λειτουργέω
English (LSJ)
earlier Att. λητουργέω IG22.1147.6 (iv B.C.), etc. (λειτ- 22.665.11 (282 B.C.)): pf.
A λελειτούργηκα Lys.18.7, Is.6.60, Isoc.15.145:
I at Athens, serve public offices at one's own cost, And.1.132, al., D.27.64: c. acc. cogn., λ. τὰ προσταττόμενα Is.6.61; δύο λειτουργίας D.50.9, cf. Lys.3.47; λ. ὑπέρ τινος serve these offices for another, Is.3.80, 6.64; τὰ λελειτουργημένα public services performed, D.21.169.
II generally, perform public duties, serve the state, τῇ πόλει X.Mem.2.7.6; ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λ. Isoc.8.13; τὸ ταῖς οὐσίαις λειτουργοῦν, ὃ καλοῦμεν εὐπόρους Arist.Pol.1291a34; τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λ. Id.Ath.29.5; λ. τοῖς σώμασιν D.21.165; τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς λ. Arist.Pol.1291a35; λ. τῇ πόλει ταύτην τὴν λειτουργίαν ib.37, cf. Plb.6.33.6; λ. πρὸς τεκνοποιΐαν Arist.Pol.1335b28; ἄρχειν καὶ λ. POxy.1119.16 (iii A.D.).
III generally, serve a master, c. dat., οἱ ἑνὶ λειτουργοῦντες τὰ τοιαῦτα δοῦλοι [εἰσι] Arist.Pol. 1278a12, cf. PSI4.361.15 (iii B.C.), Nic.Dam.4 J.; λ. τρισὶν ἀνδράσιν, of a prostitute, AP5.48 (Gallus).
2 perform religious service, minister, ἐπὶ τῶν ἱερῶν D.H.2.22; τῷ Κυρίῳ Act.Ap.13.2, etc. (Written λιτ- in Rev.Et.Anc.32.5 (Athens, i B.C.), etc., cf. λειτούργιον, λειτουργός.)
German (Pape)
[Seite 26] altatt. λῃτουργέω, öffentliche, Volks-oder Staatsgeschäfte besorgen, dem Volke od. Staate dienen, bes. in Athen, ein Staatsamt verwalten u. die damit verknüpften Kosten aus eigenen Mitteln bestreiten (s. λειτουργία), Lys. 18, 8; τῇ πόλει, 19, 58 (wie Xen. Mem. 2, 7, 6); λειτουργίας λειτουργεῖν, 3, 47; Dem. Lpt. 21 u. sonst oft bei den Rednern u. Sp., wie Pol. 6, 33, 6. – Im N.T. u. bei K. S. ein kirchliches Amt verwalten, bes. Priester sein. – Übh. dienen, ἡ τρισὶ λειτουργοῦσα πρὸς ἓν τάχος ἀνδράσι Λύδη Gall. 1 (V, 49); vom Dienst beim Hochzeitsschmause, Chares bei Ath. XII, 538 e; auch λειτουργεῖν περὶ τεκνοποιΐαν, Arist. pol. 7, 16.
French (Bailly abrégé)
λειτουργῶ, att. λῃτουργέω-ῶ :
1 exercer à ses frais certaines fonctions publiques ; abs. λ. τῇ πόλει XÉN remplir certaines charges pour le bien de l'État;
2 servir en gén.
Étymologie: λειτουργός.
NT: exercer une charge ; célébrer un culte ; subvenir à
Russian (Dvoretsky)
λειτουργέω: атт. λῃτουργέω
1 (тж. λ. λειτουργίας Arst.) нести общественно-государственные повинности (πολλὰς λειτουργίας λελειτούργηκα ὑπὲρ τῆς πατρίδος Lys.): τὰ λελῃτουργημένα Dem. выполненные общественно-государственные повинности;
2 нести службу, служить (τῇ πόλει Xen., Arst.; ἀνθρώπῳ τινί Arph., NT);
3 совершать богослужение (τῷ κυρίῳ NT).
