κλίμα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλίμα Medium diacritics: κλίμα Low diacritics: κλίμα Capitals: ΚΛΙΜΑ
Transliteration A: klíma Transliteration B: klima Transliteration C: klima Beta Code: kli/ma

English (LSJ)

[ῐ, cf. Scymn.521], ατος, τό, (κλίνω)

   A inclination, slope of ground, ἑκάτερον τὸ κ. τῶν ὀρῶν Plb.2.16.3; ἡ πόλις τῷ ὅλῳ κ. τέτραπται πρὸς τὰς ἄρκτους Id.7.6.1, etc.; scarp, Apollod.Poliorc.140.7.    II = ἔγκλιμα 1.2, τοῦ κόσμου Hipparch.1.2.22, cf. Gem.16.12, Cleom.1.2.    2 terrestrial latitude, latitudes, region, τὸ μεσημβρινὸν κ. D.H.1.9; τὸ ὑπάρκτιον κ. Plu.Mar.11; τὰ πρὸς μεσημβρίαν κ. the southern regions, Plb.5.44.6, cf. 10.1.3, Str.1.1.10, AP9.97 (Alph.), Ath.12.523e, Vett.Val.6.14, etc.; κ. οὐρανοῦ Hdn.2.11.4.    3 direction, cardinal point, τὰ τέτταρα κ. (viz. N., S., E., W.) Str.10.2.12, Gp.1.11.1, cf. Isid.Etym.13.1.3; τὸ νότιον κ. τοῦ κόσμου Plu.2.365b; κατὰ τὸ βόρειον κ. Arist.Mu.392a3.    4 seven latitudinal strips in the οἰκουμένη on which the longest day ranged by halfhour intervals from 13 to 16 hours, Eratosth. ap. Scymn.113, Id. ap. Str.2.1.35, 2.5.34, Gem.5.58, 16.17, Posidon. ap. Procl.in Ti.3.125 D. (cf. eund. ap. Cleom.1.10), Id. ap. Str.6.2.1, Marin. ap. Ptol.Geog.1.15.8,1.17.1, Id.Alm.2.12, al., Cat.Cod.Astr.8(4).37.    5 seven astrological zones corresponding to Nos. 3-6 of κλίμα 11.4, Nech.Fr.5, al., Vett. Val.22.33, al., Firmic.2.11.2.    III metaph., inclination, propensity, Arr.Epict.2.15.20.    IV fall, ἑπταετεῖ κλίματι by death at seven years of age, IG14.2431.    V Gramm., inflected form, A.D. Adv.173.25.    VI = ὑπόδημα, Hsch.; cf. κλείματα.

German (Pape)

[Seite 1453] τό, die Neigung, der Abhang, die abschüssige Lage oder Richtung, Abdachung eines Hügels, Sp. Bes. die Abflachung der Erde gegen die Pole hin u. übh. die Himmelsgegend, Strab. VI, 2, 1 u. öfter; ἀπὸ μεσημβρινοῦ κλίματος D. Hal. 1, 9; Plut. Mar. 11; – die nach der Lage sich richtende Wärme u. Witterung, das Klima, Arist. de mund. 10 u. A.; – übh. die geographische Lage eines Ortes, die Gegend, ἡ πόλις τῷ ὅλῳ κλίματι τέτραπται πρὸς τὰς ἄρκτους Pol. 7, 6, 1; τὰ πρὸς μεσημβρίαν κλίματα τῆς Μηδίας 5, 44, 6, wie Ath. XII, 523 e. – Bei Sp. auch übertr., die Neigung, der Hang wozu, Arr. Epict. 2, 15, 20. – [Sollte der Analogie nach κλῖμα heißen, vgl. Lob. Paralipp. p. 418, aber bei Nonn. u. Anth. IX, 97 ist ι kurz; die Lateiner haben clima.]

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 inclinaison de la terre vers le pôle à partir de l’équateur ; climat, région, zone géographique;
2 fig. inclination, penchant.
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.

Spanish

escala, gradación, región

English (Strong)

from κλίνω; a slope, i.e. (specially) a "clime" or tract of country: part, region.

English (Thayer)

(κλινάριον) κλιναριου, τό (diminutive of κλίνη; see γυναικάριον), a small bed, a couch: L T Tr WH. (Aristophanes fragment 33d.; Epictetus diss. 3,5, 13; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,57; (cf. κλινίδιον, and Pollux as there referred to).)

Greek Monolingual

το (AM κλίμα και κλῖμα, -τος) κλίνω
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) το σύνολο τών μετεωρολογικών φαινομένων τα οποία κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου χαρακτηρίζουν τη μέση κατάσταση της ατμόσφαιρας και τη μεταβολή της σε έναν δεδομένο τόπο
2. μτφ. το σύνολο τών περιστατικών τα οποία συνιστούν το φυσικό ή ηθικό περιβάλλον ενός τόπου ή μιας περιόδου («δεν μέ ευνόησε το κλίμα της συγκέντρωσης για να συζητήσω το θέμα»)
3. εκκλ. μεγάλη περιφέρεια που αποτελεί ξεχωριστή εκκλησιαστική διοίκηση («το κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου»)
μσν.
λύγισμα, κάμψη, σκύψιμο
μσν.-αρχ.
1. τόπος, περιοχή, χώρα
2. συνοικία, διαμέρισμα πόλης
3. διεύθυνση, σημείο του ορίζοντα («ἔστι μὲν γὰρ δέξασθαι τὰ τέτταρα κλίματα», Στράβ.)
αρχ.
1. η προς τα κάτω βαθμιαία κλίση του εδάφους, η κατωφέρεια («ἡ... πόλις τῷ μὲν ὅλῳ κλίματι τέτραπται πρός ἄρκτους», Πολ.)
2. αστρον. (για τον κόσμο) η επικλινής θέση
3. η απόκλιση της γης από τον ισημερινό προς τους πόλους, η γεωγραφική θέση ενός τόπου σε αναφορά με την απόκλισή του προς τους πόλους, η κλίση ενός τόπου προς ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μέρος της γης, ζώνη, γεωγραφική θέση («τοῖς δὲ πρὸς μεσημβρίαν κλίμασι καθήκει πρός τε τὴν Μεσοποταμίαν», Πολ.)
4. επτά ζώνες γεωγραφικού πλάτους στην οικουμένη στις οποίες η μεγαλύτερη ημέρα διαφέρει κατά μισή ώρα σε διάστημα 13 μέχρι 16 ωρών
5. επτά αστρολογικές ζώνες που αντιστοιχούν στις υπ' αριθ. 3 έως 6 από τις ανωτέρω επτά ζώνες γεωγραφικού πλάτους
6. μτφ. ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον ή προς κάτι, κλίση, συμπάθεια
7. πτώση, χαμός, όλεθρος, θάνατος
8. γραμμ. κλιτός τύπος
9. (κατά τον Ησύχ.) υπόδημα.