πατρῷος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον A.Ag.210(lyr.), E.Supp.1147 (lyr.), etc.; Ep. and Ion. πατρώϊος, η, ον, the only form used in Hom., Hes., and Hdt.; the former first in Thgn.888, Pi.P.4.290, though both use the longer form, Thgn. 521, Pi.P.4.220; Thess. πατρούεος (q.v.): (πατήρ):—
A of or from one's father, coming or inherited from him, σκῆπτρον, ἔγχος, Il.2.46, 19.387; τέμενος, δῶμα, οἶκος, 20.391, 21.44, Hes.Op.376; ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός my old hereditary friend, Il.6.215; π. ἑταῖροι Od. 2.254, 17.69; γαῖα πατρωΐη one's fatherland, 13.188, 251; πατρῴα γῆ Thgn.888, Pi.P.4.290, S.El.67, etc.; π. οὖδας A.Ag.503; ἄστυ S.OT1450; δῶμα, ἑστία, κοῖται, E. Or.1595, Hec.22, S.El. 194 (lyr.); πατρώϊα one's father's goods, patrimony, Od. 17.80, 20.336, 22.61; τὰ π. Hdt.9.26, Ar.Th.819, Lys. 27.11, v.l. in Arist.Pol. 1303b34; τὰ π. χρήματα Ar.Av.1658; θρόνος A.Pr.230, cf. S.El.268, etc.; δοῦλοι π. Hdt.2.1; γέρεα Id.7.104; θυσίαι D.Ep.3.30 codd.; ἀρχή X.An.1.7.6; π. δόξα hereditary glory, Id.HG7.5.16 (but πατρῴα καὶ παππῴα δόξα of our fathers and grandfathers, D.10.73); π. οἰκία, κλῆρος, And.1.62, Pl.Chrm. 157e, Lg. 923d, etc.; οὐσία Anaxandr.45; ἡ εἰρήνη ἡ π. IG42(1).68.13 (Epid., iv B. C.); ἔχων π. ἡμῶν ὑποθήκην Sammelb. 7339.6 (i A. D.); π. θεοί tutelary gods of a family or people, as Apollo at Athens, S.Ph.933, cf. Pl.Euthd. 302d, Arist.Ath.55.3, Sammelb.6262.5 (iii A. D.); Zeus among the Dorians, A.Fr. 162.3; πρὸς θεῶν π. καὶ μητρῴων X.HG 2.4.21, cf. Th.7.69: sg., Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); Zeus was the θεὸς π. of Heracles, S.Tr.288, 753; of Orestes, E.El.671; Ζεὺς π. was also the god who protects parents' rights, Ar.Nu. 1468, Pl. Lg.881d, etc.
II = πάτριος, of or belonging to one's father, μῆλα Od.12.136; π. πρὸς στάθμαν Pi.P.6.45; π. ἄεθλοι imposed by him, ib.4.220; but π. ἆθλος of him, S.Ant.856 (lyr.); π. γνώμη ib.640; π. φόνοι, πήματα, Id.OC990, 1196; π. χέρες A.Ag.210 (lyr.), etc.; τὰ πατρώϊα the cause of one's father, opp. τὰ μητρώϊα, Hdt.3.53.—Gramm. distinguished πατρῷος, as expressing patrimonial possession, from πάτριος as expressing hereditary manners, customs, institutions; v. Ammon. Diff. s. v., AB297, Suid., etc.—The distinction holds in Att. Prose; but Hom. and Hdt. use πατρώϊος only, and in all these senses; so also Trag. (πάτριος should be restored in all passages in Trag. where the 2nd syllable is made short in anap. and lyr., E.Hec.82, Tr.162, Ba. 1368, El. 1315, Alc.249; but γῆς ἀπὸ πατρωΐης ends a pentameter in IG12.978.)
