παραγίγνομαι

Revision as of 22:25, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

Ion. and later Gr. παραγίνομαι [ῑ], aor. Pass.
A παρεγενήθην Plb.3.99.2, etc.:—to be beside, be by or be near: c. dat. pers. et rei, καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί attended them at the banquet, Od.17.173: c. dat. pers. only, Σοφοκλεῖ π. ἐρωτωμένῳ was by him when he was asked, Pl.R.329b, cf. Antipho 6.17: c. dat. rei only, π. τῇ μάχῃ to be present at... Pl.Chrm.153c; τῇ συνουσίᾳ Id.Smp.172c, cf. Hdt.8.109; also π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.12.52; ἐν τοιοῖσδε λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Pl.Prt.337a, Smp.173b: abs., Antipho 2.3.5.
2 παραγίγνομαι τινί come to one's side, stand by, second, Hes.Th.429, 436, Hdt.3.32; μάρτυρες… τοῖσι θανοῦσιν π. A.Eu.319 (anap.); ἐπί τινα against one, Th.2.95; μάχῃ… π. τισί support them in battle, Id.3.54: abs., Hes.Th. 432, Th.6.67; ἄνδρες ἱππῆς -γένεσθε Ar.Eq.242; -γενηθεὶς ἐπάγγελτος SIG708.21 (Istropolis, ii B. C.).
3 of things, to be at hand, accrue to one, πόλεμος ὅθεν καί τις δύναμις παρεγένετο Th.1.15, cf. X.Mem. 4.2.2; φόβοι παραγιγνόμενοί τισι Isoc.5.34; ἀρετὴ π. οἷς ἂν π. Pl. Men.99e, cf. 86d, Arist.EN1099b16; ἀπὸ φυσιολογίας Phld.Rh.1.122 S.; of scientific learning, Arist.APo.71a4; of virtue, ὅτῳ τρόπῳ παραγίγνεται Pl.Men.71a.
4 παραγίγνομαι ἀπό τινος to be descended from... or perhaps to have a right to attend a sacrifice through descent from... Inscr.Cos405.
II come to, τινι Thgn.139, X.Cyr.4.1.14, etc.; π. ἐς κώμην Hdt.1.185; π. ἐς τὠυτό come to the same point, Id.2.4; ἐς τὸ δέον Id.1.32; ἐπὶ τὰς ταφάς Aeschin.3.235: abs., arrive, come up, παρεγένοντο αἱ νέες Hdt.6.95.
2 come to maturity, of corn, Id.1.193; of the horns of oxen, to be fully grown, Id.4.29.
3 have recourse to, ἐπὶ τροφὴν καὶ πόμα Gal.15.506; ἐπὶ τὸ τῆς ὄνου γάλα ib. 746.

German (Pape)

[Seite 474] später -γίνομαι (s. γίγνομαι), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς ταὐτό, 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.

French (Bailly abrégé)

f. παραγενήσομαι, ao. παρεγενόμην;
1 être à côté ou auprès de, être présent à, assister à, τινι : πολλοῖσι παρεγενόμην HDT j'ai été témoin de beaucoup de faits (semblables) ; καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί OD et il était présent à leur repas;
2 venir en aide, assister, secourir : π. μάχῃ τινί THC qqn dans un combat;
3 venir se joindre, survenir : παρεγένοντο αἱ νῆες HDT les navires survinrent;
4 avec un sujet de chose survenir, échoir en partage à, τινι.
Étymologie: παρά, γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-γίγνομαι, Ion. en later παραγίνομαι met dat. aanwezig zijn bij, bijwonen:. καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί hij nam met hen deel aan de maaltijd Od. 17.173; Σοφοκλεῖ... παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ ik was aanwezig toen Sophocles werd ondervraagd Plat. Resp. 329b. bijstaan, helpen:. τοῖσι θανοῦσιν π. de doden helpen Aeschl. Eum. 319; μάχῃ … παρεγενόμεθα ὑμῖν in de slag hebben wij jullie bijgestaan Thuc. 3.54.4. van zaken ten deel vallen aan, terechtkomen bij:. τοὺς παῖδας τῶν φόβων τῶν ἀεὶ παραγιγνομένων αὐτοῖς ἀπήλλαξεν hij bevrijdde de kinderen van de angsten die hen steeds weer overvielen Isocr. 5.34. abs. aankomen, arriveren:; παρεγένοντο αἱ νέες de schepen arriveerden Hdt. 6.95.1; overdr.. ὁ κύκλος τῶν ὠρέων ἐς τὠυτό … παραγίνεται de cyclus van de seizoenen valt steeds op hetzelfde punt van de kalender Hdt. 2.4.1. ontstaan, verschijnen:. ταχὺ παραγίνεσθαι τὰ κέρεα dat de horens snel groeien Hdt. 4.29; πόλεμος, ὅθεν τις... δύναμις παρεγένετο een oorlog waardoor macht ontstond Thuc. 1.15.2.

