πολέμιος

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Supp.1192, Ar.Av.344 (lyr.):—
A of war or belonging to war, κάματοι Pi.P.2.19; ὅπλα Expl.Arch. de Délos11.140; τὰ πολέμια = war and its business, Hdt.5.78, Th.4.80 (s.v.l.), etc.; παρασκευάζεσθαι τὰ πολέμια Id.1.18.
II more freq. of an enemy or like an enemy, hostile, ἄνδρες Pi. P.1.80; χείρ Id.N.4.55; χθών A.Th.588; δόρυ ib.216, etc.; ἄνδρα πολέμιον ἐχθρόν τε S.Ph.1302; πολέμιον δυσμενῆ τε ib.1323; πολέμιος τινί hostile to one, Hdt.1.4, E.Hec.1138; πολέμιον πῦρ νεύροις Hp.Art.11.
b freq. as substantive, enemy, Hdt.1.87, Pi.P.1.15, etc.; οἱ πολέμιοι = the enemy, Th.1.84, 2.43, etc.
c τὸ φύσει πολέμιον = natural hostility, Id.4.60; τὸ πολέμιον τῶν Ἀθηναίων towards them, Id.5.11.
2 generally, opposed, adverse, δύο… ἐόντα πολεμιώτατα Hdt. 7.47; δύο… ἔτι πολεμιώτερα (sc. γῆ καὶ θάλασσα) ib.49; τὸ ἔλαιον ταῖς θριξὶ πολεμιώτατον ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων most hurtful, Pl.Prt.334b; πολεμία ἡ ὀσμὴ τοῖς ὄφεσιν Arist.HA612a29.
III of the enemy or from the enemy, φόβος A.Th.270; φρυκτοί Th.2.94; φίλια καὶ πολέμια ναυάγια Lys.2.38; τριήρεις IG22.29.15; πολέμια, τά, = enemy's wares, contraband, Ar.Ach. 912; ἡ πολέμιος (sc. γῆ, χώρα) the enemy's country, X.Cyr.3.3.16, etc., cf. S.Aj.819.
IV Adv. πολεμίως = in hostile manner, φιλίως, οὐ πολεμίως Th.3.65, cf. 66, etc.; πολεμίως ἔχειν τινί X.Cyn.7.11: Sup. πολεμιώτατα, διακείμενος SIG741.19 (Epist. Mithrid., i B.C.).—πολέμιος is older than πολεμικός, being always used by Pi. and Trag., and mostly by Hdt. and Th.; in X. and later writers, πολέμιος is mostly used in the sense of hostile, πολεμικός in that of warlike, skilled in war.

German (Pape)

