γύαλον

English (LSJ)

[ῠ], τό,
A hollow, in Il. always of the breast-piece or back-piece of the cuirass, [θώρηκα] γυάλοισιν ἀρηρότα Il.15.530: sg., usually of the front-piece, 5.99, al.
2 hollow of a vessel, κρατήρων γυάλοις E.IA1052 (lyr.); hollow vessel, χρυσοῦ γέμοντα γύαλα θησαυροὺς βροτῶν Id.Andr.1093 (v. infr. 4).
3 κοίλας πέτρας γύαλον hollow of a rock, S.Ph. 1081 (lyr.); cavern, πέτρινα [μύχατα] γύαλα E.Hel.189 (lyr.).
4 pl., of hollow ground, vales, dells, γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Hes.Th. 499, cf. h.Ap.396; Νύσης h.Hom.26.5; γ. Θεράπνας Pi.N.10.56 (but γ. Πυθῶνος, Φοίβου Id.P.8.63, E.Ph.237 (lyr.), cf. Ion 245, S.Fr.460, may perhaps refer to the rock-chambers of Delphi, cf. γύαλα· θησαυροί, ταμιεῖα, Hsch., and so perhaps in E.Andr.1093 (v. supr.)); Λύδιά τ' ἂγ γύαλα throughout the vales of Lydia, A.Supp.550 (lyr.); γύαλα χώρας Ar.Th.110 (lyr.); αἰθέρια γύαλα the vault of heaven, Opp.C. 1.281, cf. Orph.H.19.16.

Spanish (DGE)

(γύᾰλον) -ου, τό
I 1sólo en Il., parte hueca, prominencia de la coraza indistintamente en sg. y plu. ref. bien al peto o al espaldar τόν ῥ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα Il.15.530, ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον Il.13.507, 17.314, cf. 5.99, 13.586, en la descripción de la coraza arcaica de Aquiles representada en un altar, Paus.10.26.5, cf. 27.3, Poll.1.134.
2 plu. panza de una vasija ἄφυσσε λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις E.IA 1052.
II gener. plu. concavidad en la tierra
1 valle, cañada, hondonada γυάλοις ὑπὸ Παρνησσοῖο Hes.Th.499, cf. h.Ap.396, Θεσσαλία[ς] μηλοτρόφου ἐν γυάλοις B.14b.6, Λύδια ... γύαλα A.Supp.550, Fr.451u.11, de la entrada al reino de Hades ἐν γυάλοις Θεράπνας Pi.N.10.56, γύαλα Ναυκράτιδος AP 6.207 (Arch.), γυάλοις δ' ἐνὶ Τήλου IG 12(3).48.3 (Telos II/I a.C.)
en sg. gruta ref. al refugio de Filoctetes ὦ κοίλας πέτρας γύαλον S.Ph.1081.
2 rel. c. ciertos dioses recinto sagrado de Dioniso Νύσης ἐν γυάλοις h.Hom.26.5, ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα E.Hel.189
rel. c. Apolo puede ser el adyton de su santuario en Delfos παρὰ μεσόμφαλα γύαλα Φοίβου E.Ph.237, Πυθῶνος ἐν γυάλοις Pi.P.8.63, cf. S.Fr.460, E.Io 76, 220, 233, 245, Ἀπόλλωνος γυάλοις en Delfos, CEG 830.8 (IV a.C.)
o tb. el templo o tesoro de las ofrendas en la vía sagrada θεοῦ χρυσοῦ γέμοντα γύαλα E.Andr.1093, cf. Hsch., ὀρφναίων γυάλων κληῖδας Colluth.49
ref. al recinto sagrado de Eleusis ναίεις ἁγνοῖσιν Ἐλευσῖνος γυάλοισιν Orph.H.40.6, cf. 41.4
rel. c. Zeus, del éter como bóveda σμαραγεῖ δὲ κεραυνὸς αἰθέρος ἐν γυάλοισιν Orph.H.19.16, αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν Opp.C.1.281.
III muralla ὃς ἱδρύσατο χώρας γύαλα Σιμουντίδι γᾷ ref. a Troya, Ar.Th.110.
• Etimología: De *geH- ‘curvo’ en grado ø au que c. otros grados vocálicos ha dado aaa. kiolbarco’, gr. γύης, lat. guttur, etc.

