κυέω

English (LSJ)

older and more Att. form of κύω, Il.23.266, etc. (Aeol.(?) part. fem.
A κύεσσα Hsch.; Arc. κύενσα IG5(2).514.12 (Lycosura); Coan κυεῦσα Schwyzer 251 B 3, written κυεοσα ib.A 61 (iv/iii B.C.)): impf. 3sg.ἐκύει Il.19.117: fut. κυήσω Hp.Mul.1.17, Steril.214, κυήσομαι v.l. in Mul.1.76: aor. ἐκύησα Ar.Th.641, Pl.Smp. 203c, etc.: pf. κεκύηκα Philem.107, D.C.45.1, S.E.P.2.106:—Med., v. infr.:—Pass., fut. κυηθήσομαι Gal.UP16.10: aor. ἐκυήθην Plu.2.567f: pf. κεκύηται Porph. Abst.1.54:—bear in the womb, be pregnant with, ἐκύει φίλον υἱόν Il.19.117; of a mare, βρέφος ἡμίονον κυέουσα 23.266: metaph., of the soul, κυοῦσι γὰρ πάντες… καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Smp. 206c; ἐκύησε τὸν Ἔρωτα ib.203c; ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης [the thoughts] with which he is in travail... Id.Tht.184b, cf. 210b; ἂ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κυεῖν (v.l. τεκεῖν) both to have conceived and to bring forth, Id.Smp.209a:—Pass., of the embryo or foetus, Id.Lg. 789a, Epin.973d, Arist.GA777a23; of fruits, to be formed, Thphr. HP 4.2.4:—Med., bring forth, Opp.C.3.22; ἡ κεκυημένη, Lat. foeta, Et. Gud.s.v. κοκίας: metaph., τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας κυησαμένη Him.Or. 7.4.
b in Botany, produce flowers, Thphr. HP 6.4.8.
2 abs., to be big or be pregnant, conceive, ἐκύησε Hdt.5.41; στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε Ar.Th.641, cf.Lys.745, Men.Sam.303, etc.; κυέουσαν ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρός Hdt.6.68, cf. And.1.125, Lys.13.42; γυνὴ κυεῖ δέκα μῆνας; Men.413; πενθ' ἕτη ἐκύησε IG42(1).121.3 (Epid.). (Cf. κύω, Skt. śváyati 'swell', Lat. inciens 'pregnant'.)

German (Pape)

[Seite 1525] (vgl. κύω), κεκύηκα, D. C. 45, 1, eine Leibesfrucht tragen, sowohl von schwangeren Frauen, ἐκύει φίλον υἱόν, Il. 19, 117, als von trächtigen Tieren, βρέφος ἡμίονον, von einer Stute, 23, 266; – empfangen, ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat. Conv. 203 c, vgl. 209 a; Hippocr.; schwanger werden, sein, στερίφη γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε Ar. Th. 641, wie Lys. 745. 752; Dem. 43, 75; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.; – bei Plat. übertr., ἦ οὖν ἔτι κυοῦμέν τι καὶ ὠδίνομεν περὶ ἐπιστήμης, Theaet. 210 b, vgl. Conv. 206 c 209 a; – auch pass., im Mutterleibe getragen werden, Legg. VII, 789 a. – Med. gebären, κυήσατο Opp. Cyn. 3, 22; μέχρι τῶν κυουμένων, bis zur Geburt, Arist. gen. anim. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

κυῶ :
f. κυήσω et κυήσομαι, ao. ἐκύησα, pf. κεκύηκα;
porter dans son sein, acc..
Étymologie: R. Κυ, être enflé, enfler.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυέω [~ κύω] zwanger zijn van, met acc.;; ἡ δ’ ἐκύει φίλον υἱόν zij was zwanger van een zoon Il. 19. 117; ook van een merrie:; ἵππος βρέφος ἡμίονον κυέουσα een merrie drachtig van een muilezeljong Il. 23.266; ἡ Πενία ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Armoede werd zwanger van Eros Plat. Smp. 203c.; abs. zwanger zijn; met ἐκ + gen.:; κυέουσα ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρός zwanger van de vroegere echtgenoot Hdt. 6.68.2; pass. zich in de baarmoeder bevinden:. τοῖς κυουμένοισι voor de vruchten in de moederschoot Plat. Lg. 789a.