Russian (Dvoretsky)

παραγίγνομαι: ион. и староатт. παραγίνομαι (γῑ) (fut. παραγενήσομαι, aor. 2 παρεγενόμην)
1 находиться (при ком-л. или при чем-л.), присутствовать; участвовать, (τῇ μάχῃ Plat.; ἐν τοῖς ἀγῶσι Isocr.): π. τινι δαιτί Hom. участвовать в чьем-л. пире; πολλοῖσι παρεγενόμην Her. я присутствовал при многих (подобных случаях); Σοφοκλεῖ παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ Plat. я был у Софокла, когда его спросили;
2 приходить на помощь, оказывать помощь (μάχῃ τινί Thuc.): π. ἐπί τινα Thuc. оказывать помощь против кого-л.;
3 случаться, возникать, происходить (ὅθεν τις δύναμις παρεγένετο Thuc.; αἱ μαθηματικαὶ τῶν ἐπιστημῶν διὰ τούτου τοῦ τρόπου παραγίνονται Arst.);
4 приходить, прибывать, являться (εἰς Σάρδεις Xen.; εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι NT): π. εἰς τὸ πρόσθεν Xen. продвинуться вперед;
5 созревать, поспевать (ὁ σῖτος παραγίνεται Her.).

English (Autenrieth)

be present at, ipf., Od. 17.173†.

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. παραγίνομαι.

Greek Monotonic

παραγίγνομαι: Ιων. και αργότερα -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ. παρεγενόμην·
I. 1. στέκομαι δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά, παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., παραγίγνομαι τῇ μάχῃ, είμαι παρών σ' αυτήν, σε Πλάτ.
2. παραγίγνομαι τινι, έρχομαι με το μέρος κάποιου, έρχομαι να βοηθήσω, παραστέκομαι, υποστηρίζω, βοηθώ, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
3. λέγεται για πράγματα, αποκτώμαι, επέρχομαι, συσσωρεύομαι, προκύπτω, παραγίγνομαι τινί, Λατ. contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι, σε Πλάτ.
II. 1. έρχομαι, τινι, σε Θέογν., Ηρόδ.· παραγίγνομαι ἐς τὠυτό, έρχομαι στο ίδιο σημείο, σε Ηρόδ.· απόλ., φτάνω, παρουσιάζομαι, στον ίδ.
2. ωριμάζω, λέγεται για το σιτάρι, στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των βοδιών, φτάνω στην τέλεια ανάπτυξη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραγίγνομαι: Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -γίνομαι [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ συμπόσιον αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον μετὰ δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον μετὰ δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· ὡσαύτως, π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, ἔρχομαι εἰς τὸ πλευρόν τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ὑποστηρίζω, Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, ἐναντίον τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, ὑποστηρίζω ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπέρχομαι, προσγίγνομαι, π. τινι, Λατ. contingere alicui, ὅθεν καί τις δύναμις παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· ἀρετὴ π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. παρουσιάζομαι, ἔρχομαι, τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· ὡσαύτως, π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς τωὐτό, καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., φθάνω, ἔρχομαι, καταφθάνω, παρεγένοντο αἱ νῆες Ἡρόδ. 6. 95. 2) φθάνω εἰς ὡριμότητα, ὡριμάζω, ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, λαμβάνω τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.

Middle Liddell

ionic and later -γίνομαι fut. γενήσομαι aor2 παρεγενόμην
I. to be beside, to be by or near, attend upon one, c. dat., Od., Plat.: c. dat. rei, π. τῇ μάχῃ to be present at…, Plat.
2. π. τινι to come to one's side, come to aid, stand by, second, support, Hes., Hdt., Attic
3. of things, to be at hand, to be gained, to accrue to one, π. τινι, Lat. contingere alicui, Thuc., Xen.:—impers., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Plat.
II. to come to, τινι Theogn., Hdt.; π. ἐς τὠυτό to come to the same point, Hdt.:—absol. to arrive, come up, Hdt.
2. to come to maturity, of corn, Hdt.; of the horns of oxen, to be fully grown, Hdt.