σφῦρα
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
ἡ,
A hammer, Od.3.434, A.Fr.307, Hdt.1.68, Cratin.87(hex.), Arist.GA789b11. 2 beetle, mallet, for breaking clods of earth, Hes.Op.425, Ar.Pax 566. II balk between the furrows of ploughed land, Poll.7.145. 2 a land measure, IG9(1).61.39 (Daulis, ii A.D.), Hsch. s.v. ὁμόσφυρος. III a fish, = κέστρα, Id.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, 1) der Hammer, Od. 3, 434, als Werkzeug des Schmiedes. – 2) ein Werkzeug des Ackerbaues, Schlägel, Hacke, die Erdklöße zu zermalmen, Hes. O. 257, Ar. Pax 558, ᾗ βωλοκοποῦσι, Schol. Scheint mit σφαῖρα verwandt, wegen der rundlichen Gestalt des Hammers. – [Υ ist bei den ältesten Dichtern immer lang, Od. 3, 434 bei Wolf falsch σφύραν accentuirt; Jacobs A. P. p. XL zu Philp. 15 (VI, 103) nimmt die letzte Sylbe für ursprünglich lang und will σφύρα schreiben, doch findet sich dafür kein sicheres Beispiel; E. M. p. 823, 20 paßt nicht hierher.]
Greek (Liddell-Scott)
σφῦρᾰ: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σφυρί», Ὀδ. Γ. 434, Ἡρόδ. 1. 68, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297, Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 3· ἡ σφῦρα καὶ ὁ ἄκμων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12. 2) ἐργαλεῖον γεωργικόν, δι’ οὗ συνέτριβον τοὺς βώλους τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 423, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566. ΙΙ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 145 (κατὰ τὸν Δινδ.) ἡ ῥάχις ἡ μεταξὺ τῶν αὐλάκων τῆς ἀροθείσης γῆς, «σφῦρα δὲ τὸ μεταξὺ ἀρηρομένων ἀνέχον», Λατ. porca. 3) μέτρον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732a. 39. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ γνωστὸς ἰχθὺς «σφυρίδα», = σφύραινα, Ἡσύχ. [Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις καὶ δοκιμωτάτοις ποιηταῖς τὸ υ εἶναι μακρόν· παρὰ δὲ Κρατίνῳ καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς καὶ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 61, ἡ λήγουσα εἶναι βραχεῖα· ὥστε ὁ τονισμὸς σφῦρα εἶναι βέβαιος ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκαδ. 96].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marteau.
Étymologie: DELG famille de σφυρόν, σφαῖρα, σπαίρω.
English (Autenrieth)
hammer, Od. 3.434†.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το σφυρί
νεοελλ.
1. στρ. εξάρτημα του πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια του επικρουστήρα
2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά του μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το παραπάνω εργαλείο
3. (αθλ.) α) μεταλλική σφαίρα δεμένη στο άκρο αλυσίδας την οποία ο αθλητής περιφέρει γύρω από το σώμα του για να της δώσει επιτάχυνση προκειμένου να την εκσφενδονίσει όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη απόσταση
β) (κατ' επέκτ.) το αγώνισμα το οποίο συνίσταται στην εκτίναξη της σφαίρας αυτής («οι αθλητές αγωνίστηκαν στη σφύρα»)
4. φρ. α) «μεταξύ σφύρας και άκμονος» — μεταξύ δύο πιθανών αλλά το ίδιο επικίνδυνων λύσεων, σε εξαιρετικά δυσχερή θέση
β) «μηχανική σφύρα»
τεχνολ. φορητό, ή προσαρμοσμένο σε κινητό φορείο, μηχανικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για την με επαναληπτικές κρούσεις θραύση ή διάτρηση πετρωμάτων σε εργασίες επιφανειακών ή υπόγειων εκσκαφών
νεοελλ.-μσν.
είδος όπλου τών πεζοπόρων κατά την περίοδο του μεσαίωνα
αρχ.
1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο έσπαζαν τους βώλους της γης, βωλοκόπι
2. ανάχωμα ανάμεσα στα αυλάκια οργωμένου χωραφιού
3. μέτρο γεωργικής έκτασης
4. (κατά τον Ησύχ.) το ψάρι σφύραινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφῦρα (< σφῠρ-ja) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)p(h)r- της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er- «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r ως -υρ-, πρβλ. ἄγυρις (βλ. και λ. σφυρό). Επομένως, η λ. σφῦρα θα πρέπει να είχε αρχικά τη σημ. «αυτή που χτυπά, που σπρώχνει, εργαλείο που χτυπά». Δυσερμήνευτες, εξάλλου, διαφορές από την αρχική σημ. της ρίζας εμφανίζουν και οι τ. σφυρόν και σφαῖρα, οι οποίοι ανάγονται επίσης στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας (για τη διαφορετική απόδοση του -r ως -υρ- και -αρ- πρβλ. πιθ. σπάρτον: σπυρίς)].