Greek (Liddell-Scott)
λειτουργέω: περὶ τοῦ ὑποτιθέμενου Ἀττ. τύπου λῃτουργέω ἴδε ἐν λέξ. Δωρ. ἀπαρ. λειτουργὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 2448 IV. 27 καὶ 30· πρκμ. λελειτούργηκα Λυσ. 150. 1, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 155· (λειτουργός)· Ι. ἐν Ἀθήναις, ἐκτελῶ δαπανηρὰς δημοσίας ὑπηρεσίας δι’ ἰδίων μου χρημάτων, Ἀνδοκ. 17. 19, κτλ., Λυσ. 100. 30, Δημ. 833, 26· μετὰ συστοίχ. αἰτ., λ. τὰ προσταττόμενα Ἰσαῖ. 62. 25· δύο λειτουργίας Δημ. 1209 2· λ. ὑπέρ τινος, ἐκτελεῖν τὰ δημόσια ταῦτα καθήκοντα ὑπὲρ ἄλλου, Ἰσαῖ. 46. 11., 62, 39· τὰ λελειτουργημένα, αἱ τελεσθεῖσαι δημόσιαι ὑπηρεσίαι, Δημ. 569, 11· ― ἴδε λειτουργία. ΙΙ. καθόλου, ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα, ὑπηρετῶ τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, τῇ πόλει Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 6· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λ. Ἰσοκρ. 161C· τὸ ταῖς οὐσίαις λειτουργοῦν, ὃ καλοῦμεν εὐπόρους, ὅσοι ὑπηρετοῦσι τὴν πολιτείαν διὰ τῶν περιουσιῶν των, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· λ. τῇ πόλει ταύτην τὴν λειτουργίαν αὐτόθι, Πολύβ. 6. 33, 6. ΙΙΙ. ἔτι γενικώτερον, ὑπηρετῶ κύριον, μετὰ δοτ., οἱ ἑνὶ λειτουργοῦντες τὰ τοιαῦτα δοῦλοι Ἀριστ. Πολ. 3. 5, 4· λ. τρισὶν ἀνδράσιν, ἐπὶ πόρνης, Ἀνθ. Π. 5. 49· ― ἀπολ., ὑπηρετῶ τῇ πολιτείᾳ, πρὸς τεκνοποιΐαν Ἀριστ. Πολ. 2. 16, 16. 2) ἐπιτελῶ θρησκευτικὴν ὑπηρεσίαν, ἱερουργῶ, ἐπὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 2. 22· τῷ Κυρίῳ Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2, κτλ.
English (Strong)
from λειτουργός; to be a public servant, i.e. (by analogy) to perform religious or charitable functions (worship, obey, relieve): minister.
English (Thayer)
participle λειτουργῶν; 1st aorist infinitive λειτουργῆσαι; (from λειτουργός, which see);
1. in Attic, especially the orators, "to serve the state at one's own cost; to assume an office which must be administered at one's own expense; to discharge a public office at one's own cost; to render public service to the state" (cf. Melanchthon in Apology, Confessions, Augustine, p. 270f (Corpus Reformat. edition Bindseil (post Bretschn.) vol. xxvli., p. 623, and F. Francke, Conf. Luth., Part i., p. 271note (Lipsius 1846)); Wolf, Demosthenes, Lept., p. 85ff; Böckh, Athen. Staatshaush. i., p. 480ff; Lübker, Reallex. des class. Alterth. (or Smith, Dict. of Greek and Rom. Antiq.) under the word λειτουργία).
2. universally, to do service, to perform a work; Vulg. ministro (A. V. to minister);
a. of the priests and Levites who were busied with the sacred rites in the tabernacle or the temple (so the Sept. often for שֵׁרֵת; as עָבַד, Philo, vit. Moys. 3:18; cf. ὑμῖν λειτουργουσι καί αὐτοί τήν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καί διδασκάλων (of bishops and deacons), Teaching of the Twelve Apostles, chapter 15 [ET] (cf. Clement of Rome, 1 Corinthians 44,2 [ET] etc.))): λειτουργουν τῷ κυρίῳ, of Christians serving Christ, whether, by prayer, or by instructing others concerning the way of salvation, or in some other way: τίνι ἐν τίνι, Sirach 10:25.
Greek Monotonic
λειτουργέω: μέλ. -ήσω, παρακ. λελειτούργηκα (λειτουργός)·
I. στην Αθήνα, εκτελώ δαπανηρές δημόσιες λειτουργίες, με δικά μου έξοδα, σε Ρήτ.· τὰλελειτουργημένα, οι δημόσιες υπηρεσίες που έχουν τελεσθεί, σε Δημ.
II. γενικά, εκτελώ δημόσια καθήκοντα, υπηρετώ τον λαό και την πολιτεία, τῇ πόλει, σε Ξεν.· λειτουργῶ τοῖς σώμασι, υπηρετώ τον δικό μου εαυτό, σε Δημ.
III. 1. γενικότερα, με δοτ., υπηρετώ κύριο, έχω αφέντη, σε Αριστ.
2. επιτελώ θρησκευτική υπηρεσία, ιερουργώ, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
(ληϊτ-), -ία, -ός See also: s. λαός.
Middle Liddell
λειτουργέω, λειτουργός
I. at Athens, to serve public offices at one's own cost, Oratt.; τὰ λελειτουργημένα the services performed, Dem.
II. generally, to perform public duties, to serve the people or state, τῇ πόλει Xen.; so, λ. τοῖς σώμασι to serve in one's own person, Dem.
III. more generally, to serve a master, c. dat., Arist.
2. to perform religious service, minister, NTest.
Frisk Etymology German
λειτουργέω: {leitourgéō}
Forms: (ληϊτ-), -ία, -ός
See also: s. λαός.
Page 2,101
Chinese
原文音譯:leitourgšw 累特-烏而給哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:人民-行為 相當於: (עָבַד) (שָׁרַת)
字義溯源:作公僕,事奉,事奉神,服事人,供給;源自(λειτουργός)=公僕);由(λαός)*=人民)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
同源字:1) (ἐργάζομαι)去行 2) (λειτουργέω)作公僕 3) (λειτουργία)公眾職責 4) (λειτουργικός)公開的盡職 5) (λειτουργός)公僕
出現次數:總共(3);徒(1);羅(1);來(1)
譯字彙編:
1) 事奉(2) 徒13:2; 來10:11;
2) 供給(1) 羅15:27