[Seite 654] auch 2 Endgn, den Krieg betreffend, kriegerisch, bes. feindlich; Pind. κάματοι, P. 2, 19, ἄνδρες, 1, 80; feindlich, πολεμίᾳ χερί, N. 4, 55; τινός, P. 1, 15; δόρυ, Aesch. Spt. 398; πολεμίας ἐπ' ἀσπίδος, 541; auch χθών, Feindesland, 570; οἱ πολέμιοι, die Feinde, 259; ἄνδρα πολέμιον ἐχθρόν τε, Soph. Phil. 1286; ἐν γῇ πολεμίᾳ, Ai. 806; Teuker nennt sich τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου νόθον, den Sohn des Krieges, der kriegserbeuteten Sklavinn, 992; ἔργα, alles zum Kriege Gehörige, Kriegswesen, Kriegskunst, Her. 3, 4. 5, 78. 111; entgegengesetzt, widerstreitend, 7, 47. 48; u. so auch sonst von Sachen, τὸ ἔλαιον ταῖς θριξὶν πολεμιώτατον, Plat. Prot. 334 b. – Als subst. der Feind, Her. 1, 78. 79; feindselig, εἰ πολέμιος ὥσπερ λύκος ἐπὶ ποίμνην τις ἴοι, Plat. Rep. III, 415 e; τὸν πολέμιον καὶ ἐναντιωσόμενον, Soph. 252 c; κόποι καὶ ὕπνοι μαθήμασι πολέμιοι, Rep. VII, 537 b (u. so gew. c. dat., einzeln auch c. gen., wie τῆς ἑαυτῶν πολεμίας χώρας, Xen. An. 4, 7, 19); Gegensatz φίλιος, Conv. 221 b; Xen. u. Folgde; bes. ἡ πολεμία, sc. γῆ, Feindesland, Xen. An. 4, 7, 20 u. öfter, wie Pol. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. de guerre, qui concerne la guerre : τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου SOPH celui né d'une lance de guerre, càd de la captive enlevée à l'ennemi avec la lance de guerre ; τὰ πολέμια les travaux ou l'art de la guerre;
II. ennemi de guerre ; οἱ πολέμιοι ou collectiv. au sg.πολέμιος les ennemis, l'ennemi ; ἡ πολεμία (γῆ) le territoire ennemi ; p. suite
1 qui concerne l'ennemi : φρυκτοὶ πολέμιοι THC broussailles allumées pour annoncer l'arrivée de l'ennemi;
2 qui vient de l'ennemi ; τὰ πολέμια, marchandises provenant de pays ennemi;
III. p. ext. ennemi en gén. : τινι ou τινος de qqn ou de qch.
Étymologie: πόλεμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολέμιος -α -ον [πόλεμος] ook f. -ος oorlogs-; subst. τὰ πολέμια krijgszaken. Thuc. 1.18.3. vijandig (aan); met dat..; σφίσι εἶναι πολέμιον dat (Griekenland) hun vijand was Hdt. 1.4.4; subst. (ὁ) πολέμιος de vijand:, θεῶν πολέμιος vijand van de goden Pind. P. 1.15, collect..; Thuc. 4.10.3; subst. τὸ πολέμιον vijandschap:; κατὰ τὸ πολέμιον τῶν Ἀθηναίων wegens de vijandschap met Athene Thuc. 5.11.1; uitbr. onvoordelig, schadelijk:. ὁρῶν τοι δύο τὰ μέγιστα πάντων ἐόντα πολεμιώτατα omdat ik zie dat de twee zaken die het belangrijkst zijn van alles voor u het onvoordeligst zijn Hdt. 7.47.2; τὸ ἔλαιον... ταῖς θριξὶν πολεμιώτατον ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων olijfolie is zeer schadelijk voor de haren van de andere levende wezens Plat. Prot. 334b. vijandelijk, van de vijand, voor de vijand:; πολέμιον δόρυ het vijandelijke leger Aeschl. Sept. 216; ἐπίφερε πολέμιον ὁρμάν doe een vijandelijke aanval Aristoph. Av. 344; πολέμιον φόβον angst voor de vijand Aeschl. Sept. 270; subst. ἡ πολεμία vijandelijk gebied. Xen. Cyr. 3.3.16.

Russian (Dvoretsky)

πολέμιος:
I 3, редко
1 военный, боевой (κάματοι Pind.);
2 вражеский, неприятельский (χθών, δόρυ Aesch.; ναυάγια Lys.): φόβος π. Aesch. страх перед врагами; φρυκτοὶ πολέμιοι Thuc. сигнальные костры (предупреждающие о появлении неприятеля); ὁ ἐκ δορὸς πολεμίου γεγώς Soph. рожденный вражеским копьем, т. е. сын пленницы;
3 враждебный, неприязненный (γῆ καὶ θάλασσα Her.): δύο ἐόντα πολεμιώτατα Her. два опаснейших врага;
4 вредный (ταῖς θριξὶ π. Plat.).
II ὁ (преимущ. pl.) враг, неприятель, противник Pind., Her., Thuc. etc.

English (Slater)

πολέμιος
 &nbspnbsp; a enemy πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων (P. 1.80) pro subs., θεῶν πολέμιος, Τυφὼς (P. 1.15)
   b of things, of war πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων (P. 2.19) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (N. 4.55) ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν (Pae. 2.30)

Greek Monolingual

-α, -ο / πολέμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α πόλεμος
1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό, εχθρικός («ἐν γῇ πολεμίᾳ», Σοφ.)
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που αντιτίθεται, ο αντίπαλος
4. το αρσ. ως ουσ. ο πολέμιος
ο εχθρός (α. «να νικώνται εις τους κάμπους μας τών πολεμίων μας τ' άρματα», Κάλβ.
β. «τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι», Ηρόδ.)
Į