French (Bailly abrégé)
ῴα, poét. ῷος, ῷον;
I. du père, paternel :
1 provenant du père, appartenant au père, hérité du père ; abs. τὰ πατρῷα (πατρώϊα) bien paternel, hérité du père ; πατρῴα δόξα DÉM gloire paternelle;
2 qui concerne le père : πατρῷος ἆθλος SOPH la lutte du père ; πατρῷα πήματα SOPH les douleurs de la maison paternelle ; πατρῷοι φόνοι SOPH meurtre consommé sur le père ; πατρῷος ξεῖνος OD hôte du père, avec qui le père était lié;
II. des pères, des ancêtres : γαῖα πατρῴα OD, γῆ πατρῴα SOPH la terre des ancêtres, la patrie ; θεοὶ πατρῷοι les dieux des ancêtres, de la famille, de la race, du pays ; πατρῴα δόξα XÉN la gloire des ancêtres.
Étymologie: πατήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρῷος -ῷον en -ῷος -ῴα -ῶον ep. Ion. πατρώιος -ωίη –ώιον [πατήρ] van de vader:; μῆλα... πατρώια de schapen van hun vader Od. 12.136; φόνους πατρῴους moord op zijn vader Soph. El. 779; subst.:; τὰ πατρώια belangen van de vader Hdt. 3.53.4; beschermer van vader, epithet van Zeus. voorvaderlijk, geërfd:; σκῆπτρον πατρώιον voorvaderlijke scepter Il. 2.46; γαῖα πατρωΐη vaderland Od. 13.188; δύο δ’ αἰὲν ἔχον πατρώϊα ἔργα en twee hielden zich steeds bezig met de familielanderijen Od. 2.22; πατρῴα δόξα roem der voorvaderen Xen. Hell. 7.5.16; subst. πατρώϊα erfdeel.
German (Pape)
attisch auch 2 Endg., poet. und ion. πατρώϊος, väterlich, vom Vater herrührend, vom Vater ererbt, überkommen (Ammon. unterscheidet πατρῷα τὰ ἐκ πατέρων εἰς υἱοὺς χωροῦντα, πατρικοὶ δὲ ἢ φίλοι ἢ ξένοι, πάτρια δὲ τὰ τῆς πόλεως ἔθη; vgl. B.A. 297 und Hermann ad Eur. Med. p. 362), bes. von Gütern und Besitztum, σκῆπτρον, τέμενος, ἔγχος, Il. 2.46, 19.387, 90.391, ὅ τοι γενεῇ πατρώϊόν ἐστιν, Od. 1.387, öfter, immer in der gedehnten Form, auch im fem, εὕδων ἐν γαίῃ πατρωίῃ, Od. 13.188; πατρώϊον οἶκον, Hes. O. 374, ἀέθλων πατρωΐων, Pind. P. 4.220, γαῖαν πατρωΐαν, Ol. 7.75, und öfter, auch πατρῴων οἴκων, N. 9.14, πατρῴας γᾰς, P. 4.290, und so öfter, bes. im fem. Auch dieTragg. haben beide Formen, obwohl die kürzere vorherrscht, πατρωΐους δύας, πατρόϊον μόρον, Aesch. Ch. 437; τὸν πατρῷον ἐς θρόνον καθέζετο, Prom. 228, und öfter in ähnlichen Verbindungen, aber auch μιαίνων παρθενοσφάγοισιν ῥεέθροις πατρῴους χέρας, Ag. 203. seine väterlichen Hände; Soph. κτῆσις, El. 1282, θρόνοι, 260, δόμος und ä., auch οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας, 1492; πατρῴων ὁρκίων μεανημένος, des vom Vater abgenommenen Eides, Trach. 1213, γνώμης πατρῴας πάντ' ὄπισθεν ἑστάναι, Ant. 640, aber φόνοι πατρῷοι ist der am Vater verübte Mord, O.C. 994, El. 769, πατρῷ' ὁρῶσα πήματα, das Leid des Vaters, 250. In καθηρέθη παρῷος Οἰχαλία, Soph. Trach. 