ἐφοράω

Revision as of 13:37, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion.3sg. ἐπορᾶ, inf. ἐπορᾶν, Hdt.1.10, 3.53: Aeol. pres. part. ἐπόρεις (ἐφορεῖς cod.) Lyr.Adesp. 61: impf. ἐφεώρων, Ion. 3sg.
A ἐπώρα Hdt.1.48: fut. ἐπόψομαι Od.19.260, A.Ag.1642, etc.: aor. 1 ἐπόψατο Pi.Fr.88.6 (but ἐπεῖδον (q.v.) generally used as aor. 1):—Pass., Dor. aor. 1 inf. ἐποφθῆμεν Diotog. ap.Stob.4.1.96: (ἐπιόψομαι (q.v.), ἐπιώψατο are from a difft. root):—oversee, observe, of the sun, πάντ' ἐφορᾷς καὶ πάντ' ἐπακούεις Il.3.277, cf. Od.11.109, S.El.824 (lyr.); ὁπόσας ἐφορᾷ φέγγος ἀελίου E.Hipp. 849 (lyr., codd.); of the gods, watch over, visit, Ζεὺς.. ὅς τε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους ἐφορᾷ Od.13.214; θεοὶ.. ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες 17.487; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τέλος Sol.13.17; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι Hdt.1.124; Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα S.El.175 (lyr.); Δίκην πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων ἐφορᾶν D.25.11 (later c. gen., χώρα ἧς ὁ Ἥλιος ἐφορᾷ UPZ14.30 (ii B. C.), etc.); λιμὸς μαλθακόν σφ' ἐπόψεται A.Ag.1642; of men, τὰ πρήγματα ἐπορᾶν τε καὶ διέπειν Hdt.3.53; [τὰς πόλεις] Eup. 290; πάντ' ἐφορῶν καὶ διοικῶν D.3.34; οὐ ῥᾴδιον ἐφορᾶν πολλὰ τὸν ἕνα Arist.Pol.1287b8; ἀρχὴ ἐφορῶσα περὶ τὰ συμβόλαια ib.1321b13; of a general going his rounds, Th.6.67, X.Cyr.5.3.59; visit the wounded, αὐτόπτης ἐ. ib.5.4.18; δαῖτα ἐποψόμενος attend it, Pi.O.8.52 (s. v.l.):—Pass., of insane persons, δοκοῦσιν ὑπό τινων μειζόνων ἐφορᾶσθαι δυνάμεων Paul.Aeg.3.14.
2 look upon, behold, ἐποψόμενος Τιτυόν Od.7.324; ἕκαστα τῶν συγγραμμάτων inspect them, Hdt.1.48: freq. c. part., ἐπόψεαι.. φεύγοντας Il.14.145; κτεινομένους μνηστῆρας Od.20.233; ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα Hdt.1.10; ἐ. τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους X.Cyr.8.7.7, etc.; cf. ἐπεῖδον: especially of evils. ἐποψόμενος Κακοΐλιον Od. 19.260, al.; Ἀγαμέμνονός σέ φημ' ἐπόψεσθαι μόρον A.Ag.1246; τὰ μέλλοντ' οὐδεὶς ἐ. S.Tr.1270 (anap.), cf. Ar.Th.1048 (lyr.):—Pass., ὅσον ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου as much of it as was in view, Th.3.104.
3 Astrol., = ἐπιβλέπω III, Cat.Cod.Astr.1.126.

