νεώτερος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώτερος Medium diacritics: νεώτερος Low diacritics: νεώτερος Capitals: ΝΕΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: neṓteros Transliteration B: neōteros Transliteration C: neoteros Beta Code: new/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. of νέος, of persons,

   A younger, γενεῆφι ν. Il. 21.439; ὢν φύσει ν. S.OC1295; too young, Od.21.132; a minor, Th. 3.26; οἱ ν. men of military age, Id.5.50; τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. ib.64: c. gen., οἱ ν. τῶν πεπραγμένων those who are too young to remember the events, D.18.50; οἱ ν. the new school, of poets, Cic.Att.7.2.1; of poets later than Homer, Sch.Il.16.574, 24.257.    2 Sup., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων Il.7.153, etc.; ἡ ν. δημοκρατία, opp. ἡ πατρία δ., Arist.Pol.1305a29.    II of events, newer, more recent, νεώτερον κακόν Pi.P.4.155; of recent origin, Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.Mus.p.108K.: metaph., later, worse, ν. βούλευμα S.Ph. 560; νεώτερον πρήσσειν contrive calamity, injury, Hdt.5.106: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] Id.8.21; δέδοικα μή τι δρᾷ ν. Ar.Ec.338, cf. Pi.Fr.107.6, Theoc.24.40; μή τι ν. ἀγγέλλεις; Pl.Prt.310b; νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Th.1.132; κατὰ τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.142; περὶ πόλιν Ἑλλάδα Id.5.93; νεώτερα βουλεύειν περί τινος Id.1.210; μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ ἀνδρῶν Th.2.6.    2 freq. of rebellion or violent revolution, ν. τι ποιέειν Hdt.5.35, etc.; ν. πρήγματα πρήξειν ib.19; νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν Isoc.7.59, X.HG5.2.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ νέος, ἐπὶ προσώπων, σὺ γὰρ γενεῆφι νεώτερος Ἰλ. Φ. 439· ὢν φύσει ν. Σοφ. Ο. Κ. 1295· παρὰ πολὺ νέος, Ὀδ. Φ. 132· - οἱ νεώτεροι, οἱ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, Θουκ. 5. 50· τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. αὐτόθι 64· - μετὰ γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, οἱ παρὰ πολὺ νέοι ἢ ὥστε νὰ ἐνθυμῶνται τὰ συμβάντα, Δημ. 242. 15. 2) οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκεν ἁπάντων Ἰλ. Η. 153, κτλ.· ἡ νεωτάτη δημοκρατία Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, νεώτερος, νεώτερα κακὰ Πινδ. Π. 4. 275· ἐντεῦθεν μεταφορ. χειρότερος, ν. βούλευμα Σοφ. Φιλ. 560· ὡσαύτως μόνον νεώτερα, Λατ. gravius quid, Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 62, Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310Β· συχνάκις μετὰ τοῦ τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 8. 21· ἤν τι δρᾷ ν. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 338, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 74. 5, Θεόκρ. 24 40· μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Θουκ. 1. 132· κατά τινα Ἡρόδ. 8 142· περί τινα ὁ αὐτ. 5. 93· νεώτερα βουλεύειν ἢ ποιεῖν περί τινος ὁ αὐτ. 1. 210, Θουκ. 2. 6. 2) συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, νεώτερόν τι, νεωτερισμός, στάσις, στασιαστικὸν κίνημα, Λατ. res novae, ν. τι ποιέειν Ἡρόδ. 5. 33, κτλ.· ν. πράγματα πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 19· νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν, res novas moliri, Ἰσοκρ. 151Ε, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9, κτλ.· πρβλ. νεωτερίζω ΙΙ, νεοχμόω. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅρα νέος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de νέος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεώτερος, -έρα, -ον) νέος
1. (για πρόσ.)
1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.)
2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατοςδέδοικα μή τι δρᾷ νεώτερον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το νεώτερο και τα νεώτερα
οι πρόσφατες ειδήσεις («τα νεώτερα από τον Περσικό κόλπο είναι αρκετά δυσοίωνα»)
2. αυτός που χρονολογείται στη μεταξύ της μεσαιωνικής και σημερινής εποχής, σε αντιδιαστολή προς τον αρχαίο και τον μεσαιωνικό («ιστορία τών νεώτερων χρόνων»)
αρχ.
1. αυτός που είναι πολύ νεαρός στην ηλικία για να κάνει κάτι ή σε σχέση με μία συγκεκριμένη ικανότητα ή δραστηριότητανεώτερος εἰμι καὶ οὒπω χερσὶ πέποιθα», Ομ. Οδ.)
2. στασιαστικός, επαναστατικός
3. μτφ. χειρότερος («νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις», Σοφ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νεώτεροι
α) αυτοί που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία («ξὺν ὅπλοις τῶν νεωτέρων φυλακὴν εἶχον», Θουκ.)
β) ομάδα Λατίνων ποιητών του 1ου π.Χ. αιώνα που μιμήθηκαν τα πρότυπα της αλεξανδρινής ποίησης τών ελληνιστικών χρόνων
5. φρ. α) «νεώτερον πρήσσειν» και «νεώτερον ποιεῑν» — υφίσταμαι ζημιά, βλάβη, δυστύχημα
β) «οἱ νεώτεροι τῶν πεπραγμένων» — οι πάρα πολύ νέοι, ώστε να μην θυμούνται τα συμβάντα.
επίρρ...
νεωτέρως / νεωτέρως (Α)
σε νεώτερο χρόνο, πριν από λίγο, πρόσφατα («τῶν δὲ πόλεων ὅσαι μὲν νεώτατα ὠκίσθησαν», Θουκ).