478, ist das vom Vater besessene, regierte Öch. bezeichnet, vgl. πατρῷον ἄστυ γῆς ἔχει O.R. 1450; Ant. 928; und so ὦ πατρῴα γῆ θεοί τ' ἐγχώριοι, El. 67, und öfter; vgl. ποῦ γῆς; πατρῴας εἴτε βαρβάρου, Trach. 235; auch Zeus heißt in Beziehung auf Herakles πατρῷος, 287, 750; allgemeiner ὦ θεοὶ πατρῷοι, El. 403, Phil. 921, die von den Vätern überkommen sind, die alten Götter des Geschlechtes; vgl. Ar. Vesp. 388; ἔστι σοι Ζεὺς πατρῷος; Plat. Euthyd. 302b; Xen. Hell. 2.4.21, Cyr. 1.6.1 und Sp., wie Plut. Alc. 2; εἴ τι κήδει τῶν πατρῴων ἀλφίτων, Ar. Nub. 106; in Prosa: οἰκία, Plat. Charm. 157e; κλῆρος, Legg. XI.923d; aber auch ἤθη, IX.855a; ἀρχή, οἰκία, χώρα, Xen. An. 1.7.6, 3.1.11, 7.2.34; στρατηγήματα, Mem. 3.5.22; πατρῴα δόξα, Hell. 7.5.16; τὰ πατρῷα, das väterliche Erbe, oft bei den Rednern, Arist. Pol. 5.4 und Sp. – Ἡμῖν πατρώϊόν ἐστι, Her. 9.27, vgl. πάτριος und πατρικός.
[Die mittlere Silbe findet sich bei att. Dichtern zuweilen kurz gebraucht, vgl. Eur. Hec. 78, Troad. 164, Bacch. 1367, El. 1315, in Anapästen, und Alc. 259, im Choriambus.]
Russian (Dvoretsky)
πατρῷος: эп. πατρώϊος 3 и 2 отцовский, отчий (σκῆπτρον Hom.; χρήματα Arph.; δῶμα Soph.; ἔθη NT): τὰ πατρῷα Lys. отцовское наследство; ἡ ἀρχὴ ἡ πατρῴα Xen. владения отцов; γαία πατρωΐη Hom. отечество, родина; οἱ θεοὶ πατρῷοι Soph. родовые, семейные или отечественные (национальные) боги; γνώμη πατρῴα Soph. отцовская воля; πατρῷοι φόνοι Soph. отцеубийство; πατρῷα ὅρκια Soph. данные отцу клятвы; π. ξεῖνος Hom. отцовский, т. е. старинный друг; πατρῴα δόξα Xen. слава отцов.
English (Strong)
from πατήρ; paternal, i.e. hereditary: of fathers.
Greek Monolingual
-α, -ο / πατρῷος, -α, -ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, -η, -ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῖος και πατρούεος, -ον, ΝΜΑ
ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον πατέρα κάποιου, πάτριος («πατρῷος, ἆθλος», Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πατρώια» — τα πατρικά αγαθά, η πατρική κληρονομιά, τα πατρικά («πατρῷος κλῆρος», Πλάτ.)
3. φρ. α) «πατρῷοι θεοί» — οι προστάτες θεοί μιας οικογένειας, ενός λαού, μιας πόλης, όπως ο Απόλλων στην αρχ. Αθήνα ή ο Ζευς στους Δωριείς
β) «Ζεὺς πατρῷος» — ο Ζευς ως προστάτης τών οικογενειακῶν δικαίων ή του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρως, πάτρωος + κατάλ. -ιος (πρβλ. μητρῷος < μήτρως). Το επίθ. πατρῷος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πατρικά αγαθά, την κληρονομιά που προέρχεται από τον πατέρα και διακρίνεται, ήδη από την εποχή του Ομήρου, από το πάτριος, το οποίο αναφέρεται κυρίως σε παραδόσεις, νόμους και έθιμα].