Russian (Dvoretsky)

κῠέω:
1 быть беременной, носить в чреве (φίλον υἱόν, βρέφος ἡμίονον Hom.): τὸ κυόμενον Plat., Arst. утробный плод;
2 перен. (тж. κ. κατὰ ψυχήν Plat.) вынашивать в себе (πολλὰ βουλεύματα Plut.);
3 aor. зачать, понести плод (Πενία ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat.): κυῆσαι καὶ κυεῖν Plat. зачать и стать беременной.

English (Autenrieth)

conceive, carry in the womb; of a mare with mule foal, Il. 23.266.

Greek Monotonic

κυέω: παρατ. ἐκύουν, μέλ. κυήσω, αόρ. αʹ ἐκύησα·
1. όπως το κύω, κουβαλώ στη μήτρα, είμαι έγκυος με παιδί, Λατ. gestare, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
2. απόλ., είμαι έγκυος, κυοφορώ, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κυέω: ἀρχαιότερος καὶ ἀττικώτερος τύπος τοῦ κύω, Ἰλ., Ἀττ.· παρατ. ἐκύουν, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Τ. 117· μέλλ. κυήσω Ἱππ. 598. 43., 676. 54 κἑξ.· καὶ κυήσομαι ὁ αὐτ. 623· ἀόρ. ἐκύησα Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ., κτλ.· πρκμ. κεκύηκα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 22, Δίων Κ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐκυήθην Πλούτ. 2. 567· πρκμ. κεκύηται Πορφ. π. Ἀπ. Ἐμψ. 1. 54. (Ἐκ τῆς √ΚΥ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις κύος, κύω, κυΐσκομαι, κῦμα, κύημα· κύαρ, κύτος, κύσος, κύστις, κύαθος· κύλιξ, κύλον, ἐπικυλίδες, κοῖλος, κοιλία, καυλός· πρβλ. Σανσκρ. ←vi, ←vayâmi (tumeo)· Λατ. cumulus, cavus, caulis, caelum, cilium· Λιθ. kauls (caulis)· Γοτθ. us-hul-on (λατομεῖν), hul-undi (σπήλαιον)· Ἀρχ. Γερμ. hol ὀπή, Ἀγγλ. hole).) Φέρω ἐν γαστρί, ἐγκυμονῶ, κυοφορῶ, εἶμαι ἔγκυος, Λατ. gestare, ἐκύει φίλον υἱὸν Ἰλ. Τ. 117· ἐπὶ θηλείας ἵππου, βρέφος ἡμίονον κυέουσα Ψ. 266· ἐν χρήσει ὑπὸ τοῦ Σωκράτους ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κυοῦσι γὰρ πάντες... καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Συμπ. 206C· ἐκύησε τὸν Ἔρωτα αὐτόθι 203C· ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης, αἱ σκέψεις ἃς ἐν τῇ κεφαλῇ αὑτοῦ κυοφορεῖ..., ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Β, πρβλ. 210Β· ἃ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κύειν, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κυοφορῇ (οὕτως εἰπεῖν) ἐν ἑαυτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Α· ― Παθ., τὸ κυούμενον, τὸ κυοφορούμενον, τὸ ἔμβρυον, Πλάτ. Νόμ. 789Α, Ἐπιν. 973D, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 9, ἀλλ.· ἐπὶ καρπῶν, μορφοῦμαι, σχηματίζομαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. ― Μέσ., παράγω, γεννῶ, ἐκυήσατο Ὀππ. Κυν. 3. 