κτάομαι

Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

English (LSJ)

Ion. κτέομαι, only as v.l. in Hdt.8.112: fut.

   A κτήσομαι Archil.6.4, Thgn.200, A.Eu.289, Th.6.30, Pl.R.417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.); κεκτήσομαι A.Th.1022, E.Ba.514, Pl.Grg. 467a (ἐκτήσομαι in La.192e, and prob. in Emp.110.4): aor. ἐκτησάμην, Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: pf. κέκτημαι Hes.Op.437, etc., ἔκτημαι Il.9.402, A.Pr.795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. (κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R.505b, ἐκτῆσθαι τοῦ κεκτῆσθαι ἕνεκα Tht. 198d); Ion. 3pl. ἐκτέαται Hdt.4.23; subj. κέκτωμαι Isoc.3.49, Pl. Lg.936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib.731c, 742e, κεκτῴμην E.Heracl.282 codd.: plpf. ἐκεκτήμην And.1.74, 4.41, Lys.2.17, etc.; poet. κεκτήμην E.IA404; Ion. 3pl. ἔκτηντο Hdt.2.108; Att. 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for fut. and aor. Pass., v. infr.111.    I pres., impf., fut., and aor.,    1 procure for oneself, get, acquire, κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il.9.400, etc.; [οἰκῆας] Od.l.c.; γῆν A.Eu. l.c., cf. Pers.770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like, χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr.471, Ph.1370; παρά τινος X. Smp.4.43; τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj.1360, E.Or.804 (troch.); κτήσασθαι παῖδας ἐξ ὁμοσπόρου Id.IT696, cf. S.OT1499, Hdt.8.105; παῖδας ἐς δόμους κτήσασθαι E.Fr.491, cf. Supp.225; πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23.    b of consequences, bring upon oneself, αὑτῷ θάνατον S.Aj.968; incur, θεᾶς ὀργήν ib.777; κακά Id.El.1004; ξυμφοράς E.Or.543; ἔχθραν πρός τινα Th.1.42; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant.924; κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl.166, cf. IT676; ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123.    c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17; οὔ ποτ' εὔνουν τὴν ἐμὴν κτήσῃ φρένα S.Ph. 1281.    2 procure or get for another, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος Od.20. 265; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω A.Pers.755 (troch.), cf. X. Oec.15.1.    II in pf. and plpf. with fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd.28od), οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402, cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr.260b; ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155, cf. S.Ph.778; στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161; κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr.795; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag.1051; κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba.1343; κ. κάλλος X.Smp.1.8; ἀρετήν Pl.Prt.340e; τέχνην Lys.24.6; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg.829c: dub. in aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between pres.and pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους . . ποιεῖ ζῆν: later, pres. in pf. sense, Ev.Luc.18.12.    b of evils, ἄγος κεκτήσεται θεῶν A.Th.1022; κακά E.Hel.272; φθόνον Pl.Lg.870c.    c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use, ἔχων τε καὶ κεκτημένος . . κακά S.Ant.1278; ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Pl.R. 382b. cf. Tht.197b, 198d, Cra.393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht.197b.    d abs., to be a property-owner, τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73 (Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.).    2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.; οἱ κ. A.Supp.337; of a husband, E.IA715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr.762, Ar.Ec.1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48.    III aor. 1 Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten, ἃ ἐκτήθη Th.1.123, 2.36; to be obtained as property, δουλόσυνος πρὸς οἶκον κτηθεῖσα E.Hec.449 (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: fut. κτηθήσομαι LXX Je.39 (32).43. (Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)

German (Pape)