Greek Monotonic
πατρῷος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. πατρώϊος, -η, -ον (πατήρ)·
I. αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον πατέρα κάποιου, προερχόμενος ή κληρονομημένος από αυτόν, Λατ. paternus, σε Όμηρ. κ.λπ.· ξεῖνος πατρώϊος, παλιός πατρικός φίλος, σε Ομήρ. Ιλ.· γαῖα πατρωΐη, η πατρίδα κάποιου, στον ίδ.· πατρώϊα, η πατρική κληρονομιά κάποιου, στον ίδ. κ.λπ.· πατρῷα δόξα, κληρονομική δόξα, σε Ξεν.· Ζεὺςπατρῷος, επίσης ο θεός που προστατεύει τα πατρικά δικαιώματα, σε Αριστοφ.
II. όπως το πάτριος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον πατέρα κάποιου, σε Πίνδ., Σοφ.· τὰ πατρώϊα, τα δικαιώματα του πατέρα, αντίθ. προς τα μητρώια, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πατρῷος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 210, Εὐρ., κτλ., Ἐπικ. καὶ Ἰων. πατρώιος, -η, -ον, ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος παρ’ Ὁμ., Ἡσ., καὶ Ἡρόδ.· ὁ πρῶτος ἢ Ἀττ. τύπος ἀπατᾷ πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι καὶ Πινδ., ὅστις ἔχει καὶ πατρώιος, α, ον· (πατήρ)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα, ὁ ἐκ τοῦ πατρός τινος, ὁ προελθὼν ἢ κληρονομηθεὶς ἐξ αὐτοῦ, Λατ. paternus, σκῆπτρον, ἔγχος Ἰλ. Β. 46, Τ. 387· τέμενος, δῶμα, οἶκος, Υ. 391, Φ. 44, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 374. μῆλα Ὀδ. Μ. 136· ξεῖνος πατρώιος ἐσσὶ παλαιός, παλαιὸς πατρικὸς φίλος, Ἰλ. Ζ. 215· π. ἑταῖρος, Ὀδ. Β. 254, Ρ, 69· γαῖα πατρωίη, ἡ πατρίς τινος, ὡς τὸ πάτρα, πατρίς, Ν. 188, 251· πατρώια, τὰ πατρικὰ ἀγαθά τινος, ἡ πατρικὴ κληρονομία, Ρ. 80, Υ. 336, Χ. 61· τὰ π. Ἡρόδ. 9. 26, Ἀριστοφ. Θεσμ. 819· τὰ π. χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1658· - οὕτω καὶ ὕστερον πατρῴα γῆ Πινδ. Π. 4. 516, Σοφ. Ἠλ. 67, κτλ.· π. οὖδας Αἰσχύλ. Ἀγ. 503· ἄστυ Σοφ. Ο. Τ. 1450· θρόνος, δῶμα, ἑστία, κοίτη, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 228, Σοφ. Ἠλ. 268, κτλ.· δοῦλοι π. Ἡρόδ. 2. 1. γέρεα ὁ αὐτ. 7. 104· θυσίαι Δημ. 1481. 26· ἀρχὴ Ξεν. Ἀν. 1. 7, 6· π. δόξα, κληρονικὴ δόξα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 16 (ἀλλά, πατρῴα καὶ παππῴα δόξα, ἀνήκουσα εἰς τοὺς πατέρας καὶ τοὺς πάππους ἡμῶν, Δημ. 150 26)· π. οἰκία, κλῆρος Ἀνδοκίδ. 9. 10, Πλάτ. Χαρμ. 157Ε, Νόμ. 923D, κτλ.· οὐσίαι Ἀναξανδρ. ἐν «Τηρ.» 1· τὰ πατρῷα, ἡ πατρική τινος περιουσία (ἴδε ἐν λέξ. πάτριος), Λυσ. 178, 37, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4· - π. θεοί, προστάται θεοὶ οἰκογενείας ἢ λαοῦ, ὡς ὁ Ἀπόλλων ἐν Ἀθήναις, Σοφ. Φιλ. 933, Πλάτ. Εὐθύδημ. 302D, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 343, 374· ὁ Ζεὺς παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, Πλάτ. Νόμ. 391Ε· ἀλλὰ καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 1468, πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 1. 769, 1206, 1238· πρὸς θεῶν π. καὶ μητρῴων Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 21, πρβλ. Θουκ. 7. 