22· ἡ κεκυημένη, Λατ. foeta, Et. Gud. ἐν λέξ. κοκίας. 2) ὀπολ., γίνομαι ἔγκυος, συλλαμβάνω, ὡς τὸ κυΐσκομαι, ἐκύησε Ἡρόδ. 5. 41· στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς Ἡρόδ. 6. 68, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 30, Λυσ. 133. 30· γυνὴ κυεῖ δέκα μῆνας; Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 3. Πρβλ. κύω ἐν τέλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be or become pregnant (τινά, τί with a young), Il.
Other forms: κυήσω (Hdt.), κυῆσαι (IA.), κεκύηκα (hell.), κυηθῆναι, -θήσεσθαι (late); older aorist κύσασθαι (Il.) with causal active κῦσαι (A.), younger present κύω (since Arist., LXX); also κυίσκομαι, (IA.);
Compounds: sometimes with prefix, e.g. ἐπι-, ἀπο-, συγ-κυέομαι, -κυίσκομαι (-ίσκω), ὑπο-κυσαμένη (Il.).
Derivatives: Verbal nouns: κύημα foetus, embryo (IA.), -ησις conception, pregnancy, embryo (Pl., Arist., Thphr.), κύος n. = κύημα (Ar. Fr. 609, inscr. Keos) with κυόεις (Kos, IIIa); ἀπο-κυη-τικός capable of giving birth (Astrol.), κυητήριος promoting pregnancy (Hp.), κυήτωρ begetter (Cyran.; of a bird); κυηρόν ἔγκυον, ἁπαλόν, βλαστόν H. Compp., e.g. κυο-φορέω be pregnant, be with young with -φορία, -ησις (LXX, med. etc.), -φόρος (pap., EM); ἔγ-κυος pregnant (Ion., Arist.); κύ-ουρα f. name of a plant, which was used to procure abortion (Stob.; Strömberg Pflanzennamen 95).
Origin: IE [Indo-European] [592] *ḱuh₂- swell
Etymology: On κῦμα (ἐγ-κύμων), κύριος (κῦρος) s. vv. With κυέω can be equated Skt. śváyati be or become great, strong, powerful, get strong, increase: IE. *ḱuh₂-éi̯e-(ti), (Schulze KZ 27, 605 = Kl. Schr. 363); h₂ is shown by κύαρ. Beside this secondary present stands in very old times the primary middle aorist κύσασθαι (Skt. has the themat. root-aor. á-śv-a-t [would be Gr. *ἔ-κυ-ε; to this as innovation κύω?]). - From the many forms, esp. petrified and isolated verbal nouns, we mention the pres. ptc. Av. si-sp-i-mna-'rising up' (of a river-wave; cf. κῦμα), Welsh cyw m. young animal (IE. *ḱu₂o- m.; cf. ἔγ-κυος, κυο-φορέω, κύος n.), Lat. inciēns pregnant (loan from ἔγκυος, s. Ernout-Meillet; diff. W.-Hofmann); three more forms s. κύριος (where also on the ablaut); [not κύαμος, πᾶς, πέπαμαι]. On suppoed connection to words for hollow, empty s. κύαρ. - Pok. 592ff., W.-Hofmann s. inciēns and cavus . - Hitt. šuwa- swell (?), Götze Lang. 30, 404, must remain separate because of the anlaut.

Middle Liddell

1. like κύω, to bear in the womb, to be pregnant with a child, Lat. gestare, Il., Plat.
2. absol. to be pregnant, be with child, Hdt.