[Seite 1517] ion. κτέομαι, Her. 8, 112, wie conj. κτέωμαι, 3, 98; perf. κέκτημαι, auch ἐκτῆσθαι, Il. 9, 402, u. gew. bei Her., ἐκτέαται, 4, 23. 174; auch Aesch. ἐκτημέναι, Prom. 797, u. als v. l. Plat. Prot. 340 e, u. sonst an einzelnen Stellen; dazu conj. κεκτῆται, Xen. Conv. 1, 8, Plat. Legg. XI, 736.b, κεκτῆσθε, Isocr. 3, 49; opt. κεκτῴμην, Eur. Heracl. 283, oder κεκτῇτο, Plat. Legg. V, 742 e; – sich erwerben, sich verschaffen, in seinen Besitz bringen; κτήμασι τέρπεσθαι, τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il. 9, 400, vgl. Od. 14, 14; selten = einem Andern Etwas erwerben, τινί τι, 20, 265; φιάλας ἵπποι κτησάμεναι Pind. N. 9, 52; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ Aesch. Pers. 741; κτήσεται δ' ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν Eum. 289; παῖδας ἔκ τινος Eur. I. T. 696; vgl. Soph. O. R. 1499; auch κακά, El. 992, wie Eur. Med. 1047; ξυμφοράς Or. 542; θεᾶς ὀργήν, sich den Zorn zuziehen, Soph. Ai. 764; τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην, ich zog mir den Vorwurf der Gottlosigkeit zu, Ant. 915, womit Eur. Med. 218 zu vgl., ἐκτέετο χρήματα Her. 8, 112; ἀπολαύουσι τάχιστα διὰ.τὸ ἀεὶ κτᾶσθαι, weil sie immer auf Erwerb bedacht sind, Thuc. 1, 70; εὔνοιαν, ἔχθραν, 1, 42, ἑταίρους, Plat. Gorg. 461 c, wie τινὰ πολέμιον, sich Jemanden zum Feinde machen, Xen. An. 5, 5, 17; Folgende überall; τὶ πρός τινος, Eur. Heracl. 167, ἔκ τινος, Xen. Cyr. 8, 2, 22; παρά τινος, Hier. 1, 13; Dem. 18, 94; auch κτήσει τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Isocr. 5, 68. – Perf. κέκτημαι, sich erworben haben, dah. besitzen, haben, φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1021; dazu fut. κεκτήσεται, er wird besitzen, haben, Prom. 1008; ἔχων τε καὶ κεκτημένος vrbdt Soph. Ant. 1265, wie Plat. Rep. II, 382 b; unterschieden aber Theaet. 199 a; οὔ τι γὰρ κεκτήμεθα ἡμέτερον αὐτὸ τὸ σῶμα, πλὴν ἐνοικῆσαι βίον Eur. Suppl. 534, λαβὼν ταῦτα, κέκτησο καὶ χρῶ, ὥςπερ βούλει Xen. Cyr. 8, 3, 46; Plat. u. A. ὁ κεκτημένος, der Herr. – Aor. pass. in passiver Bdtg, ἃ ἐκτήθη Thuc. 1, 123, Eur. Hec. 449 u. Sp., wie D. Hal. 10, 27; so auch κεκτημένος in passiver Bdtg, Thuc. 7, 70, wie Plat. Legg. XII, 965; sehr späte Schriftsteller brauchen so das praes., vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 1, 895. – Adj. verb.; κτητέον χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα Plat. Rep. II, 373 a; κτητός s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

