κλήρος

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κλῆρος, Α δωρ. τ. κλᾶρος)
1. ο λαχνός, η κλήρωσηἤτοι κλήρῳ γε λαχόντα», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. το μερίδιο γης που απονέμεται σε κάποιον με λαχνό («κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς πλὴν τῆς Μυθημναίων τρισχιλίους», Θουκ.)
3. το μερίδιο από κληρονομιά, η νόμιμη μοίρα, η κληρονομιά
4. το σύνολο των ιερωμένων που αποτελούν τους ανώτερους και κατώτερους εκπροσώπους της εκκλησίας, οι κληρικοί, το ιερατείο
5. ζωολ. γένος εντόμων που κατά τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κληρίδες
νεοελλ.
1. ο λαχνός που βγαίνει από την κληρωτίδα
2. η κλήση της κλάσης στην οποία ανήκει στρατιωτικά κάποιος
3. προορισμός, σκοπός του βίου, αποστολή
4. φρ. «μού 'λάχε ο κλήρος» — μού έτυχε, μού συνέβη
νεοελλ.-μσν.
μτφ. τύχη, μοίρα
μσν.
περιουσία, κτήματα
μσν.-αρχ.
1. το «ρίξιμο», το «τράβηγμα» του λαχνού, η κλήρωση («οὐκ ἐάσαντες κλῆρον γενέσθαι», Πλούτ.)
2. εκκλησιαστικό αξίωμα, λειτούργημα («γυμνούσθω τοῦ κλήρου», Αθαν. Σχολαστ.)
αρχ.
1. μερίδιο γης, κτήμα, αγρόκτημαοἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος», Ομ. Ιλ.)
2. οι κληρονόμοι
3. αστρολ. βαθμοί του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν επίδραση κατά τη γέννηση κάποιου
4. περιοχή, σφαίρα («ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων», Δαμάσκ.)
5. (στους Λευίτες) η τάξη τών κληρικών, σε αντιδιαστολή με τους λαϊκούς
6. στον πληθ. οἱ κλήροι
οι τίτλοι ιδιοκτησίας
7. φρ. εκκλ. «δίδωμι κλήρους» — χειροτονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με κελτική λ. που σήμαινε «σανίδα, κομμάτι ξύλου» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. clār, γαλατ. claur) έχει την ίδια ρίζα με τους τ. κλήμα, λατ. clādes (βλ. κλω).
ΠΑΡ. κληρικός, κληρώνω, κληρώ
αρχ.
κληρίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κληροδότης, κληρονόμος, κληρούχος
αρχ.
κληροπαλής, κληρουργία
μσν.
κλήραρχος, κληροποιώ
νεοελλ.
κληροδόχος, κληροκρατία, κληρομαντεία. (Β' συνθετικό) άκληρος, απόκληρος, επίκληρος, ναύκληρος, ολόκληρος
αρχ.
βαθύκληρος, δίκληρος, έγκληρος, έκκληρος, εύκληρος, ισόκληρος, ολιγόκληρος, ομόκληρος, πάγκληρος, πολύκληρος, πρόκληρος, σύγκληρος, τετράκληρος].
(II)
κλῆρος, τὸ (Μ)
1. κλήρωση
2. οι κληρικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλῆρος, () με αλλαγή γένους].