σύνθετος

Revision as of 09:13, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σύνθετον, also fem. συνθέτη (or συνθετή as in Lys.Fr.34, Arist.Ph.265a21, Metaph.1051b27, al.): (συντίθημι):—
A put together, compounded, composite, Pl.Phd. 78c, al.; of a centaur, διαιρετὸς.. καὶ πάλιν σ. X.Cyr.4.3.20, cf. Lys.l.c.; τὸ σύνθετον = the composite part of man, Arist.EN1178a20; σ. ἐκ πολλῶν Pl.R. 611b; ἐκ τῶν αὐτῶν Id.Phlb.29e; σύνθετος ἀναγνώρισις = complex, Arist.Po. 1455a12.
2 σύνθετον, τό, compound, Id.Ph.187b12; τὰ σύνθετα, opp. τὰ στοιχεῖα, Id.Cael.306b20, cf. Metaph.1070b8; so ἡ σύνθετος οὐσία ib.1043a30; ἡ συνθέτη οὐσία ib.1023b2, cf. de An.412a16; αἱ μὴ σ. οὐσίαι Id.Metaph.1051b27; cf. σύγκειμαι II.4.
3 in various technical senses,
a in Grammar, φωνὴ σύνθετος a. compound sound, i.e. a syllable, Id.Po.1456b35; or a word, ib.1457a11; φωνῶν αἱ μὲν ἁπλαῖ (e.g. Δίων) , αἱ δὲ σ. (e.g. Δίων περιπατεῖ) S.E.M.8.135; σύνθετα ὀνόματα compound nouns, Arist.Rh.Al.1434b34, Demetr.Eloc.91, Philomnest. 2; σ. σχῆμα D.T.635.21; σ. προσηγορία (e.g. ὑπνώδης καταφορά) Gal.7.643. Adv. συνθέτως Str.13.2.5, Sor.2.26, Gal.6.549.
b in Metre and Music, σ. ῥυθμός a compound foot, Pl.R. 400b; [διαστήματα] σ. Aristid.Quint.1.7, cf. Plu.2.1135b; ἁρμονίαν εἶναι σ. πρᾶγμα Pl.Phd. 92a.
c in Arithmetic, σ. ἀριθμός a number composed of several factors, Arist.Metaph.1020b4, Euc.7 Def.14.
d in Medicine, σύνθετα solid excrements, Hp.Coac.109: also φάρμακον σ. compound drug, τὸ ξύνθετον [φάρμακον] τὸ διὰ τῆς λιμνήστιδος καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου Aret.CD1.2, cf. Hsch. s.v. φαρικόν.
II put together, got up, fictitious, λόγοι A.Pr.686.
III metaph., agreed upon, covenanted, ὥσπερ ἐκ συνθέτου by agreement, Hdt.3.86.

German (Pape)

[Seite 1024] zusammengesetzt, ἔκ τινων, Plat. Phil. 29 e; τῷ συντεθέντι τε καὶ συνθέτῳ ὄντι φύσει, Phaed. 78 b, u. öfter, wie Folgde. – Dah. erdichtet, λόγοι, Aesch. Prom. 689, wie Plat. σύνθετον καὶ πλαστόν vrbdt, Soph. 219 a; – verabredet, ἐκ συνθέτου, verabredetermaßen, Her. 3, 86; – συνθετός, was sich zusammensetzen läßt, Arist. poet. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. composé :
1 formé de parties réunies ; complexe;
2 composé, imaginé, inventé;
II. fig. convenu ; ἐκ συνθέτου HDT selon les conventions.
Étymologie: συντίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-θετος -ον [συντίθημι] samengesteld:; διαιρετὸς... καὶ πάλιν σύνθετος uit elkaar gehaald en weer in elkaar gezet Xen. Cyr. 4.3.20; met ἐκ + gen. uit. σ. ἐκ πολλῶν samengesteld uit vele zaken Plat. Resp. 611b. overdr. gefabriceerd, verzonnen:. νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους ik vind dat verzonnen woorden de schandelijkste ziekte zijn Aeschl. PV 686. subst. τὸ σύνθετον overeenkomst:. ταῦτα... ὥσπερ ἐκ συνθέτου τέο γενόμενα alsof die dingen op afspraak gebeurden Hdt. 3.86.2.