German (Pape)

[Seite 507] τό (verwandt mit γύης, ursprünglich dasselbe Wort wie κοῖλος, d. h. κόϊλος, Umlaut), die Höhlung, Wölbung; Hom. θώρηκος γύαλον Iliad. 5, 99. 13, 507. 587. 17, 314, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. p. 114, kein bestimmter, einzelner Teil des Panzers, sondern die ganze Höhlung, Wölbung desselben, = der gewölbte Panzer; διὰ θώρηκος γυάλοιο Iliad. 5, 189; plural. Iliad. 15, 530 πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ, τόν ῥ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα: plur. Homerisch anstatt des singul., bei ἀρηρότα nach Homers Art der Begriff »gut« zu ergänzen, »wohlgefügt in seiner Wölbung«, d. h. ein gewölbter, wohlgefügter Panzer. Man könnte auch annehmen, γύαλα seien die zwei Hälften des Panzers, Brust- und Rückenstück, welche an den Seiten des Leibes durch Spangen oder dgl. verbunden werden, und γυάλοισιν ἀρηρότα bezeichne, daß die beiden Hälften des Panzers fest zusammengeschnallt waren, oder vom Waffenschmiede sorgfältig gearbeitet waren, so daß sie fest und genau an einander paßten; eine solche Erklärung findet sich bei Paus. 10, 26, 2, aber Aristonicus wenigstens sagt davon Nichts, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 99. 189. 13, 507. 15, 530. 19, 361. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 55, 28. S. auch κραταιγύαλος. – Nach Hom. bes. von Thalgründen und Schluchten, Παρνησσοῖο Hes. Th. 499; H. h. Apoll. 396; Pind. Πυθῶνος, Θεράπνας, P. 8, 66 N. 10, 56; Tragg.; γύαλα πέτρας, Felsgrotten, Soph. Phil. 1081; Λύδια, Lydische Thäler, Gefilde, Aesch. Suppl. 345 (vgl. γύα); Ναυκράτιδος γυάλων ναέται Archi. 5 (VI, 207); αἰθέρος γύαλα, Himmelsgewölbe, Orph. H. 18, 16, wie αἰθέρια Opp. C. 1, 281; auch κρατήρων, der hohle Bauch der Mischgefäße, Eur. I. A. 1052.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cavité, creux ; particul. :
1 dans l'Iliade, γύαλα θώρηκος les deux moitiés d'une cuirasse (celle de la poitrine, celle du dos attachées sur les côtés par des agrafes) ; au sg. d'ord. en parl. de la moitié qui couvre la poitrine, càd le plastron;
2 creux (d'une coupe);
3 creux (d'un roc) ; roc creusé, caverne, antre, grotte;
4 creux (d'une vallée) ; τὰ γύαλα vallée, vallon.
Étymologie: DELG v. γύης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύαλον -ου, τό [~ γύης] holte, welving (van voor- of achterplaat van een harnas, van een beker of vat); ook natuurlijke welving: grot; plur. holle ruimtes:; χρυσοῦ γέμοντα γύαλα, θησαυροὺς βρότων holle ruimtes vol met goud, de schatkamers van de mensen Eur. Andr. 1093; plur. ook dalen, valleien.