German (Pape)

[Seite 1122] (s. ὁράω), ion. ἐποράω, fut. ἐπόψομαι (aor. ἐπόψατο Pind. frg. 58, s. nachher), aor. ἐπεῖδον, ἐπιδεῖν; darauf hinsehen; vom Helios, ὃς πάντ' ἐφορᾷ καὶ πάντ' ἐπακούει, Od. 11, 109 u. öfter; mit dem Nebenbegriffe des Hingehens u. Beaufsichtigens, Ζεὺς ἀνθρώπ ους ἐφορᾷ καὶ τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ Od. 13, 214; θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες 17, 487. – Od. 2, 294 τάων (νεῶν) – ἐπιόψομαι, ἥτις ἀρίστη, ich werde besichtigen, welches das beste Schiff ist, liegt auch ein Auslesen darin, vgl. Il. 9, 167 τοὺς μέν ἐγὼ ἐπιόψομαι, ich will die Gesandten besichtigen, sie auswählen, wozu die Erkl. der VLL. gehört, daß ἐπιώψατο att. κατέλεξεν, ἐξελέξατο sei, welche Form aus Plat. (com.?) belegt wird, vgl. Mein. II p. 523; die Stelle geht vielleicht auf Plat. Legg. XII, 497 c οὓς ἂν οἱ προσήκοντες τοῦ τελευτήσαντος ἐπόψονται, wo zwei mss. ἐπόψωνται haben; – ὁπόσας ἐφορᾷ φέγγος ἀελίου Eur. Hipp. 849; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ' ἐπ όψομαι, ich werde erblicken, Aesch. Prom. 960; Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει Soph. El. 170; so öfter von den Göttern, welche die Aufsicht führen; auch = Sorge tragen, οἱ θ εοὶ σὲ ἐπορέωσι Her. 1, 124;.Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τέλος Solon. 3, 17; Δίκην πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων ἐφορᾶν Dem. 25, 11; θεοὺς τοὺς πάντ' ἐφορῶντας Xen. Cyr. 8, 7, 22; – ἐπ εῖδες τάνδ' ὕβριν Soph. Tr. 883; ἃν ὧδ' ἐπίδοιμι π εσοῦσαν 1028; gleichmütig mit ansehen, εἰ ταῦτ' ἐφ ορῶντες (θεοὶ) κρύπτουσιν ἕκηλοι El. 815, vgl. Tr. 1259, wie περιοράω; οἵτινες ἐτόλμησαν ἐπιδεῖν ἐρήμην τὴν πόλιν γενομένην Isocr. 4, 96; – in die Ferne schauen, τὰ μέλλοντ' οὐδεὶς ἐφορᾷ, die Zukunft erschaut Keiner, Soph. Tr. 1206; vgl. Xen. An. 6, 1, 14 Τιμασίων προσελαυνέτω ἐφορῶν ἡμᾶς, so weit, daß er uns noch sehen kann; s. auch Cyr. 5, 3, 56. – Ein Unglück, Schlimmes ansehen, Aesch. Ag. 1219; Ar. Th. 1059 u. A.; κακὰ πολλά Il. 22, 61, d. i. erleben; τὰ χαλεπώτατα Xen. An. 3, 1, 13; vgl. παντοδαπὰς λώβας αὐτός τε λωβηθεὶς καὶ τοὺς ἑαυτοῦ ἐπιδὼν παῖδας Plat. Gorg. 473 c, wo man aus dem Zusammenhange λωβηθέντας ergänzcu kann; - darauf sehen, beaufsichtigen, besorgen, wie oben von den Göttern, ἐφορᾷ αὐτὸς πάντα Ar. Equ. 51; τὰ πρήγματα ἐφορᾶν καὶ διέπειν her. 3, 53; Thuc. 4, 132. 6, 67; ἐφεώρα καὶ ἐπεμελεῖτο Xen. Cyr. 5, 3, 59; πάντ' ἐφορῶν καὶ διοικῶν Dem. 3, 34; ἀρχὴ ἐφορῶσα περί τι, Arist. pol. 6, 8 u. Sp.; – γράμματα, d. i. lesen, Her. 1, 48. – Kranke besuchen, Xen. Cyr. 5, 4, 18. – Im Leben noch sehen, erleben, gew. von schlimmen Dingen, Her. 6, 52; Xen. An. 7, 1, 30; ἵνα ἔτι ἐφ' ἡμῶν ἐπίδωμεν τὴν πόλιν εὐδαιμονοῦσαν Vectig. 6, 1; τὴν ἡδίστην ἡμέραν Hell. 2, 4, 17. – Auch im med. = act., Aesch. Suppl. 936; Eur. Med. extr.

