ζάω
English (LSJ)
A v. ζῶ.
German (Pape)
[Seite 1136] ion. u. ep. ζώω, s. unten, inf. ζῆν, impf. ἔζων, auch ἔζην, Dem. 24, 7 (wie von ζῆμι, vgl. ζῆθι), was Moeris als att. empfiehlt, Thom. Mag. verwirft; imperat. ζῆ, Soph. Ant. 1169 Eur. I. T. 705; auch ζῆθι, Ag. 26 (XI, 51); die übrigen tempp. sind selten, ζήσω, Plat. Rep. V, 465 d Ar. Plut. 263, ζήσομαι, Dem. 25, 82 N. T., z. B. Matth. 4, 4, ἔζησα, Plut. u. a. Sp., ἔζηκα, D. Hal. 5, 68 D. Sic. 16, 88, ἐζήκει, D. C. 59, 14, u. werden gew. aus βιόω ergänzt (verwandt mit ζέΕω); – leben, von Hom. an überall; vom physischen Leben, oft im Ggstz von ἀποθνήσκειν, z. B. ζώοντος u. θανόντος, Il. 23, 70; τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Her. 1, 31, oft οἱ ζῶντες, entgeggstzt οἱ θανόντες; ζῶν καὶ ὤν, pleonastisch, Dem.; τὸ ζῆν, das Leben, Plat. Phaed. 71 d; ἡ ψυχὴ εἰς τὸ ζῆν ἰοῦσα 77 d; – ζῆν τὸν ἄλλον βίον Dem. 24, 115; vgl. Her. 4, 112; Eur. Med. 249; ἀβλαβεῖ βίῳ ζῶσα Soph. El. 650; wie βιόω von der Lebensweise, ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67; oft bei Hom. ῥεῖα ζώειν, von den Göttern; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης ἄξιος Dem. 21, 134, nach deinem übrigen Leben; – καρποῖς, von Früchten, Dem. 60, 5; gew. ἀπό τινος, wovon leben, sein Leben womit fristen, Her. 1, 203. 2, 36; ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; ἔνθεν ἔζων Ar. Lys. 625. – Sonst ist τινὶ ζῆν = für Einen leben, Eur. Ion 546; vgl. Dem. 7, 17. 11, 18. – Uebertr., leben, in Kraft sein, Bestand haben, ἄτης ἄελλαι Aesch. Ag. 793; ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα τὰ νόμιμα Soph. Ant. 453; συμφοραί O. R. 45; μαντεῖα ζῶντα 482; χρόνος ζῶν καὶ παρών Tr. 1159; πυρὸς φλὸξ ἔτι ζῶσα Eur. Bacch. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ζάω: συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.) ἐυκτ. ζῴην ἀπαρ. ζῆν παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072 ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος τύπος σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185 ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7 ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ. πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ. ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ βιόω. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω (ὅστις ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685) ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436 παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112 Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30 ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120 πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684 ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21 καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846 (-όω) αὐτόθι 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο διάω (ἄω, spiro) πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν εἶναι φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12) ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72 ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558 ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439 ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677 ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263 ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25 τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 369D ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D ζῶν καὶ ἔμψυχος Φαίδρ. 276A ῥεῖα ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ. ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86 - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ. ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22 - μετὰ δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι καλῶς, Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79 κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11 οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D - ὡσαύτως, ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. ἀποζάω) ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26 - μετὰ μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25 ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2˙ - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257˙ - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.˙ καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D - ζήτω ὁ βασιλεύς, ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)˙ βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι αὐτόθι (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, μετὰ συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491˙ ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.˙ καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174˙ ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5˙ ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517˙ νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161 ὡσαύτως, ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168 εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505 κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799 ζ. δοῦλος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410 - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1 ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24 ἴδε ἐν λ. βιόω. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι ἀκμαῖος, ὄλβος ζώει μάσσων Πίνδ. Ι. 5. 8 ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819 ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751 μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482 ἀεὶ ζῇ ταῦτα νόμιμα ὁ αὐτ. Ἀντ. 457 τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας μάλιστα, ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45 χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169 ζῶσα φλόξ, ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8 - ἐντεῦθεν, ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11 παροιμ., ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avec contr. en η des formes en αε > prés. ζῶ, ζῇς, ζῇ ; impér. ζῆ, opt. ζῴην ; inf. ζῆν ; impf. ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων;
f. ζήσω ou ζήσομαι ; ao. ἔζησα, pf. ἔζηκα, pqp. ἐζήκειν;
ttf. au lieu de ἔζησα, ἔζηκα, ἐζήκειν, les Attiques emploient d’ord. les ao., pf. et pqp. de βιόω;
vivre :
1 être en vie ; οἱ ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d’années ; subst. τὸ ζῆν la vie;
2 soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, ἀπό τινος, ἔκ τινος vivre de qch;
3 vivre, passer sa vie : εὖ ζῆν SOPH, κακῶς ζῆν SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d’une vie misérable;
4 fig. en parl. de choses être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.