Greek Monotonic

πολέμιος: -α, -ον και -ος, -ον·
I. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στον πόλεμο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ πολέμια, οτιδήποτε ανήκει στον πόλεμο, ο πόλεμος και τα σχετικά με αυτόν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. 1. αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον εχθρό, ο εχθρικός, σε Πίνδ., Τραγ. κ.λπ.· πολέμιός τινι, ο εχθρικός προς κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως ουσ., εχθρός, σε Θουκ.· τὸ πολέμιον, η εχθρότητα, στον ίδ.
2. γενικά, αντίθετος, ενάντιος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
III. αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον εχθρό, σε Αισχύλ., Θουκ.· πολέμια, τά, τα παράνομα λάφυρα του εχθρού, λαθρεμπορεύματα, σε Αριστοφ.· ἡ πολεμία (ενν. γῆ, χώρα), η χώρα του εχθρού, σε Ξεν.
IV.επίρρ. -ίως, με εχθρικό τρόπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολέμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἱκέτ. 1191· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, κάματοι Πινδ. Π. 2. 37· δόρυ Αἰσχύλ. Θήβ. 216. 416, κτλ.· ― τὰ πολέμια, πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς τὸν πόλεμον, ὁ πόλεμος καὶ τὰ κατ’ αὐτόν, Ἡρόδ. 5. 78, Θουκ. 4. 80, κτλ.· τὰ π. ἄλκιμος Ἡρόδ. 3. 4· παρασκευάζεσθαι τὰ π. Θουκ. 1. 18. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐχθρόν, ἐχθρικός, Πινδ. Π. 1. 156, Ν. 4. 90, Τραγ., Θουκ., κτλ.· γῆ καὶ θάλασσα Ἡρόδ. 7. 49· χθὼν Αἰσχύλ. Θήβ. 588· δόρυ αὐτόθι 216, κτλ.· ἄνδρα π. ἐχθρόν τε Σοφ. Φιλ. 1302· π. δυσμενῆ τε αὐτόθι 1323· ― π. τινι Ἡρόδ. 1. 4, Εὐρ. Ἑκάβ. 1138· π. νεύροισι πῦρ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· ἀλλ’ ὡσαύτως, β) ὡς οὐσιαστ., ἐχθρός, Ἡρόδ. 1. 78, Πινδ. Π. 1. 30, καὶ Ἀττ.· οἱ π. οἱ ἐν πολέμῳ ἐχθροί, τὰς τῶν πολεμίων παρασκευὰς Θουκ. 1. 84., 2. 43, κτλ. γ) τὸ π., ἡ ἔχθρα, ἐχθρότης, Θουκ. 4. 60· τῶν Ἀθηναίων, πρὸς τοὺς Ἀθ., ὁ αὐτ. 5. 11. 2) καθόλου, ἀντικείμενος, ἐναντίος, δύο… ἐόντα πολεμιώτατα Ἡρόδ. 7. 47· τὸ ἔλαιον ταῖς θριξὶ πολεμιώτατον ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιβλαβέστατον εἰς τὰς τρίχας τῶν ἄλλων ζῴων κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πολεμία ἡ ὀσμὴ τοῖς ὄφεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 7. ΙΙΙ. ὁ ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἢ τῶν ἐχθρῶν, φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 270· φρυκτοὶ Θουκ. 2. 94· ναυάγια Λυσ. 194. 17· πολέμια, τά, ἐχθρικαὶ ἀποσκευαί, ἀπηγορευμένον ἐμπόρευμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 912· ― ἡ πολεμία (δηλ. γῆ, χώρα), ἡ τῶν ἐχθρῶν χώρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 16, κτλ.· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 819. IV. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον πολέμιον, φιλίως οὐ π. Θουκ. 3. 65, πρβλ. 66, κτλ.· π. ἔχειν τινὶ Ξεν. Κυν. 7, 11. ― τὸ πολέμιος εἶναι καθόλου παλαιότερον τοῦ πολεμικός, καὶ εἶναι ἀείποτε ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς τραγ., καὶ τὸ πλεῖστον παρὰ Θουκ.· παρὰ δὲ Ξεν. καὶ τοῖς μετέπειτα τὸ πολέμιος εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐχθρικός, τὸ δὲ πολεμικὸς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπιτήδειος, ἄξιος εἰς τὸν πόλεμον. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 301.

