καταισχύνω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχύνω Medium diacritics: καταισχύνω Low diacritics: καταισχύνω Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΩ
Transliteration A: kataischýnō Transliteration B: kataischynō Transliteration C: kataischyno Beta Code: kataisxu/nw

English (LSJ)

fut.

   A -αισχῠνῶ Id.Th.546:—dishonour, put to shame, μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508; καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293; τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53, cf. A.Supp.996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El.609; κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel.845; τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av.1451; κ. τὴν πατρίδα Id.Nu.1220; τοὺς προγόνους Pl.La.187a; ὑποσχέσεις Id.Smp.183e; τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν . . κακίαις Isoc.7.76, etc.    2 dishonour a woman, ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.1.49; also of a male, D.45.79.    3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε . . Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.    4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.    II Med., feel shame before, θεούς S.Ph.1382, cf. OT1424: —aor. Pass., καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97: c. inf., to be ashamed to... ἰητρεύειν Hp.Art.42; καταισχυνθῆναι . . ὅπως μὴ δόξει . . to be ashamed of being thought... Th.6.13.

German (Pape)

[Seite 1351] beschämen, beschimpfen, entehren; πατέρων γένος Od. 24, 507; δαῖτα, herabwürdigen, verunzieren, 16, 293; ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος, deckte zu meiner Schmach die Schuld auf, Pind. Ol. 11, 8; πόρον Aesch. Spt. 528; ἐμέ Suppl. 974; τὴν σὴν φύσιν Soph. El. 599; Xen. An. 3, 2, 14; τὸ Τρωϊκὸν κλέος Eur. Hel. 851; τὴν πατρίδα Ar. Nubb. 1201; τοὺς προγόνους Plat. Lach. 187 a; λόγους καὶ ὑποσχέσεις, zu Schanden machen, Conv. 183 e; vgl. Polit. 268 d; τὴν παίδευσιν Isocr. 4, 152; τὸ τῆς πόλεως ὄνομα Dem. Lpt. 76; Folgde; παρθενίαν, schänden, Plut. Num. 10; vgl. Dem. 45, 79. – Med. mit aor. pass., sich schämen, scheuen, τινά, vor Einem, οὐ καταισχύνει θεούς Soph. Phil. 1368, vgl. O. R. 1424; καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν τῶν ἡμετέρων Isocr. 4, 97.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχύνω: ἀτιμάζω, ἐντροπιάζω, μήτε καταισχύνειν πατέρων γένος, Ὀδ. Ω. 508· μὴ καταισχύνητέ τε δαῖτα, ἀκόσμως φερόμενοι, Π. 293, Τ. 12, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 546, Ἱκέτ. 996, Δημ. 260. 2, κτλ.· τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν, δὲν ἀτιμάζω τὴν φύσιν σου, δηλ. δὲν δεικνύομαι ἀνάξιός σου, ἀλλ’ ὁμοία σου, Σοφ. Ἠλ. 609· κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος Εὐρ. Ἑλ. 845· τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1451. κ. τὴν πατρίδα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1220· τοὺς προγόνους Πλάτ. Λάχ. 187Α· ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Ε· τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Ἰσοκρ. 155C, κτλ. 2) ἀτιμάζω γυναῖκα, διακορεύω, φθείρω, Λυσ. 96. 15, πρβλ. Δημ. 1125. 12· τὴν παρθενίαν Πλουτ. Νομ. 10. 3) ἐμόν καταίσχυνε… χρέος, μὲ κατῂσχυνε διότι τὸ χρέος μου ἔμεινεν ἀπλήρωτον, Πινδ. Ο. 10 (11) 10. ΙΙ. Μέσ., αἰσθάνομαι αἰδῶ, ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς Σοφ. Φιλ. 1382, πρβλ. Ο. Τ. 1424· οὕτως ἐν τῷ Παθ. ἀορ., καταισχυθέντες τὴν ἀρετήν αὐτῶν Ἰσοκρ. 60Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι νὰ…, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μὴ καταισχυνθῆναι…, ὅπως μὴ δόξει…, νὰ μὴ ἐντραπῇ ἐκ φόβου μήπως φανῇ ἢ νομισθῇ δειλός…, Θουκ. 6. 13· «καταισχύνειν ἀντὶ τοῦ καταχέζειν» Βαβρ. 82, 8.

French (Bailly abrégé)

f. καταισχυνῶ, ao. κατῄσχυνα;
1 déshonorer, souiller;
2 particul. déshonorer ou violer une femme, un enfant, etc.
Moy. καταισχύνομαι (ao. Pass. κατῃσχύνθην) éprouver un sentiment de crainte ou de respect devant, acc..
Étymologie: κατά, αἰσχύνω.

English (Autenrieth)

disgrace, dishonor.

English (Slater)

καταισχῡνω
   1 put to shame ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (Boeckh: καταισχύνει codd.) has made me ashamed of my deep obligation (O. 10.8)

English (Strong)

from κατά and αἰσχύνομαι; to shame down, i.e. disgrace or (by implication) put to the blush: confound, dishonour, (be a-, make a-)shame(-d).

English (Thayer)

passive, imperfect κατησχυνομην; 1st aorist κατῃσχύνθην; future καταισχυνθήσομαι; the Sept. chiefly for הֵבִישׁ and הֹבִישׁ; as in Greek writings from Homer down;
1. to dishonor, disgrace: τήν κεφαλήν, σποδῷ τήν κεφαλήν, Josephus, Antiquities 20,4, 2).
2. to put to shame, make ashamed: τινα to be ashamed, blush with shame: to be put to shame who suffers a repulse, or whom some hope has deceived; hence, ἐλπίς οὐ καταισχύνει, does not disappoint: Sirach 2:10).

Greek Monolingual

(AM καταισχύνω)
1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά»)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τον καταντροπιάζω, τον ρεζιλεύω
μσν.-αρχ.
μέσ. καταισχύνομαι
αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι
αρχ.
(με απρμφ.) ντρέπομαι να...
2. ατιμάζω γυναίκα, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰσχύνω (< αἶσχος)].