κτάομαι: Ἰων. κτέομαι Ἡρόδ. 8. 112., 3, 98: ― μέλλ. κτήσομαι Τραγ., Ἀττ. πεζογρ.· ὡσαύτως κεκτήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 1017, Εὐρ. Βάκχ. 514, Πλάτ. Γοργ. 467Α· (ἐκτήσομαι ἐν Λάχ. 192Ε)· ― ἀόρ. ἐκτησάμην, Ἐπικ. κτ-, Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. κέκτημαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435, Ἀττ.· ὡσαύτως ἔκτημαι Ἰλ. Ι. 402, Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Πρ. 795, Ἀνδοκ. 28. 12, καὶ ἐνίοτε παρὰ Πλάτ. (κεκτήμεθα καὶ ἐκτῆσθαι, κεῖνται οὐ μακρὰν ἀλλήλων ἐν Πολ. 505Β)· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέαται Ἡρόδ. 2. 44., 4. 23· ὑποτακτ. κέκτωμαι Ἰσοκρ. 37Α, Πλάτ., κτλ.· εὐκτ. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο, Πλάτ. Νόμ. 731C, 742Ε, ἢ κεκτῴμην Εὐρ. Ἡρακλ. 282· ὑπερσ. ἐκεκτήμην Ἀνδοκ. 10. 19., 34. 29, Λυσ., κτλ., ποιητ. κεκτήμην Εὐρ. Ι. Α. 404· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέατο Ἡρόδ. 2. 108· ― περὶ τοῦ μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. Ἀποθ. (ὅθεν κτέανον, κτεατίζω, κτλ.· πρβλ. κτίζω). Ι) ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ., Ι) ἀποκτῶ δι᾿ ἐμαυτόν, λαμβάνω εἰς τὴν κατοχὴν μου, πορίζομαι, κερδίζω, προμηθεύομαι, κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεὺς Ἰλ. Ι. 400, κτλ.· οἰκῆας Ὀδ. Ξ. 4· γῆν Αἰσχύλ. Εὐμ. 289, πρβλ. Πέρσ. 770· ἐπὶ ἵππων, κερδίζω (ὡς βραβεῖον), Πινδ. Ν. 9. 124· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106· ἀποκτῶ, κερδίζω τὴν εὔνοιάν τινος, κ. τ. τ., χάριν ἀπό τινος Σοφ. Τρ. 471· ἔκ τινος Φιλ. 1370· παρά τινος Ξεν. Συμπ. 4, 43· τὴν εὔνοιαν τὴν παρά τινος Ἰσοκρ. 95Ε, πρβλ. Σοφ. Φ. 1281· κ. φίλους, ἑταίρους ὁ αὐτ. Αἴ. 1360, Εὐρ. Ορ. 804· κτήσασθαι παῖδας ἐκ γυναικὸς Εὐρ. Ι. Τ. 696, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1499· παῖδας ἐς δόμους κτᾶσθαι Εὐρ. Ἀποσπ. 494, πρβλ. Ἱκέτ. 225· πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Δημ. 16. 4. β) ἐπὶ κακῶν καὶ δυστυχημάτων, ἐπισύρω κατ᾿ ἐμαυτοῦ, αὑτῷ θάνατον Σοφ. Αἴ. 968· ὑποπίπτω εἴς τι, ὀργὴν θεᾶς αὐτόθι 777· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1004· ξυμφορὰς Εὐρ. Ὀρ. 543 ἔχθραν πρός τινα Θουκ. 1. 42· δυσσέβειαν κτ., ἀποκτῶ φήμην ἀσεβείας, Σοφ. Ἀντ. 924 (πρβλ. ῥαθυμία)· κακὸν λόγον πρός τινος Εὐρ. Ἡρακλ. 167. γ) κ. τινὰ πολέμιον, κάμνω τινὰ ἐχθρόν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 17. 2) πορίζω, ἀποκτῶ δι᾿ ἕτερον, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο κεῖνος Ὀδ. Υ. 265· μέγαν τέκνου πλοῦτον ἐκτήσω Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 15, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μέλλ. κεκτήσομαι, ἔχω ἀποκτήσῃ, δηλ. ἔχω, κατέχω, ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου (ἀντίθετ. τῷ χρῆσθαι, Πλάτ. Εὐθύδ. 280D), οὐδ᾿ ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Ἰλ. Ι. 402· ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Ἡρόδ. 1. 155· στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι ὁ αὐτ. 7. 161· κοινὸν ὄμμ᾿ ἐκτημέναι Αἰσχύλ. Πρ. 795· φωνὴν βάρβαρον κεκτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1051· κεκτ. τινὰ σύμμαχον Εὐρ. Βάκχ. 1343· κ. κάλλος, ἀρετήν, τέχνην, κτλ., Ξεν. Πλάτ., κτλ.· ἐνίοτε καὶ κατ᾿ ἀόρ., ἀγορὰς κτησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσει χρέωνται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 8. 105, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 274· ― ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐνεστ. καὶ πρκμ. φαίνεται σαφῶς ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, ἃ χρήματα καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους... ποιεῖ ζῆν. β) ἐπὶ κακῶν, κεκτ. ἄγος Αἰσχύλ. Θήβ. 1017· κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 272· φθόνον Πλάτ. Νόμ. 870C· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἔχω, ἔχων τε καὶ κεκτημένος... κακά, δηλ. τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τὰ δὲ ἐν δόμοις, Σοφ. Ἀντ. 1278· ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Πλάτ. Πολ. 382Β, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Θεαίτ. 199Α. 2) ὁ κεκτημένος, κάτοχος, κύριος (κυρίως δούλων), ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐμοῦ κ. Σοφ. Φιλ. 778, Ἀριστοφ. Πλ. 4, κτλ.· οἱ κεκτ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 336 ἐπὶ τοῦ συζύγου γυναικός, Εὐρ. Ι. Α. 715· ἡ κεκτημένη, ἡ κυρία μου, Σοφ. Ἀποσπ. 700, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1126, ἴδε Meineke εἰς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Σατύροις» 6. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ παθ. ἐκτήθην, ἐπὶ παθητ. σημασίας, ἃ ἐκτήθη Θουκ. 1. 123., 2. 36· δουλόσυνος κτηθεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 449· οὕτω Διον. Ἁλ. 10. 27, κτλ.· οὕτω μέλλ. κτηθήσομαι Ἑβδ. (Ἱερ. ΛΘ΄, σπανιώτερον τὸ τοιοῦτον ἐν τῷ πρκμ. κέκτημαι, Πλάτ. Νόμ. 905Α· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ ἐνεστὼς ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν., Schäf Σχολ. Παρ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. κτήσομαι, ao. ἐκτησάμην, pf. κέκτημαι > sbj. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο ; ao. de forme et de sign. Pass. ἐκτήθην;
A. au sens Act.
I. acquérir, càd :
1 gagner pour soi, se procurer, acc. : κτήσασθαι βίον ἀπό τινος HDT gagner sa vie au moyen de qqe métier ; χάριν ἀπό τινος SOPH ou ἔκ τινος, παρά τινος, gagner la faveur de qqn ; παῖδας ἐκ γυναικός EUR avoir des enfants d’une femme ; p. opp. à conserver πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι DÉM souvent il semble que garder son bien soit plus difficile que de l’acquérir ; en mauv. part κακά SOPH s’attirer des maux ; αὑτῷ θάνατον SOPH obtenir la mort (qu’il désirait) ; ὀργὰν θεᾶς SOPH gagner le ressentiment d’une déesse ; τινα πολέμιον XÉN se faire un ennemi de qqn;
2 acquérir pour autrui : τί τινι qch pour qqn;
II. au pf. avoir acquis, posséder, acc. ; p. opp. au prés. ἃ (χρήματα) καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους ποιεῖ ζῆν XÉN ces richesses procurent à ceux qui les acquièrent de la joie, à ceux qui les possèdent le moyen de vivre ; ὁ κεκτημένος le maître (litt. celui qui possède) avec le gén. ; qqf en parl. de l’époux le maître de la femme;
B. Pass. (seul. ao. ἐκτήθην, pf. κέκτημαι, et postér. prés.) être acquis :
1 être obtenu comme propriété;
2 être possédé.
Étymologie: R. Κτα, acquérir.

