς ἐξάγωπαράγω τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα Πολυδ. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = τρίβων ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα οἷον ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. πίτυς) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., πρόρριζος ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. διατρίβω Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, τρίβω διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «οὕτως ἄτρεπτος ὁ χαλκόνωτος Ἄτλας, ὥστε μᾶλλον τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ τρίβω, καθαρίζω, στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2.

Greek Monolingual

(AM ἐκτρίβω)
1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο
2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω
αρχ.
1. παροξύνω
2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς
3. φθείρω, κατατρίβω
4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω με τρίψιμο
5. κάνω κάτι λείο με διαρκή τριβή.

Greek Monotonic

ἐκτρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, Παθ. μέλ. βʹ -τρῐβήσομαι, παρακ. -τέτριμμαι·
I. τρίβω με δύναμη και μέσω της τριβής, παράγω κάτι, πῦρ ἐκτρ., παράγω, δημιουργώ, ανάβω φωτιά μέσω τριβής, σε Ξεν.· τρίβω δυνατά, σε Σοφ.
II. συντρίβω, δηλ. καταστρέφω εξ ολοκλήρου, ολοκληρωτικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· βίον ἐκτρ., τελειώνω άσχημα έναν άθλιο βίο, σε Σοφ. — Παθ., πρόρριζος ἐκτρέτριπται, σε Ηρόδ.
III. τρίβω διαρκώς, φθείρω, λιώνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ψω fut. 2 pass. -τρῐβήσομαι perf. -τέτριμμαι
I. to rub out, πῦρ ἐκτρ. to produce fire by rubbing, Xen.:— to rub hard, Soph.
II. to rub out, i. e. to destroy root and branch, Hdt., Eur.; βίον ἐκτρ. to bring life to a wretched end, Soph.:—Pass., πρόρριζος ἐκτέτριπται Hdt.
III. to rub constantly, wear out, Eur.