Russian (Dvoretsky)

γύᾰλον: τό
1 выпуклость, выгнутая поверхность (θώρηκος γ. Hom.): γύαλα Hom. обе половины брони;
2 полость (κρατήρων γύαλα Eur.): κοίλας γ. πέτρας Soph. пещера в скале;
3 впадина, долина, лощина, ущелье (γύαλα Παρνησοῖο HH, Hes., Πυθῶνος Pind., Αύδια Aesch.; μεσόμφαλα γύαλα Φοίβου Eur.; Ναυκράτιδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γύᾰλον: τό, κοῖλον, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ θώρακος (θώρηξ), ὅστις ἀπετελεῖτο ἐκ δύο μερῶν, ὀπισθίου καὶ ἐμπροσθίου, ἅπερ ἐκαλοῦντο γύαλα ἢ ἡμιθωράκια, τὰ ὁποῖα ἡρμόζοντο κατὰ τὰ πλάγια διὰ συνδέσμων (πόρπαι, περόναι)· ὅθεν ὁ θώραξ ἐκαλεῖτο γυαλοθώραξ, Παυσ. 10. 26, 2· ἐν Ἰλ. Ο. 530 ἔχομεν θώρηκα· γυάλοισιν ἀρηρότα, ἀποτελούμενον ἐκ τῶν δύο τούτων τεμαχίων· πρβλ. κραταιγύαλος. 2) τὸ κοῖλον ἢ κοίλωμα ἀγγείου τινός, κρατήρων γ. Εὐρ. Ι. Α. 1052· ἢ κοῖλον ἀγγεῖον, χρυσοῦ γέμοντα γύαλα ὀ αὐτ. Ἀνδρ. 1093. 3) κοίλας πέτρας γ., ἡ κοιλότης βράχου, Σοφ. Φ. 1081· σπήλαιον, ἄντρον, πέτρινα μύχατα γύαλα Εὐρ. Ἑλ. 189. 4) ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ κοίλης χώρας, πεδιάδων, κοιλάδων, φαράγγων κ. τ. τ., γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Ἡσ. Θ. 499, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 396· Νύσης 25. 5· γύαλα Φοίβου, θεοῦ, ἐπὶ τῶν Δελφῶν, Εὐρ. Φοιν. 237, Ἴωνι, 245, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· Λύδιά τ’ ἄγ γύαλα (οὕτως ὁ Herm.) ἀνὰ τὰς κοιλάδας τῆς Λυδίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 550· γύαλα χώρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· αἰθέρια γύαλα, ὁ θόλος τοῦ οὐρανοῦ, Ὀππ. Κ. 1. 281. 5.=κύβος, λίθος τετράγωνος, Ε. Μ. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ἐν τῷ ἐγγυαλίζω, καὶ πιθανῶς τὸ ἐγγύη εἶναι συγγενές· ἀλλ’ ἡ συγγένεια πρὸς τὸ γύης ἢ πρὸς τὸ γυῖον εἶναι ἀμφίβολος).

English (Autenrieth)

convexity, of cuirass; γυάλοισιν ἀρηρότα, fitted together of convex plat<<>*<>>s, Il. 15.530. See θώρηξ. (Il.)

English (Slater)

γῠᾰλον
a hollow, valley Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.63) γ]υαλα μι[ (supp. Lobel) Δ.… γ]υάλων (supp. Lobel) Δ. 4h. 5. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37).
b underground chamber τὰν δ (sc. ἁμέραν) ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. νέμονται Διόσκουροι) (N. 10.56)

Greek Monolingual

γύαλον, το (Α)
1. κοίλο, ημιθωράκιο (στην Ιλιάδα, για να δηλωθεί το πρόσθιο και οπίσθιο μέρος του θώρακα)
2. κοίλωμα δοχείου, αγγείου
3. κοίλωμα βράχου, σπηλιά
4. πληθ. τα γυάλα
α) (για πεδιάδες, κοιλάδες κ.λπ.) κοίλη χώρα
β) φρ. «αἰθέρια γύαλα» — ο ουράνιος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλον ανάγεται σε ΙΕ g(u) ul- «κοίλωμα (του χεριού)» < gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε Ι- (πρβλ. αγκάλη, ομφαλός)].