English (Autenrieth)

aor. 2 sing. ἐκτήσω, perf. inf. ἐκτῆσθαι: acquire, perf. possess, Il. 9.402; of acquiring for another than oneself, Od. 20.265.

English (Slater)

κτάομαι
   1 acquire, win φιάλαις, ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν (N. 9.52) [σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτήσατο (cod.: ἐκτίσσατο Hermann) (I. 9.4) ] τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν (Pae. 2.59)

English (Strong)

a primary verb; to get, i.e. acquire (by any means; own): obtain, possess, provide, purchase.

English (Thayer)

κτῶμαι; future κτήσομαι (L Tr WH); 1st aorist ἐκτησάμην; (from Homer down); the Sept. for קָנָה; to acquire, get or prucure a thing for oneself (cf. Winer's Grammar, 260 (244)); (perfect κέκτημαι, to possess (cf. Winer's Grammar, 274 (257) note); not found in the N. T.): τί, ὅσα κτῶμαι, all my income, Winer's Grammar, 206 (194)), πολλοῦ, ἐκ and the genitive of price (see ἐκ, II:4), τό ἑαυτοῦ σκεῦος ἐν ἁγιασμῷ καί τιμή, to procure for himself his own vessel (i. e. for the satisfaction of the sexual passion; see σκεῦος, 1) in sanctification and honor, i. e. to marry a wife (opposed to the use of a harlot; the words ἐν ἁγιασμῷ καί τιμή are added to express completely the idea of marrying in contrast with the baseness of procuring a harlot as his 'vessel'; cf. κτᾶσθαι γυναῖκα, of marrying a wife, Xenophon, symp. 2,10), τάς ψυχάς ὑμῶν, the true life of your souls, your true lives, i. e. eternal life (cf. the opposite ζημιουσθαι τήν ψυχήν αὐτοῦ under ζημιόω), Winer's Grammar, p. 274 (257).