French (Bailly abrégé)

ἐφορῶ :
f. ἐπόψομαι, ao.2 ἐπεῖδον, etc.
I. voir ou regarder sur :
1 avoir les yeux sur, surveiller, observer : Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα SOPH Zeus qui a l'œil sur toutes choses ; veiller sur, prendre soin de, surveiller, inspecter, acc.;
2 voir une chose qui survient, voir se produire, assister à : κακά IL, χαλεπώτατα XÉN voir se produire des malheurs, de graves difficultés;
3 particul. regarder tranquillement, voir d'un œil impassible, acc.;
4 jeter les yeux sur, faire choix de, acc.;
II. voir ou regarder vers, càd apercevoir au loin, entrevoir de loin : τὰ πρόσω XÉN l'espace en avant ; τὰ μέλλοντα SOPH l'avenir ; Pass. ὅσον ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου THC autant qu'on pouvait apercevoir de l'île.
Étymologie: ἐπί, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφοράω: ион. ἐποράω (fut. ἐπόψομαι, aor. ἐπεῖδον - NT ἐφεῖδον, inf. aor. ἐπιδεῖν) редко med.
1 иметь наблюдение, надзор, наблюдать, обозревать (πάντ᾽ ἐ. καὶ πάντ᾽ ἐπακούειν Hom.);
2 быть свидетелем, замечать, видеть перед собой (Ἀγαμέμνονος μόρον Aesch.): ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου Thuc. часть острова (Делоса), которую можно было видеть с (высоты) храма; πρὶν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ᾽ ὑμῶν γενόμενα Xen. прежде, чем (мне) увидеть такие ваши деяния; τὰ πρήγματα ἐπορᾶν καὶ διέπειν Her. следить за делами и управлять ими;
3 хранить, оберегать (θεοὶ σὲ ἐπορέωσι Her.);
4 видеть, переживать, испытывать (πολλὰ κακά Hom.; τὰ χαλεπώτατα Xen.);
5 производить проверку, осматривать: ἄλλοτε ἀλλαχῇ περιελαύνων ἐφεώρα Xen. (Кир), переезжая с места на место, производил осмотр (войсковых частей);
6 высматривать (себе), выбирать (πάντ᾽ ἐφορῶν καὶ διοιχῶν Dem.; τὸν αὑτοῦ οἶκον καὶ θεράποντας Plut.): τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι Hom. их (делегатов к Ахиллу) я сам выберу;
7 рассматривать, разглядывать, разбирать (ἔκαστα τῶν συγγραμμάτων Her.);
8 предвидеть (τὰ μέλλοντα Soph.);
9 посещать, навещать (ὅντινα τετρωμένον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοράω: Ἰων. γ΄ ἐν. ἐπορᾷ, ἀπαρ. ἐπορᾶν γ΄ πληθ. ἐπορέουσι (Schäf) Ἡρόδ. 1. 124: παρατ. ἐφεώρων, Ἰων. γ΄ ἑν. ἐπώρα αὐτόθι 48: μέλλ. ἐπόψομαι Ὀδ., Αἰσχύλ., κλ., Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπιόψομαι, ἰδὲ κατωτ.: ἀόρ. ἐπόψατο Πινδ. Ἀποσπ. 