πολίτευμα
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
ατος, τό,
A business of government, act of administration, D.18.108, 136: more freq. in pl., measures of government or institutions, Pl.Lg.945d, Isoc.7.78; τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι D.8.71; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν π. καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Id.18.109; κάλλιστον π. ἐποιήσατο IG42(1).81.9 (Epid., i A. D.); π. Catonis Cic.Att.6.1.13, cf.9.7.3. II the concrete of πολιτεία 111, the government, π. ἐστὶν ἡ πολιτεία Arist.Pol.1278b11, cf. 1279a26, 1283b31, etc.; οἱ ἐν π. the citizens, ib. 1303b26, cf. 1305b34; τὸ τῆς δημοκρατίας π. Aeschin.2.172; τὸ πάτριον π. Plb.5.9.9, cf. 4.25.7 (pl.); π. ἀκέραια, σωφρονικά, Id.1.13.12, D.H.1.41; τὰ π. free republics, D.S.18.69; form of government, πολίτεομα (sic) εἶναι ἐν Χίῳ δῆμον SIG283.3 (Edict of Alexander, Chios, iv B.C.), cf. Decr.Att. ap. Plu.2.851f. III citizen rights, citizenship, ἀξίους τοῦ παρ' ὑμῖν π. IG9(2).517.6 (Larissa, Epist. Philipp. V), etc.: metaph., ἡμῶν τὸ π. ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει Ep.Phil.3.20. IV concrete, body of citizens, τὸ π. τὸ Μιλησίων SIG633.59 (Milet., ii B. C.), cf. OGI229.60 (Smyrna, iii B.C.), etc.; souereign body, Arist.Pol.1302b16,1332b31; π. ἔστω οἱ μύριοι Abh.Berl.Akad.1925 (5).6 (Cyrene); πᾶν τὸ π. ib.7. 2 corporate body of citizens resident in a foreign city, Καυνίων τὸ π. (at Sidon) OGI592; τὸ π. τῶν ἐν Βερενίκῃ Ἰουδαίων CIG5361.21; τὸ π. τῶν Κρητῶν (in Egypt) PTeb.32.17 (ii B.C.). b generally, corporate body, association, τὸ π. τῶν γυναικῶν BCH15.182,205 (Panamara); τὸ π. τινός founded by a person, Sammelb.5793 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 657] τό, was Einer als πολίτης oder Theilnehmer an einer πολιτεία thut, Luc. Prom. 15; die Verwaltung des Staates, Plat. Legg. XII, 945 d; die Grundsätze, welche man dabei verfolgt, πολίτευμα πολιτεύεσθαι, Aesch. 1, 86, wie Dem. 8, 71; bes. im plur., Isocr. 7, 78; ἐγχειρίσαι τὸ πολ. καὶ τὰς ἀρχὰς τοῖς αὑτοῦ φίλοις, Pol. 4, 23, 9. Uebh. wie πολιτεία, Staatsverfassung, Plut. Them. 4; Pol. τὸ πάτριον πολ., 5, 9, 9; auch plur., 4, 25, 7; Staat, 1, 13, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πολίτευμα: τό, (πολιτεύω) τὸ ἔργον τῆς διοικήσεως, πρᾶξις κυβερνητική, Δημ. 263. 1., 272. 19· συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑπὸ τῆς κυβερνήσεως λαμβανόμενα μέτρα, πολιτική, Πλάτ. Νόμ. 945D, Ἰσοκρ. 156A· τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι Δημ. 107. 16· ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς, εἴς τε τὴν ἐν τῇ πατρίδι καὶ τὴν ἐν τῇ ξένῃ πολιτικήν, ὁ αὐτ. 263. 4. ΙΙ. τὸ συγκεκριμένον τοῦ πολιτεία (ΙΙΙ), ἡ κυβέρνησις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 4., 3. 7, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) = πολιτεία ΙΙΙ, αὐτόθι 3. 13, 8., 4. 6, 8, κτλ.· οἱ ἐν π., οἱ πολῖται, αὐτόθι 5. 4, 2, πρβλ. 5. 6, 7· τὸ τῆς δημοκρατίας π. Αἰσχίν. 51. 12, πρβλ. Πολύβ. 1. 13, 12, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππησ. γ΄, 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 acte d’administration publique ; τὰ πολιτεύματα mesures politiques, actes politique;
2 l’ensemble des citoyens, le corps civique.
Étymologie: πολιτεύω.
English (Strong)
from πολιτεύομαι; a community, i.e. (abstractly) citizenship (figuratively): conversation.
English (Thayer)
πολιτευματος, τό (πολιτεύω), in Greek writings from Plato down;
1. the administration of civil affairs or of a commonwealth (R. V. text (Phil. as below) citizenship).
2. the constitution of a commonwealth, form of government and the laws by which it is administered.
3. a state, commonwealth (so R. V. marginal reading): ἡμῶν, the commonwealth whose citizens we are (see πόλις, b.), ἐπί γῆς διατριβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτευονται, Epist. ad Diogn. c. 5 [ET]; (τῶν σοφῶν ψυχαί) πατρίδα μέν τόν οὐράνιον χῶρον, ἐν ᾧ πολιτευονται, ξένον τόν περιγειον ἐν ᾧ παρῴκησαν νομιζουσαι, Philo de confus. ling. § 17; (γυναῖκες ... τῷ τῆς ἀρετῆς ἐγγεγραμμεναι πολιτευματι, de agricult. § 17 at the end. Cf. especially Lightfoot on Philippians , the passage cited).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πολιτεύομαι
το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.
1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα κράτος
2. φρ. «εκκλησιαστικό πολίτευμα» — όρος που χρησιμοποιείται για δήλωση της διοικητικής εξουσίας της Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπείται από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, δηλ. του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου
αρχ.
1. το έργο της διοίκησης, κυβερνητική πράξη («πάντα τὰ τοιαῡτα προηρούμην πολιτεύματα», Δημοσθ.)
2. η πολιτική τέχνη («ὁ γὰρ αὐτὸς οὗτος ἀνὴρ καὶ πρότερόν τι τοιοῡτον πολίτευμα ἐπολιτεύσατο», Αισχίν.)
3. η κυβέρνηση («πρὸς τοὺς κατ' ἀρετὴν ἀξιοῡντας κυρίους εἶναι τοῡ πολιτεύματος», Αριστοτ.)
4. τα δικαιώματα του πολίτη
5. σωματείο
6. κυρίαρχο πολιτικό σώμα («τοσούτους τε εἶναι τοὺς ἐν τῷ πολιτεύματι τὸ πλῆθος», Αριστοτ.)
7. πολιτικό σωματείο που εδρεύει σε ξένη χώρα («τὸ πολίτευμα τῶν ἐν Βερενίκῃ Ιουδαίων», επιγρ.)
8. αυτόνομο σώμα («τὸ πολίτευμα τῶν γυναικῶν», επιγρ.)
9. η ζωή ενός ατόμου ως πολίτη στην πολιτεία («τιμᾱν ἐπὶ τῷ πολιτεύματι τούτῳ δέον», Λουκιαν.)
10. στον πληθ. τὰ πολιτεύματα
α) τα μέτρα που λαμβάνονται από την πολιτεία, δηλ. από την κυβέρνηση («τῶν τοιούτων πολιτευμάτων οὐδὲν πολιτεύομαι», Δημοσθ.)
β) οι δημοκρατίες.