Russian (Dvoretsky)

σύνθετος: и 3
1 сложный, составленный (ἐκ πολλῶν Plat., Arst.);
2 складной, складывающийся: διαιρετὸς καὶ πάλιν σ. Xen. разбирающийся и вновь складывающийся;
3 сложный, составной (ἢ σ. ἢ ἁπλοῦς Arst.);
4 сочиненный, выдуманный, ложный (λόγοι Aesch.);
5 (об)условленный (sc. σύνθημα Her.). - см. тж. σύνθετον.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνθετος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, -ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α συντίθημι
1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» — λέξη που απαρτίζεται από δύο ή περισσότερες απλές λέξεις
β. «ὥστε τί ἄλλο ἤ διαιρετὸς ἱπποκένταυρος καἰ πάλιν σύνθετος γίνομαι;», Ξεν.)
2. πολύπλοκος (α. «σύνθετο πρόβλημα» β. «σύνθετος άναγνώρισις», Αριστοτ.)
3. μαθημ. (για αριθμό) αυτός που έχει διαιρέτη διάφορο του εαυτού του και της μονάδας, σε αντιδιαστολή προς τον πρώτο
4. (το ουδ. εν. και, κυρίως στη νεοελλ., στον πληθ. ως ουσ.) το σύνθετο και τα σύνθετα
η σύνθετη λέξη
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το σύνθετο
είδος επίπλου, ενιαίου ή αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα μέρη, για πολλαπλές χρήσεις, λ.χ. βιβλιοθήκης, ερμαρίου κ.ά.
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύνθετα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μόνη οικογένεια της τάξης αστερώδη, η οποία περιλαμβάνει 900 περίπου γένη και 15.000 με 20.000 είδη
3. φρ. α) «σύνθετοςμικτός] ρυθμός»
αρχιτ. αρχιτεκτονικός ρυθμός που εισήχθη από τους Ρωμαίους και αποτελεί συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείων
β) γραμμ. i) «αντικειμενικά σύνθετα» — σύνθετα τών οποίων το ένα συνθετικό μπορεί να γίνει αντικείμενο του άλλου, π.χ. χορτο-φάγος
ii) «κτητικά σύνθετα» — σύνθετα που σημαίνουν αυτό που έχει ένα αντικείμενο ή μια ιδιότητα, π.χ. γαλανο-μάτης
iii) «οριστικά [ή προσδιοριστικά] σύνθετα» — σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο, π.χ. αγριο-λούλουδο- iv) «συνδετικά [ή παρατακτικά] σύνθετα» — σύνθετα τών οποίων τα συνθετικά μπορούν, εφόσον αναλυθούν, να συνδέονται με τον παρατακτικό σύνδεσμο και, π.χ. ανεμό-βροχο
γ) μαθημ. «σύνθετη συνάρτηση» — συνάρτηση μίας ή περισσότερων μεταβλητών οι οποίες αποτελούν επίσης συναρτήσεις άλλων μεταβλητών
δ) «σύνθετος τόκος»
(οικον.) τόκος που αντιστοιχεί όχι μόνον στο αρχικό κεφάλαιο, αλλά και στον τόκο της προηγούμενης χρονικής περιόδου ο οποίος έχει εν τω μεταξύ κεφαλαιοποιηθεί
ε) «σύνθετη μηχανή»
τεχνολ. μηχανή που αποτελείται από τη συναρμογή πολλών κινητών και ακίνητων μερών, σε αντιδιαστολή προς την απλή μηχανή
στ) «σύνθετο εκκρεμές»
φυσ. οποιοδήποτε στερεό σώμα, στρεπτό γύρω από οριζόντιο άξονα, αλλ. φυσικό εκκρεμές
ζ) «σύνθετος καρπός»
βοτ. καρπός που προέρχεται όχι από έναν, αλλά από περισσότερους υπέρους του ίδιου άνθους, όπως είναι λ.χ. το βατόμουρο
η) «σύνθετη φωτογραφία»
(φωτογρ.) φωτογραφία η οποία έχει συνδυαστεί από μεμονωμένες φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από διάφορους φακούς πολλαπλής αεροφωτομηχανής και η οποία είναι ισοδύναμη με μία φωτογραφία που ελήφθη με υπερευρυγώνιο φακό αεροφωτομηχανής
αρχ.
1. πλαστόςνόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους», Αισχύλ.)
2. (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από πολλούς παράγοντες
3. μτφ. αυτός που γίνεται σύμφωνα με συνθήκη ή μετά από συμφωνία, συμφωνημένος
4. το ουδ. ως ουσ. καθετί που σύγκειται από πολλά τμήματα
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ιατρ. τα σκληρά περιττώματα
6. φρ. α) «σύνθετος φωνή»
γραμμ. η συλλαβή (Αριστοτ.)
β) «σύνθετα ὀνόματα» — σύνθετες λέξεις (Αριστοτ.)
γ) «σύνθετος ῥυθμός»
(στη μουσ. και στη μετρ.) σύνθετος μετρικός πόδας (Πλάτ.).
επίρρ...
συνθέτως ΝΜΑ, και σύνθετα Ν
με σύνθετο τρόπο
αρχ.
με μία λέξη.