Middle Liddell

πολέμιος, η, ον πόλεμος
I. of or belonging to war, Pind., Aesch., etc.: —τὰ πολέμια whatever belongs to war, war and its business, Hdt., Thuc., etc.
II. of or like an enemy, hostile, Pind., Trag., etc.: —π. τινι hostile to one, Hdt., etc.:—as substantive an enemy, Hdt., Attic; οἱ π. the enemy, Thuc.: —τὸ π. hostility, Thuc.
2. generally, opposed, adverse, Hdt., Plat.
III. of or from the enemy, Aesch., Thuc.; πολέμια, ων, τά, enemy's wares, contraband, Ar.: —ἡ πολεμία (sc. γῆ, χώρἀ, the enemy's country, Xen.
IV. adv. -ίως, in hostile manner, Thuc.

English (Woodhouse)

hostile, connected with war

Lexicon Thucydideum

hostis, enemy
a)
SING. 1.41.3, 2.29.1. 2.39.3, 2.41.3. 2.95.2. 3.30.2, 3.47.2, 3.56.2, 4.10.3. 4.79.2. 4.82.1, 4.128.5. 5.9.5, 5.42.1. 5.83.4. 6.78.1, 6.92.5. 8.9.3, 8.28.2. 8.50.2,
b)
PLUR. 1.26.5, 1.33.2. 1.35.5. 1.40.3, 1.53.2. 1.53.21.62.3. 1.84.3. 1.93.6. 1.102.4, 2.13.1. 2.13.7. 2.24.1. 2.39.1. 2.43.1. 2.43.12.64.2. 2.65.12. 2.67.4. 2.81.1. 2.89.8. 2.93.3. 2.94.1, 2.101.4, 2.102.2. 3.13.2. 3.20.1. 3.20.3. 3.22.1. 3.22.3. 3.8.1. 3.24.1. 3.30.4. 3.32.2. 3.32.23.39.2. 3.39.23.7.1. 3.8.1. 3.40.3, 3.40.33.8.1. 3.46.3. 3.48.2. 3.54.2. 3.55.1. 3.65.2. 3.77.2. 3.79.1. 3.81.2. 3.94.3, 4.11.4. 4.29.3. 4.32.3. 4.32.4. 4.34.3. 4.61.2, 4.63.1. 4.64.2. 4.68.2. 4.69.3. 4.78.4. 4.83.5. 4.92.1. 4.97.1. 4.125.4. 4.126.4. 5.9.8. 5.10.2. 5.10.4. 5.23.1. 5.23.2. 5.26.2. 5.35.3, 5.47.3. 5.47.4. 5.56.2. 5.65.6. 5.72.1. 5.74.2, 5.77.2. 5.94.1, 5.98.1. 5.106.1. 5.112.3, 6.10.1. 6.15.4, 6.17.7. 6.23.2. 6.31.4. 6.38.3. 6.61.5. 6.66.2. 6.68.3. 6.68.4. 6.71.1. 6.79.2, 6.80.3. 6.82.2, 6.84.3. 6.89.6. 6.91.6. 6.92.3. 6.92.36.96.1. 7.8.1. 7.12.4. 7.13.2. 7.14.2. 7.14.3. 7.15.2. 7.25.9. 7.29.1. 7.32.1. 7.44.4. 7.44.5. 7.6.1. 7.48.1. 7.48.2. 7.4.1. 7.49.2. 7.49.27.53.1. 7.57.9. 7.57.97.61.1. 7.64.1. 7.72.3. 7.77.3. 7.77.7. 7.80.1. 7.80.3. 7.81.4. 7.84.3. 8.1.2. 8.1.28.18.3. 8.18.38.48.1. 8.51.1. 8.51.2. 8.3.1. 8.69.1. 8.75.1. 8.75.2, 8.75.3. 8.76.4. 8.76.6. 8.81.2. 8.82.1. 8.82.2. 8.86.3. 8.86.4. 8.7.1. 8.89.1. 8.90.3. 8.91.3. 8.92.1. 8.92.8. 8.93.2. 8.94.3. 8.95.4. 8.96.3. 8.102.1. 8.106.2.
hostilis, of an enemy, 1.51.5, 1.100.3, 1.113.1, 2.85.5, 2.94.1,
item likewise 3.22.7. 3.47.4, 3.71.1, 3.94.2, 3.114.3, 4.7.1, 4.8.8, 4.12.3, 4.60.1, 4.92.1, 5.23.1, 5.23.2. 5.47.3. 5.47.35.51.2. 5.74.2, 6.23.2, 6.37.2, 6.62.3, 6.62.5, 7.36.6, 7.40.5, 7.44.4, 7.62.4, 7.63.1, 8.11.1, 8.27.2, 8.103.2,
inimicus, enemy, 3.84.2, 8.96.4,
hostilis ager, enemy territory, 1.142.3. 2.11.5. 3.58.5. 5.64.4, 7.75.4. 7.80.3, 8.27.4. 8.102.1,
inimicitia, hostility, 3.56.3, 5.11.1,
in Athenienses, against the Athenians.
res bellicae, affairs of war, 1.18.3, 4.80.3, 4.126.2, 6.80.1,
COMP. 6.92.3,
SUP. 3.39.2, 6.92.2. 7.68.1, 7.70.8, 7.86.3.

Translations

adversary

Arabic: خَصْم‎, مُقَاوِم‎; Armenian: ախոյան; Azerbaijani: rəqib; Belarusian: супраці́ўнік, супраці́ўніца, праці́ўнік, праці́ўніца, сапернік, саперніца; Bulgarian: противник, противница, противничка, неприятел, неприятелка, съперник, съперница, съперничка; Catalan: adversari, adversària; Chinese Mandarin: 敵手, 敌手, 對手, 对手; Czech: protivník, protivnice; Danish: modstander; Dutch: tegenstander, tegenstandster; Finnish: vastustaja, vastapuoli, vihollinen; French: adversaire, ennemi, ennemie; Galician: adversario, adversaria; German: Gegner, Gegnerin, Widersacher, Widersacherin, Gegenspieler, Gegenspielerin, Kontrahent, Kontrahentin; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐍃𐍄𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Greek: αντίπαλος; Ancient Greek: ἀνταγωνιστής, ἀντηρέτης, ἀντίδικος, ἀντίζηλος, ἀντίπαλος, ἀντιπόλεμος, ἀντίφρων, διαπολιτευτής, διάφορος, ἐνστάτης, παλαιστής, παράμιλλος, πολέμιος, Σατάν, Σατᾶν, σατανᾶς, Σατανᾶς; Hebrew: יָרִיב‎, אוֹיֵב‎; Hindi: प्रतियोगी; Hungarian: ellenfél; Icelandic: andstæðingur, óvinur; Italian: avversario, avversaria; Japanese: 敵, 相手, アドバーサリー, 敵対者; Kashubian: warg; Kazakh: қарсылас; Korean: 적대자(敵對者), 애드버서리, 경쟁자(競爭者); Kyrgyz: теңтайлашуучу; Latin: adversarius, adversaria; Malayalam: എതിരാളി, പ്രതിയോഗി; Norman: advèrsaithe; Norwegian Bokmål: motstander, opponent; Nynorsk: motstandar, opponent; Persian: همیستار‎, هماورد‎, رقیب‎; Plautdietsch: Jäajna; Polish: przeciwnik, przeciwniczka, oponent, oponentka, adwersarz, adwersarka; Portuguese: adversário, adversária; Romanian: adversar, adversară; Russian: соперник, соперница, противник, противница, неприятель, неприятельница; Sanskrit: विपक्ष; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀тӣвнӣк, про̀тӣвница; Roman: pròtīvnīk, pròtīvnica; Slovak: odporca, protivník, protivníčka; Slovene: nasprotnik, nasprotnica; Spanish: adversario, adversaria; Swedish: motståndare; Tajik: рақиб; Telugu: వ్యతిరేకి; Turkish: rakip; Turkmen: garşydaş; Ukrainian: супротивник, супротивниця, противник, противниця, суперник, суперниця; Uyghur: رەقىب‎; Uzbek: raqib; Vietnamese: đối thủ

enemy

Abkhaz: аӷа, аҕа; Afrikaans: vyand; Alabama: ātikànko; Albanian: shemër, armik, anmik; Amharic: ጠላት; Apache Western Apache: indaa; Arabic: عَدُوّ‎, عَدُوَّة‎; Egyptian Arabic: عدو‎; Armenian: թշնամի, ոսոխ; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܸܫ̃ܡܸܢ‎, ܒܥܸܠܕܒ݂ܵܒ݂ܵܐ‎, ܒܥܸܠܕܒ݂ܵܒ݂ܬܵܐ‎; Asturian: enemigu, enemiga; Atong: bawbyl; Avar: тушман; Azerbaijani: düşmən, yağı; Baluchi: دژمن‎, دشمن‎; Bashkir: дошман; Bats: მასთხოვ; Belarusian: вораг, праці́ўнік, праці́ўніца; Bengali: দুশমন, শত্রু; Bikol Central: kaiwal; Breton: enebour; Bulgarian: враг, неприятел, неприятелка, противник, противница, противничка, душманин, душманка; Burmese: ရန်သူ, ငြိုးသူရန်ဖက်, ရန်ဖက်; Buryat: дайсан; Catalan: enemic; Cebuano: kaaway; Central Huishui Hmong: yeeb ncuab; Chechen: мостагӏ; Cherokee: ᏓᎾᏓᏍᎧᎩ; Chichewa: mdani; Chinese Dungan: дижын, дўшыман; Mandarin: 敵人, 敌人, 仇敵, 仇敌, 敵, 敌; Chuvash: тӑшман; Corsican: nemicu; Crimean Tatar: duşman; Czech: nepřítel, nepřítelkyně, nepřítelka; Dalmatian: nemaic; Danish: fjende; Dutch: vijand, tegenstander; Egyptian: ; x; f; t y A13; (ḫftj); Esperanto: malamiko, malamikino; Estonian: vaenlane; Even: булэн; Evenki: булэн; Faroese: fíggindi, óvinur; Finnish: vihollinen; French: ennemi, ennemie; Middle French: ennemy; Old French: enemi; Friulian: nimì, inimì; Galician: inimigo, inimiga; Georgian: მტერი; German: Feind, Feindin, Gegner, Gegnerin; Gothic: 𐍆𐌹𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Greek: εχθρός; Ancient Greek: ἐχθρός; Gujarati: દુશ્મન, શત્રુ; Hausa: maƙiyi; Hawaiian: hoa paio; Hebrew: אוֹיֵב‎, שׂוֹנֵא‎; Hindi: दुश्मन, शत्रु, वैरी, द्वेषी, बैरी, विरोधी, विपक्षी, अरि; Hungarian: ellenség; Icelandic: óvinur; Ido: enemiko; Indonesian: musuh, lawan; Interlingua: inimico; Irish: namhaid; Italian: nemico, nemica; Japanese: 敵, 仇敵; Javanese: mungsuh; Kalmyk: дәәсн; Kannada: ಶತ್ರು; Karakhanid: يَغىٖ‎; Kashubian: warg, wróg; Kazakh: жау, дұшпан, қас; Khmer: សត្រូវ, ខ្មាំង; Komi-Permyak: вӧрӧг; Korean: 적(敵), 구적(仇敵), 원수(怨讐), 원쑤(怨讐); Kumyk: душман; Kurdish Central Kurdish: دوژمن‎; Northern Kurdish: dijmin; Kyrgyz: жоо, душман; Lao: ສັດຕູ; Latgalian: īnaidnīks; Latin: inimicus; Latvian: ienaidnieks, ienaidniece, naidnieks, naidniece; Laz: დუშმენი, დუშმანი; Lithuanian: priešas, priešė; Lombard: nemis; Low German: Feend, Feendin, Fiend, Fiendin, Gegensmann, Gegensfro; Luxembourgish: feind; Lü: ᦶᦉᧆᦏᦜᦴ; Macedonian: непријател, непријателка, душман, душманка; Malagasy: dovy; Malay: musuh, lawan, seteru; Malayalam: ശത്രു; Maltese: għadu; Manx: noid; Maori: hoariri; Marathi: शत्रू; Middle English: enemy, fo, feend; Moksha: душман; Mongolian Cyrillic: дайсан; Mongolian: ᠳᠠᠶᠢᠰᠤᠨ; Navajo: anaʼí; Neapolitan: nemmìco; Nepali: शत्रु, दुश्मन; Ngazidja Comorian: âdui; Norman: enn'mîn; North Frisian: Fiind; Norwegian Bokmål: fiende, uvenn; Nynorsk: fiende, uven, uvenn; Occitan: enemic; Old Occitan: enemic; Old Church Slavonic Cyrillic: врагъ; Glagolitic: ⰲⱃⰰⰳⱏ; Old East Slavic: ворогъ; Old English: fēond; Old Javanese: mungsuh; Old Norse: fjándi, fjándmaðr, óvinr; Old Turkic: 𐰖𐰍𐰃‎; Oromo: diina; Ossetian: знаг, фыдгул; Ottoman Turkish: دشمن‎, یاغی‎; Pali: sattu; Pashto: دوښمن‎, دښمن‎; Persian: دشمن‎, خصم‎, عدو‎; Plautdietsch: Fient; Polish: wróg, nieprzyjaciel, nieprzyjaciółka, przeciwnik, przeciwniczka; Portuguese: inimigo, inimiga; Punjabi: ਦੁਸ਼ਮਣ; Quechua: awqa; Romagnol: nemìg; Romanian: dușman, inamic, vrăjmaș, inamică; Russian: враг, противник, противница, неприятель, неприятельница, недруг, ворог; Rusyn: ворог; Samoan: fili; Sanskrit: अरि, शत्रु, विपक्ष; Santali: ᱫᱩᱥᱢᱚᱱ; Sardinian: anemigu; Scottish Gaelic: nàmhaid, nàmh; Serbo-Croatian Cyrillic: нѐпријатељ, непријатѐљица, ду̏шман / ду̀шма̄н, ду̏шманин; Roman: nèprijatelj, neprijatèljica, dȕšman / dùšmān, dȕšmanin; Shor: ырчы, ӧштӱг; Sicilian: nimicu, nemicu; Sidamo: diina; Sindhi: دشمن‎; Sinhalese: සතුරා; Slovak: nepriateľ, nepriateľkyňa, nepriateľka; Slovene: sovražnik, sovražnica; Somali: cadow; Sorbian Lower Sorbian: njepśijaśel; Upper Sorbian: njepřećel, wróh; Spanish: enemigo, enemiga; Sundanese: musuh; Svan: ამახვ; Swahili: adui; Swedish: fiende; Tagalog: kaaway; Tajik: душман, аду, хасм; Tamil: இரிஞன், சத்துரு, சதேரன், தெவ்வன், பகைவன், பொருநன், வேரியன்; Tatar: дошман, яу; Telugu: శత్రువు; Thai: ศัตรู; Tibetan: དགྲ་བོ; Tigrinya: ጻላኢ; Tocharian B: sāṃ; Tok Pisin: birua; Turkish: düşman, hasım, yağı; Turkmen: duşman; Tuvan: дайзын; Udi: дуьшмаьн; Ugaritic: 𐎛𐎁, 𐎌𐎗𐎗; Ukrainian: ворог, противник, противниця, супротивник, супротивниця, недруг; Urdu: دشمن‎; Uyghur: دۈشمەن‎; Uzbek: dushman, xasm; Venetian: nemigo, inimigo; Vietnamese: kẻ thù, kẻ địch, địch; Volapük: neflen; Welsh: gelyn; Yakut: өстөөх; Yiddish: פֿײַנד‎, שׂונא‎; Yoruba: ọtá; Zazaki: dışmen; Zulu: izitha