69 οὕτως ὁ Ζεὺς ἦτο ἰδίως Θεὸς π. τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 288, 752· τοῦ Ὀρέστου, Εὐρ. Ἠλ. 671· Ζεὺς π. ἦτο ὡσαύτως ὁ θεὸς ὁ προστάτης τῶν δικαιωμάτων τῶν πατέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 1468, Πλάτ., κλ. ΙΙ. ὡς τὸ πάτριος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, π. πρὸς στάθμαν Πινδ. Π. 6. 45· π. ἄεθλοι, ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιβεβλημένοι, αὐτόθι 4. 392· ἀλλά, π. ἆθλος, ἐκ τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀντ. 856· π. γνώμη αὐτόθι 640· π. φόνοι, πήματα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 990, 1196· π. χέρες Αἰσχύλ. Ἀγ. 210, κτλ.· τὰ πατρώια, τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μητρώια, Ἡρόδ. 3. 53. ― Οἱ παλαιοὶ διέκρινον τὸ πατρῷος ὡς σημαῖνον κυρίως κληρονομικὴν κτῆσιν, πατρικὴν περιουσίαν ἀπὸ τοῦ πάτριος ὡς σημαίνοντος κληρονομικοὺς τρόπους, ἕξεις, συνηθείας ἴδε Ἀμμώνιον ἐν λ., Α. Β. 297, Σουΐδ., κλ. Ἡ διάκρισις εἶναι κατὰ μέγα μέρος ὀρθὴ παρ’ Ἀττικ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῶνται μόνῳ τῷ τύπῳ πατρώιος καὶ ἐπὶ πασῶν τούτων τῶν σημασιῶν, οἱ δὲ Ἀττ. ποιηταὶ συχνάκις ἕπονται αὐτοῖς. [Ἡ β΄συλλαβὴ συστέλλεται ἐν ἀναπαίστοις στίχοις ἐν Εὐρ. Ἑκάβ. 82, Τρῳ. 164, Βάκχ. 1367, καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ἠλ. 1315· ὡσαύτως ἐν χοριάμβῳ, Ἄλκ. 249· ἀλλ’ ὁ Πόρσων προτιμᾷ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ πάτριος]. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ´, σ. 151.
Middle Liddell
πατρῷος, η, ον πατήρ
I. of or from one's father, coming or inherited from him, Lat. paternus, Hom., etc.; ξεῖνος πατρώιος my hereditary friend, Il.; γαῖα πατρωίη one's fatherland, Il.; πατρώια one's patrimony, Il., etc.; π. δόξα hereditary glory, Xen.; Ζεὺς π. also the god who protects a parent's rights, Ar.
II. like πάτριος, of or belonging to one's father, Pind., Soph.; τὰ πατρώια the cause of one's father, Opp. to τὰ μητρώια, Hdt.
Chinese
原文音譯:patrùoj 爬特羅哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:父親(的)
字義溯源:父親的,祖宗的,承繼的,父系的;源自(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 祖宗的(3) 徒22:3; 徒24:14; 徒28:17
English (Woodhouse)
ancestral, of a father, of one's fathers, of one's native land
Lexicon Thucydideum
Translations
hereditary
Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: 遺傳的, 遗传的, 遺留的, 遗留的; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: erfelijk; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: erblich; Greek: κληρονομικός; Ancient Greek: ἐγγενικός, κατὰ γένος, κληρονομικός, παραδόσιμος, παραδόχιμος, πατρικός, πάτριος, πατρῷος, συγγενικός; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: ereditario; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: hereditário; Romanian: ereditar; Russian: наследственный; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: heredado, hereditario; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol