καταγιγνώσκω
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
Ion. and later καταγηρ-γῑνώσκω, fut.
A -γνώσομαι Pl. Euthphr.2b:—remark, observe, esp. something to one's prejudice, c. gen. pers.: I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap.25a; πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45, cf. 7.51; αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36, cf. Pl.Ti.19d: folld. by ὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c; οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς . . ἀμελήσετε D.21.4 (but κατεγνωκότες ὅτι . . ἐφθείρομεν despising us because . . Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part., κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18, cf. Cyr.8.4.9; τὸ Χωρίον νοσερὸν <ὂν> καταγνόντες D.L.2.109:—Pass., to be judged unfavourably, lightly esteemed, παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6; κατεγνωσμένος despised, Philostr.VS2.29. II c. acc. criminis, lay as a charge against a person, κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.Aër.22; κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21; οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152; ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν Pl.R.607b; τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38: with gen. understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ) καταγνώσομαι, ὡς . . Pl.Euthphr.2b; later κ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30:—Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22; κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54; κατεγνωσμένος self-condemned, Ep.Gal.2.11. 2 c. gen. criminis, παρανόμων κ. τινός D.25.67; παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooem.35: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of murder against . ., Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ) μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht.206e. 3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with . ., Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206; κ. ὡς . . Isoc.9.78:—so in Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected, ἔν τινι PFlor.175.16 (iii A.D.); also κατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56. 4 c. gen. pers. only, condemn, τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod.382e. III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157; κ. τινὸς φυγήν And.1.106; φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38: c. inf., κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—Pass., θάνατός τινος κατέγνωστο Antipho 5.70, cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; later καταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; τὸ ἀδίκημα κεκριμένον ἐστὶ καὶ κατεγνωσμένον Lycurg.52. 2 decide a suit, δίκην Ar.Eq.1360:— Pass., A.Eu.573 codd.; δίκη μὴ ὀρθῶς -γνωσθεῖσα Antipho 6.3.
Greek (Liddell-Scott)
καταγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγενέστ. -γῑνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι. Παρατηρῶ, ἀνακαλύπτω, ἰδίως παρατηρῶ τι εἴς τινα βλάπτον τὴν ὑπόληψιν αὐτοῦ, μετὰ γεν. προσ. Ι. καθόλου, καταγνοὺς τοῦ γέροντας τοὺς τρόπους, παρατηρήσας τὰς ἀδυναμίας αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 46· πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν,= δυστυχέστατόν γ’ ἐμὲ ἔγνωκας εἶναι, Πλάτ. Ἀπολ. 25Α· ὡσαύτως, οὐκ ἐπιτήδεα καταγνόντες κατ’ ἐμεῦ, κρίναντες περὶ ἐμοῦ οὐχὶ ὡς ἔπρεπεν, ἀδίκως ὑποπτεύσαντές με, Ἡρόδ. 6. 97· -καὶ μετὰ μετοχ., «τοὺς μὲν γὰρ εἰκῇ ταῦτα πράττοντας, ζημιουμένους ἑώρων, τοὺς δέ γνώμῃ συντεταγμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας», παρετήρησα ὅτι…, Ξεν. Οἰκ. 2. 18· τό χωρίον νοσερὸν ὄν καταγνόντες Διογ. Λ. 2. 109. ΙΙ. μετ’ αἰτ. κατηγορίας ἢ καταδίκης, ἐπιφέρω ὡς κατηγορίαν ἐναντίον τινός, ἀνανδρίην κ. τινός Ἱππ. 293. 30· κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Ἀντιφῶν 117. 36· δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός Λυσίας 141. 8., 163. 33· οὐδέν ἀγενὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω Δημ. 563 ἐν τέλ.· κακίαν, ἀδικίαν, ψυχρότητα, μανίαν κ. τινὸς Πλάτ.: -Παθ., καταγνωσθεὶς δειλίαν, καταδικασθεὶς ἐπὶ δειλίᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 22· κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ Διογ. Λ. 8. 54· κατεγνωσμένος Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β', 11. 2) ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὅτι παρανόμων αὐτοῦ κατέγνωτε; Δημ. 790. 19., 1444. 16 ·τούτου μὴ καταγιγνώσκειν φόνον Λυσ. 1. 30. 3) μετ’ ἀπαρ., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, κατηγορῶ ἐμαυτὸν ὡς ἀδικοῦντα, Λυσ. 158. 26, Αίσχίν. 29. 5., πρβλ. Δημ. 571, 11., 581. 1· κ. ἑαυτοῦ μή περιέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· οὕτως ἐν τῷ Παθ., διαβὰς δὲ ἐς Χίον (ὁ Ἱστιαῖος) ἐδέθη ὑπὸ Χίων καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, ὑποπτευθεὶς ὑπ’ αὐτῶν ὅτι.., Ἡρόδ. 6. 2· κ. αὐθέντης (ἐξυπακ. εἶναι) Ἀντιφῶν 123. 40: -οὕτω καί, ἐμοῦ… κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Πλάτ. Μένων 76C· κ. ὡς… ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 2Β,πρβλ. Θουκ. 6. 34. 4) μόνον μετὰ γεν. προσ., κατηγορῶ τινα, κ. τοῦ ἀνθρώπου Πλάτ. Δημόδοκος 382Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. ποινῆς, ἀποφασίζω ἐναντίον τινός, καταδικάζω εἰς, κ. τινὸς θάνατον, ἐκδίδω ἀπόφασιν (καταδικαστικὴν) θανάτου ἐναντίον τινός, Λατ. damnare aliquem mortis, Θουκ. 6. 60· Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον, ἕνεκα Μηδισμοῦ, Ἰσοκρ. 73D· οὕτω, κ. τινὸς φυγὴν Ἀνδοκ. 14. 26, Λυσ. 143. 19· (ἐντεῦθεν ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 206Ε, ὁ Heind. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν: μή καταγιγνώσκομεν τὸ μηδὲν εἰρηκέναι τοῦ ἀποφηναμένου, ἀντὶ τὸν ἀποφηνάμενον)· οὕτω, θάνατον, φυγὴν, κ. κατὰ τινος Διόδ. 18. 62., 19. 51.-Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο Ἀντιφῶν 137. 34· οὐδὲ ὧν θάνατος κατέγνωσται Ὅρκος Ἡλιαστῶν παρὰ Δημ. 746. 26· καταγνωσθεὶς θάνατον, καταδικασθεὶς εἰς θάνατον, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 2. 35· ἀλλὰ θανάτῳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 29· πρβλ. καταδικάζω, κατακρίνω. 2) ὡσαύτως, ἐπὶ δίκης, ἐκδίδω ἀπόφασιν ἐναντίον τινός, δίκην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1360· καὶ ἐν τῷ Παθ., μὴ ὀρθῶς καταγνωσθεῖσα Ἀντιφῶν 6. 3· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἁπλῶς ὡς τὸ διαγιγνώσκομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 573. IV. περιφρονοῦμαι, νομιοῦσι μεγαλείως παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγιγνώσκεσθαι πάντες Πολύβ. 5. 27, 6. -Πρβλ. κατακρίνω, καταδικάζω.
French (Bailly abrégé)
f. καταγνώσομαι, ao.2 κατέγνων, etc.
I. remarquer, se rendre compte;
II. avoir ou se faire une opinion, porter un jugement : τινος ὅτι ou ὡς penser de qqn que ; κ. ἑαυτοῦ μὴ ἂν καρτερῆσαι XÉN juger qu’on ne serait pas de force ; ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι THC juger qu’on ne pourra pas réussir ; τινα ὄντα, τινα πράττοντα juger qu’on est…, qu’on fait… ; en mauv. part :
1 accuser, blâmer : τινός τι, τι κατά τινος, τινός τινος accuser qqn de qch;
2 condamner : τινος θάνατον LYS, θάνατον κατά τινος prononcer la peine de mort contre qqn ; τινος θάνατον μηδισμοῦ ISOCR condamner qqn à mort pour crime de médisme ; τινα φόνου LYS condamner qqn pour meurtre ; abs. décider un procès.
Étymologie: κατά, γιγνώσκω.
Greek Monolingual
(AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω)
1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο
(α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.)
2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
παρατηρώ κάτι, αντιλαμβάνομαι («καταγνοὺς τοῡ γέροντος τοὺς τρόπους», Αριστοφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω κάτι ακριβώς
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον («πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας», Πλάτ.)
3. φρ. «καταγιγνώσκω δίκην» — εκδίδω απόφαση σε βάρος κάποιου.
Greek Monotonic
καταγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι·
I. παρατηρώ, διαπιστώνω, ανακαλύπτω, ιδίως, κάτι που βλάπτει την υπόληψη κάποιου, οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ., έχοντας διαμορφώσει, σχηματίσει άδικες προκαταλήψεις, υποψίες εναντίον μου, σε Ηρόδ.· καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους, έχοντας παρατηρήσει τις αδυναμίες του, έχοντας διαπιστώσει τα αδύνατά του σημεία, σε Αριστοφ.
II. 1. με αιτ. κατηγορίας, επισύρω κατηγορία εναντίον κάποιου, κακίαν, ἀδικίαν κ. τινός, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. κατεγνωσμένος, καταδικασμένος, σε Καινή Διαθήκη
2. με γεν. κατηγορίας, καταδίκης, παρανόμων κ. τινός, σε Δημ.
3. με απαρ., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, κατηγορώ τον εαυτό μου ότι έπραξε λάθος, ότι αδίκησε, σε Αισχίν.· ομοίως και, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι, καταδίκασε τον εαυτό του με την ποινή του θανάτου, σε Θουκ. — Παθ., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν, υποπτευόμενος από αυτούς ότι έκανε, σε Ηρόδ.
III. 1. με αιτ. ποινής, εκδίδω απόφαση ή ποινή εναντίον κάποιου, κ. τινὸς θάνατον, εκδίδω απόφαση θανατικής ποινής, Λατ. damnare aliquem mortis, σε Θουκ. — Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο, παρά Δημ.
2. λέγεται για δίκη, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, αποφαίνομαι, δίκην, σε Αριστοφ. — Παθ., αποφασίζομαι, σε Αισχύλ.