θυμέλη
English (LSJ)
ἡ, (θύω A) prop.
A place of burning, hearth, θυμέλαι οἴκων E.Rh. 234 (lyr.), cf. A.Supp.669 (lyr.); Κυκλώπων θυμέλαι E.IA152 (anap.); but usu. of sacrificial hearths or altars, δεξίπυροι θεῶν θ. Id.Supp.64 (lyr.); ἁ Φοίβου θ. Id.Ion114 (lyr.), cf. 46, al.; Ἑστία, δίδου . . ἀμφὶ σὰν θ. χορεύειν Aristonous 2.17; also of braziers, θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι E.El.713 (lyr.); ἡ θ. τοῦ βωμοῦ the surface on which fire was kindled, IG11(2).161A95 (Delos, iii B.C.). II esp. of the altar of Dionysus which stood in the orchestra of the theatre, Διονυσιὰς θ. Pratin.Lyr.1.2, cf.EM743.37, etc.: hence in later writers, b the orchestra, Phryn. 142, Sch.AristId.p.536 D.: hence of the chorus, opp. actors, θυμέλῃσι καὶ ἐν σκηνῇσι τεθηλώς, of Sophocles, AP7.21 (Simm.); cf. sq. c the stage, Phryn.PSp.74 B., EM653.8, etc. (hence generally, platform, stage, Plu.Alex.67); so ὁ ἀπὸ τῆς θ., of a dramatic poet, Id.Demetr. 12, etc.; ὥσπερ ἐκ θ., i.e. theatrical, Id.2.405d; actuarii thymelae equorumque currulium, Cod.Theod.8.7.21. d αἱ ἐτήσιοι θ. annual stage-performances, Alciphr.2.3, cf. POxy.1143.3 (i A.D.), IG 14.2342. III of the θόλος at Epidaurus (containing a hearth or altar), ib.4.1485B162. IV = θυλήματα, Pherecr.214.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ (θύω), der Ort, wo geopfert wird; Tempel, Aesch. Suppl. 654; δεξίποροι θεῶν θυμέλαι Eur. Suppl. 64; θυμέλαι οἴκων Rhes. 235. Nach Phryn. 163 auch = das Opfer. In dem athenischen Theater der hohe Altar in der Mitte der Orchestra, auf dem der Koryphaeus steht, Pratin. bei Ath. XIV, 617 c Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλην. Bei Sp. übh. Theater, Bühne, wie Luc. Salt. 76; neben σκηνή, im plur., Simm. Theb. 1 (VII, 21); ein Schaugerüst, das Theater, ὥςπερ ἐκ θυμέλης Plut. Pyth. or. 22; ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης, von einem Komödiendichter, Demetr. 12 Alex. 67; Luc. salt. 76; ἐν θυμέλῃσι καὶ ἐν σκηνῇσι Simmi. 1 (VII, 21). Auch = das Schauspiel, Alciphr. 2, 3 E. – Bei Eur. I. A. 152 sollen θυμέλαι Κυκλώπων die kyklopischen Mauern sein. – Bei Pherecrat. in B. A. 42 = θυλήματα.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμέλη: ἡ, (θύω) τόπος πρὸς θυσίαν, θυσιαστήριον, βωμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 667, Εὐρ. Ἱκέτ. 65, Ἴωνι 46, 114· καθόλου, σηκός, ἕδος, ἱερόν, θυμέλαι δ’ ἐπίτναντο χρυσήλατοι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713. 2) θυμέλαι Κυκλώπων, ὑποτίθεται ὅτι εἶναι οἱ ὄγκοι τῶν Κυκλωπείων τειχῶν ἐν Μυκήναις, ὁ αὐτ. ἐν Ι Α. 152· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. Κυκλώπων ἕδος. 3) πλακοῦς πρὸς θυσίαν συνιστάμενος ἐκ χονδραλεσμένης βραστῆς κριθῆς καὶ ἐλαίου, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 63. ΙΙ. ἐν τῷ Ἀθηναϊκῷ θεάτρῳ, βῆμα ἐν σχήματι βωμοῦ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὀρχήστρας, ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ (ἔτι ἀρχαιότερον αὐτὸς ὁ ποιητής), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 516), ὅπως διευθύνῃ τὰς κινήσεις του, Πλούτ. 2, 621Β· Διονυσιὰς θ. Πρατίνας 1. 3· ἀναβαίνειν (ἐνν. ἐπὶ τὴν θ.) Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ἱππ. 149· - ἐντεῦθεν, ὁ ἀπὸ τῆς θ., ἐπὶ δραματικοῦ ποιητοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 12, κτλ.· ὥσπερ ἐκ θ., ὅ ἐστι θεατρικός, ὁ αