ἔνιοι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
αι, α,
A some; never in Ep., Lyr., or Att. Poets before Men., exc. Ar.Pl.867 (cf. however ἐνίοτε); first used in Ion. Prose, as Hdt.1.120, 8.56, Hp.Praec.6; πολλοὶ μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Lys.25.19; ἔνιοι μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Pl.Tht.151a, X.Mem.4.2.38; ἔνιοι μὲν . . οἱ δὲ . . Pl. Mx.238e; ἔνιοί τινες Isoc.15.258: later in sg., οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει Arist.Pr.884b13, cf. Thphr.Vert.1; περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Arist.Metaph.1026a5: neut. pl. as Adv., συμμανῆναι ἔνια δεῖ Men.421; ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον Id.486.
German (Pape)
[Seite 844] αι, α, einige; Ar. Plut. 867; Hippocr.; Her. 8, 56; Thuc. u. Folgde; ἔνιαί τινες αὐτῶν Plat. Polit. 302 a; ἔνιοι μὲν – ἔνιοι δέ Theaet. 151 a Crat. 431 c; ἔνιοι μὲν – οἱ δέ Menex. 238 e. Selten im sing., wie Arist. probl. 5, 36. Es scheint nicht unmittelbar von εἷς, ἕν abgeleitet, sondern aus ἔστιν οἵ, ἔνι οἵ entstanden.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνιοι: -αι, -α, τινές, τινά, μερικοί, οὐδέποτε παρ’ Ἐπικ., Λυρ. ἢ Ἀττ. ποιηταῖς πρὸ τοῦ Μενάνδρου, εἰμὴ ἅπαξ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 867 (ἀλλ’ ὅμως πρβλ. τὸ ἐνίοτε)· παρὰ τοῖς πεζογράφοις πρῶτον ἀπαντᾷ ἡ λέξις παρ’ Ἡροδ. 1. 120., 2. 96., 8. 56 (διάφ. γραφ. ἐν 7. 187), καὶ μετὰ ταῦτα παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν.: ἔνιοι μέν... ἔνιοι δέ..., Πλάτ. Θεαίτ. 151Α, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 38· ἔνιοι μέν... οἱ δέ... Πλάτ. Μενέξ. 238Ε: - Βραδύτερον, ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἐνία δὲ ψύχει Ἀριστ. Προβλ. 5. 36, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 1· περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 7, «σημειωτέον δ’ ὅτι καὶ ἐν τῷ κυνηγετικῷ τοῦ Ξενοφῶντος κεφ. 5, 18 ἀντὶ τοῦ διωκόμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα μὲν διὰ γῆς κεκινημένης, ἐὰν ἔχωσιν ἔνιοι ἐρύθημα καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταναύγειαν ἐξέδωκεν ὁ Λ. Δινδόρφιος (Xenoph. Opusc. σ. 214) ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα Κ. Κόντου Φιλ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 57: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. = ἐνίοτε, καὶ συμμανῆναι δ’ ἔνια δεῖ Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2, ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 6. (Ἡ πιθανωτέρα ἐτυμολογία τῆς λέξεως, ἣν οἱ πλεῖστοι παραδέχονται, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἔνι οἳ = ἔστιν οἵ, ὡς τὸ ἐνίοτε ἐκ τοῦ ἕνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 10. 1: - ἀλλ’ ὁ Κούρτιος παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὸ Σανσκρ. anyas (alius), κτλ.· πρβλ. ἕνος).
French (Bailly abrégé)
αι, α;
quelques-uns ; ἔνιοι μὲν…, ἔνιοι δέ XÉN les uns…, les autres.
Étymologie: ἔνι οἵ, p. ἔστιν οἵ ; p.-ê. apparenté au lat. alius.
Greek Monolingual
-εσν -α (Α ἔνιοι, -αι, -α)
νεοελλ.-αρχ.
μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων»
β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» — κάποια κοκκινίλα (Ξεν.)
β) «οὐ πᾱσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί θερμότητα κάθε κίνηση, αλλά κάποια κίνηση προκαλεί ψύχος, Αριστοτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνια
ενίοτε, καμιά φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές πριν από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη συνεκφορά ἔνι οἵ, όπως και το ἐνίοτε < ἔνι ὅτε (πρβλ. εἴσιν οἵ, ἔστίν ὅτε). Η υπόθεση αυτή δεν έχει ισχυρή βάση, διότι το ενι ως παράλληλος τ. του εστί μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, μολονότι το ενι στη θέση του ἔνεστι χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. ἔνιοι εμφανίζει θ. ἕν- που απαντά στο εἷς (πρβλ. γερμ. einige «μερικοί» < ein «ένας, ενώ η ψίλωση θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].
Greek Monotonic
ἔνιοι: -αι, -α, μερικοί, Λατ. aliqui = ἔστιν οἵ, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.