Étymologie: p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. βίος = lat. vivo.
English (Autenrieth)
see ζώω.
Spanish
English (Abbott-Smith)
ζάω, -ῶ, [in LXX chiefly for חיה (most freq. ptcp., ζῶν, inf., ζῆν, for חַי;]
1.prop., to live, be alive (v. Syn., s.v. βίος; in cl. usually of animal life, but sometimes of plants, as Arist., Eth. N, i, 7, 12): Ac 20:12, Ro 7:1-3, I Co 7:39, Re 19:20, al.; ἐν αὐτῷ ζῶμεν, Ac 17:28; ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, Phl 1:21; διὰ παντὸς τοῦ ζῆν (M, Pr., 215, 249), He 2:15; ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, Ga 2:20; ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός, Ga 2:20; (ὁ) ζῶν, of God (אֵל חַי and cognate phrases, Jos 3:10, Ho 2:1 (1:10), Is 37:4, al.; v. DCG, ii, 39a), Mt 16:16, Jo 6:57, Ro 9:26, I Th 1:9, He 3:12, Re 7:2, al.; in juristic phrase, ζῶ ἐγώ (חַי־אָנִי, Nu 14:21, al.), as I live, Ro 14:11; ζῆν ἐπ’ ἄρτῳ, Mt 4:4, al.; ἐκ, I Co 9:14; of coming to life, Mk 16:[11], Ro 6:10 14:9, II Co 13:4; opp. to νεκρός, Re 1:18 2:8; metaph., Lk 15:32; ζῆν ἐκ νεκρῶν, Ro 6:13; of the spiritual life of Christians, Lk 10:28, Jo 5:25, Ro 1:17 8:13; εἰς τ. αἰῶνα, Jo 6:51, 58; σὺν Χριστῷ, I Th 5:10; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, Re 3:1.
2.As sometimes in cl., = βιόω, to live, pass one's life: Lk 2:36, Ac 26:5, Ro 7:9, Col 2:20; ἐν πίστει, Ga 2:20; ἐν τ. ἁμαρτίᾳ, Ro 6:2; εὐσεβῶς, II Ti 3:12; ἀσώτως, Lk 15:13; c. dat. (cl.), ἑαυτῳ (Field, Notes, 164), Ro 14:7, II Co 5:15; τ. δικαιοσύνῃ, Lk 20:38, Ro 6:10, 11 Ga 2:19; τ. Χριστῷ, II Co 5:15; τ. θεῷ, I Pe 2:24; πνεύματι, Ga 5:25; κατὰ σάρκα, Ro 8:12, 13;
3.Of inanimate things, metaph.: ὕδωρ ζῶν (i.e. springing water, as opp. to still water), in a spiritual sense, Jo 4:10, 11 7:38 (DCG, ii, 39f.): ἐλπὶς ζῶσα, I Pe 1:3; ὁδὸς ζῶσα, He 10:20 (cf. ἀνα-, συν-ζάω; Cremer, 270, 721).
English (Strong)
a primary verb; to live (literally or figuratively): life(-time), (a-)live(-ly), quick.