Frisk Etymology German

κυέω: (seit Il.)
{kuéō}
Forms: mit durchgeführtem Paradigma: κυήσω (Hdt. usw.), κυῆσαι (ion. att.), κεκύηκα (hell. u. sp.), κυηθῆναι, -θήσεσθαι (sp.); älterer Aorist κύσασθαι (ep. seit Il.) mit kausalem Aktiv κῦσαι (A.), jüngeres Präsens κύω (sicher seit Arist. u. LXX); auch κυί̄σκομαι, -ω (ion. att.);
Grammar: v.
Meaning: ‘schwanger sein od. werden’ (τινά, τί mit einem Jungen).
Composita: zuweilen mit Präfix, z.B. ἐπι-, ἀπο-, συγκυέομαι, -κυίσκομαι (-ίσκω), ὑποκυσαμένη (ep. seit Il.),
Derivative: Verbalnomina: κύημα Leibesfrucht, Fötus, Embryo (ion. att.), -ησις Konzeption, Schwangerschaft, Embryo (Pl., Arist., Thphr. u. a.), κύος n. = κύημα (Ar. Fr. 609, Inschr. Keos) mit κυόεις (Kos, IIIa); ἀποκυητικός zum Gebären geeignet (Astrol.), κυητήριος Schwangerschaft befördernd (Hp.), κυήτωρ Erzeuger (Kyran.; von einem Vogel); κυηρόν· ἔγκυον, ἁπαλόν, βλαστόν H. Kompp., z.B. κυοφορέω eine Leibesfrucht tragen, schwanger sein mit -φορία, -ησις (LXX, Med. usw.), -φόρος (Pap., EM); ἔγκυος schwanger (ion., Arist.); κύουρα f. N. einer Pflanze, die als Abortmittel benutzt wurde (Stob.; Strömberg Pflanzennamen 95). — Zu κῦμα (ἐγκύμων), κύριος (κῦρος) s. bes.
Etymology: Mit κυέω kann aind. śváyati ‘groß, stark, mächtig sein od. werden, erstarken, zunehmen’ unmittelbar gleichgesetzt werden: idg. *ḱuu̯-éi̯e-(ti), (Schulze KZ 27, 605 = Kl. Schr. 363). Neben dieser sekundären Präsensbildung steht in sehr alter Zeit der primäre mediale Aorist κύσασθαι (aind. dafür der themat. Wurzelaor. á-śv-a-t [wäre gr. *ἔκυε; dazu als Neubildung κύω?]). — Aus dem sehr reichen Formenbestand, der vor allem erstarrte und isolierte Verbalnomina umfaßt, seien noch erwähnt das Präs. Ptz. aw. si-sp-imna-’sich auftürmend' (von einer Flußwelle; vgl. κῦμα), kymr. cyw m. Tierjunges (idg. *ḱuu̯o- m.; vgl. ἔγκυος, κυοφορέω, κύος n.), lat. inciēns trächtig (wohl aus ἔγκυος entlehnt, s. Ernout-Meillet; anders W.-Hofmann); dazu noch die Belege s. κύριος (wo auch über den Ablaut); vgl. noch κύαμος, πᾶς, πέπαμαι. Uber vermutete Beziehung zu Wörtern für hohl, leer s. κύαρ. — WP. 1, 365ff., Pok. 592ff., W.-Hofmann s. inciēns und cavus mit weiteren Formen und Lit. — Heth. šuwa- ‘anschwellen o. ä.’ (?), von Götze Lang. 30, 404 zögernd hierher gestellt, muß wegen des Anlauts fernbleiben.
Page 2,42-43

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=εἶμαι ἔγκυος). Ἀπό ρίζα κυ-έω → κυῶ, πού εἶναι ἀρχαιότερο καί πιό ἀττικό τοῦ κύω.
Παράγωγα: κύημα (=ἔμβρυο), κύησις, κυητήριος, κυητικός, κυμάς -άδος, ἡ (=ἔγκυος), κύστις (=φούσκα), ἀποκύησις, ἀποκύημα (=γέννημα), ἐγκύμων, ἔγκυος, καί ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά κυΐσκομαι (=γίνομαι ἔγκυος), κύω, κῦμα, κύος (=ἔμβρυο), κύαρ -αρος, ὁ (=τρύπα), κύαθος (=ποτήρι), κύλιξ (=κρασοπότηρο), τά κύλα (=τά μῆλα τοῦ προσώπου), τό κύτος (=κοίλωμα), ἐπικυλίδες (=τά πάνω βλέφαρα), κοῖλος, κοιλία, καυλός, κύτταρον (=κοίλωμα), κῦφος, τό (=καμπούρα).