Greek Monotonic

σύνθετος: -ον, I. αυτός που είναι αποτέλεσμα συνθέσεως, που αποτελείται από μέρη, που δεν είναι απλός, σύνθετος, πολυμερής· πολύπλοκος, περίπλοκος, σε Αριστ.
II. αυτός που έχει συντεθεί ή δημιουργηθεί με τη φαντασία, πλασματικός, φανταστικός, σε Αισχύλ.
III. μεταφ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, που γίνεται σύμφωνα με τους όρους μιας συνθήκης, συμφωνημένος, συνομολογημένος· ἐκ συνθέτου, κατόπιν συμφωνίας, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, Λατ. ex composito, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθετος: -ον, ὁμοίως θηλ. συνθετὴ (οὕτω) Λυσίου Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. Φυσ. 8. 9. 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 10, 6, Ποιητ. 16, 10., 20, 5· (συντίθημι). Συντεθειμένος, ἐκ μερῶν συγκείμενος, σύνθετος, οὐχὶ ἁπλοῦς, Πλάτ. Φαίδων 78Β, κ. ἀλλ.· ἐπὶ κενταύρου, ὥστε τί ἄλλο ἢ διαιρετὸς ἱπποκένταυρος καὶ πάλιν σύνθετος γίνομαι; Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20, πρβλ. Λυσίαν ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. ἐκ πολλῶν Πλάτ. Πολ. 611Β· ἐκ τῶν αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 29Ε· ― σ. ἀναγνώρισις, πολύπλοκος, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 10. 2) σύνθετον, τό, ἐκ πολλῶν συγκείμενον, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 4, 6· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στοιχεῖον, ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 3. 8, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 4, 3· οὕτως, ἡ σύνθετος (μετὰ τοῦ οὐσίαἄνευ αὐτοῦ), αὐτόθι 7. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) ὡς τεχνικὸς ὅρος πολυειδῶν ἐννοιῶν, α) ἐν τῇ γραμματ., φωνὴ σ., δηλ. συλλαβή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητικ. 20, 5· φωνῶν αἱ μὲν ἁπλαῖ (δηλ. φωνήεντα), αἱ δὲ σ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 135· σ. ὀνόματα, σύνθετα, οὐχὶ ἁπλᾶ, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 24. 1, Δημήτρ. Φαληρ. § 91, Ἀθήν. 445Β· ἐντεῦθεν ἐπίρρ. -τως, Στράβ. 618· λίνου σπέρματος, ὃ καὶ συνθέτως ὀνομάζουσι λινόσπερμον Γαλην. τ. 6, σ. 549. 1· ― ὁμοίως, β) σ. ῥυθμός, σύνθετος ποὺς (ἐν τῇ μετρικῇ), Πλάτ. Πολ. 400Β· οὕτως ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 92Α, Πλούτ. 2. 1135Β, κτλ. γ) ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, σ. ἀριθμός, ὁ συγκείμενος ἐκ πολλῶν παραγόντων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 2, Εὐκλείδ. δ) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ξύνθετα, στερεά, σκληρὰ περιττώματα, Ἱππ. 133Α. ΙΙ. ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, πεπλασμένος, πλαστός, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 686. ΙΙΙ. μεταφορ., συμπεφωνημένος, κατὰ συμφωνίαν ἢ συνθήκην ποιούμενος, ὥσπερ ἐκ συνθέτου, κατὰ συμφωνίαν, Λατιν. ex composito, Ἡρόδ. 3. 86· ὄνομά ἐστι φωνὴ σ., κατὰ συνθήκην, Ἀριστ. Ποιητ. 20, 8 κἑξ.· πρβλ. σύνθημα Ι. 1.

Middle Liddell

σύν-θετος, ον,
I. put together, composite, compound, Plat., Xen.: complex, Arist.
II. put together, fictitious, Aesch.
III. metaph. agreed upon, ἐκ συνθέτου by agreement, Lat. ex composito, Hdt.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συντίθημι → σύν + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.