hostile

Albanian: armiqësor; Arabic: عَدَائِيّ‎‎; Belarusian: варожы, воражы; Bulgarian: вражески, неприятелски, враждебен; Catalan: hostil; Chinese Mandarin: 敵對的, 敌对的, 懷敵意的, 怀敌意的; Czech: nepřátelský; Dutch: vijandig; Esperanto: malamika; Finnish: vihamielinen; French: hostile; German: feindlich, feindselig; Greek: εχθρικός, δάϊος; Ancient Greek: πολέμιος; Hungarian: ellenséges; Japanese: 敵の, 敵対的な; Kazakh: ғадауатты; Korean: 적대적인; Latin: hostilis, alienus; Macedonian: непријателски; Norwegian Bokmål: fiendtlig; Nynorsk: fiendtleg; Occitan: ostil; Old English: fēondlīċ; Plautdietsch: fientlich; Polish: wrogi; Portuguese: hostil; Quechua: awqa; Romanian: ostil; Russian: враждебный, вражеский, неприятельский; Scottish Gaelic: nàimhdeach, nàimhdeil, eucairdeach; Serbo-Croatian Cyrillic: непријатѐљскӣ; Roman: neprijatèljskī; Slovak: nepriateľský; Slovene: sovražen; Spanish: hostil; Swedish: fientlig; Ukrainian: ворожий