ομιλώ
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμιλῶ, ὁμιλέω)
1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο
2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῖν ἑβραϊστί», Ιώσ.)
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)
4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)
νεοελλ.
1. εκφωνώ λόγο («αύριο θα μιλήσει σε συγκέντρωση ο αρχηγός του κόμματος»
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η ομιλουμένη
η λαλούμενη γλώσσα, η καθομιλουμένη
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον («κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός», γνωμ.)
2. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
3. συνάπτω μάχη, συμπλέκομαι, συγκρούομαι
4. σχετίζομαι κοινωνικά ή πολιτικά, συνάπτω σχέσεις («ταῦτα... κακοῖς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», Αισχύλ.)
5. παρακολουθώ τα μαθήματα δασκάλου, είμαι μαθητής
6. έχω ασχοληθεί με κάτι και το γνωρίζω («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», Λουκιαν.)
7. επιτηδεύομαι, ασχολούμαι με κάτι («φιλοσοφία ὁμιλεῖν», Πλάτ.)
8. συνουσιάζομαι
9. υφίσταμαι, αντιμετωπίζω (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», Πίνδ.
β. «πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμιλεῖ», Πίνδ.)
10. προσαρμόζομαι («ὁμιλεῖ ὁ βραχίων τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης πλάγιος», Ιπποκρ.)
11. (για έμπλαστρο) εφάπτομαι τέλεια
12. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο («τοὺς τοῖς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν καλῶς ὁμιλοῦντας», Ισοκρ.)
13. επισκέπτομαι κάποιον τόπο («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», Ηρόδ.)
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) ὡμιλημένος, -η, -ον
αυτός που είναι σε γλωσσική χρήση
15. φρ. α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι
β) «ἐκτὸς ὁμιλεῖ» — παραφρονεί (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < όμιλος].