58 ἐν τέλει, ἐπιώψατο κατωτ. ΙΙ· ὑποτακτ. ἐπιόψωνται Πλάτ. Νόμ. 947C· ἀλλ’ ὁ συνήθης ἀόρ. εἶναι ἐπεῖδον (ὃν ἴδε). Ἐπιβλέπω, ἐπιτηρῶ, παρατηρῶ, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, πάντ’ ἐφορᾷ καὶ πάντ’ ἐπακούει Ἰλ. Γ. 277, Ὀδ. Λ. 109, κτλ· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ὡς ἐν Σοφ. Ἠλ. 825· ὁπόσας ἐφορᾷ φέγγος ἀελίου; ποιητ. ἀντὶ ὅσαι εἰσί, Εὐρ. Ἱππ. 849· ἔπειτα ἐπὶ τῶν θεῶν καθόλου ἢ τῆς θείας προνοίας, ἐπιτηρῶ, παρατηρῶ, βλέπω, Ζεὺςὅστε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους ἐφορᾷ Ὀδ. Ν. 214· θεοί… ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες 487· Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τέλος Σόλων 12 (4). 17· σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορέουσι Ἡρόδ. 1. 124· Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα Σοφ. Ἠλ. 175, πρβλ. 825· δίκην πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων ἐφορᾶν Δημ. 772. 29, κτλ. οὕτω, λιμὸς (προσωποπ.) μαλθακὸν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642: - ἐπὶ ἀνθρώπων, τὰ πρήγματα ἐπορᾶν τε καὶ διέπειν Ἡρόδ. 3. 53· τὰς πόλεις Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 1· πάντ’ ἐφορῶν καὶ διοικῶν Δημ. 38. 12· οὐ ῥᾴδιον ἐφορᾶν πολλὰ τὸν ἕνα Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 9· ἀρχὴ ἐφορῶσα περὶ τὰ συμβόλαια αὐτόθι 6. 8, 3· ἐπὶ στρατοῦ ἐφεδρεύοντος ἐν ὥρᾳ μάχης προσέχω, ἐπιτηρῶ, οἷς εἴρητο, ᾗ ἂν τοῦ στρατεύματός τι πονῇ μάλιστα, ἐφορῶντας παραγίγνεσθαι Θουκ. 6. 67· ἐπὶ στρατηγοῦ περιερχομένου τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ καὶ ἐπιτηροῦντος, ἄλλοτε ἀλλαχῇ περιελαύνων (ὁ Κῦρος) ἐφεώρα τε καὶ ἐπεμελεῖτο εἴ του δέοιντο Ξεν. Κύρ. 5. 3, 59· ἐπισκέπτομαι νοσοῦντα, αὐτόθι 5. 4, 18· ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν, ἵνα ἐπισκέψηται τὴν λαμπρὰν εὐωχίαν, Πινδ. Ο. 8, 68. 2) ἁπλῶς βλέπω, θεωρῶ, ἐποψόμενον Τιτυὸν Ὀδ. Η. 324· ἐπιθεωρῶ, ἕκαστα τῶν συγγραμμάτων Ἡρόδ. 1. 48. - Πολλάκις μετὰ μετοχ., ἐπόψεαι… φεύγοντας Ἰλ. Ξ. 145· ἐπόψεαι… κτεινομένους μνηστῆρας Ὀδ. Υ. 233· ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα Ἡρόδ. 1. 10· ἐφ. τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους Ξεν., κλ., πρβλ. ἐπεῖδον: - ἰδίως ἐπὶ κακοῦ, ᾤχετ’ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, «ἣν οὐδὲ ὀνομάσαι καλὸν» (Σχόλ.), περὶ τῆς Ἰλίου, διὰ τὰ κακὰ ὧν ἐγένετο πρόξενος, Ὀδ. Τ. 260, 597, Ψ. 19· Ἀγαμέμνονός σέ φημι ἐπόψεσθαι μόρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1246· τὰ μέλλοντα Σοφ. Τρ. 1206, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059, Ξεν. Ἀν. 7. 1. 30: - Παθ.., ὅσον ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου, ὅσον μέρος αὐτῆς ἐβλέπετο, Θουκ. 3. 104· ἐκλέγω, τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι, οἱ δὲ πιθέσθων Ἰλ. Ι. 167· ἐπιόψομαι ἥτις ἀρίστη Ὀδ. Β. 294· ὁ βασιλεὺς ἐπιώψατο ἀρρηφόρους, «κατέλεξεν, ἐξελέξατο» Σουΐδ. ἐν λέξ., ἰδὲ σημ. Πιερσῶνος εἰς Μοῖριν σ. 142, πρβλ. Μέγα Ἐτυμ. 362. 39.