Greek Monotonic

γύᾰλον: τό,
1. κοίλωμα, λέγεται για το θώρακα της πανοπλίας (θώρηξ), ο οποίος αποτελούνταν από ένα οπίσθιο μέρος και ένα εμπρόσθιο στο στήθος, τα οποία ονομάζονταν γύαλα, ενωμένα στα πλευρά με πόρπες ή αγκράφες (πόρπαι, περόναι), σε Ομήρ. Ιλ.
2. το κοίλωμα αγγείου ή το κοίλο αγγείο, σε Ευρ.
3. η κοιλότητα της πέτρας, του βράχου, σε Σοφ.· σπηλιά, σπήλαιο, σε Ευρ.
4. στον πληθ., κοιλάδες, λαγκαδιές, φαράγγια, σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hollow (of a cuirass), vales, dells (Il.), also of the hand, cf. ἐγγυαλίζω s. below.
Derivatives: γυαλός adj. of λίθος (Call. Fr. anon. 331), with diff. accent γύαλος m. cubical stone (EM 243, 12); γυάλας cup (Megara and Macedonia, Ath. 11, 467 c; s. Solmsen Wortf. 216). ἐγ-γυαλ-ίζω hand over (Il.; s. Schwyzer 736). Independ. ἐγγύαλον (Orion) = ἔγκοιλον. - Also γυέλιον κόλπον H.
Origin: see γύης
Etymology: For the formation one might compare ἀγκάλη, ὀμφαλός (Chantr. Form. 245ff.). For ἐγγυαλίζω one posits the meaning hollow of the hand Cf. Av. gav- hand, s. ἐγγύη. Mostly connected with γύης, γυῖα s.v.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
1. a hollow, as of the cuirass (θώρηξ), which was composed of a back-piece and breast-piece, called γύαλα, joined at the sides by clasps or buckles (πόρπαι, περόναι), Il.
2. the hollow of a vessel or a hollow vessel, Eur.
3. the hollow of a rock, Soph.: a cavern, grotto, Eur.
4. in plural, vales, dales, dells, Hes., Eur.

Frisk Etymology German

γύαλον: {gúalon}
Grammar: n.
Meaning: ‘Höhlung, Wölbung, z. B. eines Panzers, eines Fasses, eines Tals' (ep. lyr. seit Il.), urspr. auch Höhlung der Hand, vgl. ἐγγυαλίζω unten.
Derivative: Davon γυαλός Beiw. von λίθος (Kall. Fr. anon. 331), mit Akzentverschiebung γύαλος m. würfelförmiger Stein (EM 243, 12); γυάλας Bez. eines Bechers (Megara und Makedonien, Ath. 11, 467 c; vgl. Solmsen Wortf. 216). Zusammenbildung ἐγγυαλίζω einhändigen (ep. lyr. seit Il.; vgl. Schwyzer 736). Davon unabhängig ἐγγύαλον (Orion) = ἔγκοιλον und nach diesem gebildet. — Mit anderem Suffixvokal γυέλιον· κόλπον H.
Etymology: Zur Bildung vgl. ἀγκάλη, ὀμφαλός usw. (Chantraine Formation 245ff.). Die für ἐγγυαλίζω vorauszusetzende Bedeutung Höhlung der Hand spricht für Zusammenhang mit lat. vola ib., arm. kalum nehmen, fassen, die indessen beide formal mehrdeutig sind, s. W.-Hofmann s. v. Als nächste Grundlage wäre dann ein l-Stamm *g(u)u̯el-, *g(u)u̯l̥- ‘Höhlung (der Hand)’ anzusetzen. Ohne l-Suffix aw. gav- Hand usw., s. ἐγγυάω. Über weitere, z. T. entlegene und unsichere Anknüpfungen s. γαυλός, γύης, γυρός, γωλεός.
Page 1,330-331