English (Autenrieth)

fut. ἐπόψομαι, ἐπιόψομαι, aor. ἐπεῖδον: look upon, behold, watch over; (Ζεύς) ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται ὅς κεν ἁμάρτῃ, Od. 13.214; also ‘go to see’ (visere), Od. 7.324, Od. 23.19, and ‘look up’ (in order to choose), here the form ἐπιόψομαι, Ι 1, Od. 2.294; fig., ‘live to see,’ κακά, Il. 22.61.

English (Slater)

ἐφοράω (cf. ἐπόπτας.)
   a watch over καὶ Κορίνθου δειράδ' ἐποψόμενος δαιτικλυτάν (sc. Ποσειδάν) (O. 8.52)
   b tend ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 10.

Spanish

vigilar, mirar sobre

Greek Monotonic

ἐφοράω: Ιων. γʹ ενικ. ἐπορᾷ· γʹ πληθ. ἐπορέωσι, απαρ. ἐπορᾶν· παρατ. ἐφεώρων, Ιων. γʹ ενικ. ἐπώρα· μέλ. ἐπόψομαι, Επικ. επίσης ἐπιόψομαι· αόρ. ἐπεῖδον·
I. 1. επιτηρώ, παρατηρώ, βλέπω, επιθεωρώ, λέγεται για τον ήλιο, σε Όμηρ.· έπειτα, λέγεται για τους θεούς, επιτηρώ, παρατηρώ, προνοώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατηγό που περιέρχεται τις τάξεις του στρατεύματος και τις επιτηρεί, σε Θουκ.· επισκέπτομαι αρρώστους, σε Ξεν.
2. απλώς, βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ὅσον ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου, όσο απ' αυτό φαινόταν, σε Θουκ.
II. ξεχωρίζω, διαλέγω, ἐπιόψομαι ἥτις ἀρίστη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ionic 3rd sg. ἐπορᾷ 3rd pl. ἐπορέωσι inf. ἐπορᾶν imperf. ἐφεώρων ionic 3rd sg. ἐπώρα fut. ἐπόψομαι epic also ἐπιόψομαι the aor. is ἐπεῖδον
I. to oversee, observe, survey, of the sun, Hom.:—then of the gods, to watch over, observe, take notice of, Od., Hdt., etc.; of a general going his rounds, Thuc.; to visit the sick, Xen.
2. simply, to look upon, view, behold, Od., etc.:—Pass., ὅσον ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου as much of it as was in view, Thuc.
II. to look out, choose, ἐπιόψομαι ἥτις ἀρίστη Od., etc.

Chinese

原文音譯:™pe‹don 誒普-誒端
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-覺察
字義溯源:視為,眷顧,鑒察;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 求你鑒察(1) 徒4:29;
2) 眷顧(1) 路1:25

Léxico de magia

vigilar, mirar sobre ref. a la divinidad c. ac. ἧκε μοι, ... δύσιν καὶ ἀνατολὴν ἐφορῶν καὶ μεσημβρίαν καὶ ἄρκτον ἀποβλέπων ven a mí, tú que vigilas el oeste y el este, que miras hacia el sur y hacia el norte P IV 2196 κρυπτέ, ἀόρατε, πάντας ἐφορῶν oculto, invisible, que a todos vigilas P XII 265 c. prep. y gen. ὁρκίζω σε, πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον, τὸν ἐφορῶντα ἐπὶ γῆς te conjuro a ti, a todo espíritu demoníaco, por el que vigila sobre la tierra P IV 3075

Lexicon Thucydideum

aspicere, to look at, behold, 6.69.3,
similiter similarly 7.61.1, et and 7.77.7.
inspicere, observare, to examine, watch, 4.132.3, 6.67.1,
prospicere, to look forward to, 7.61.3,
PASS. 3.104.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἀφεωρ.]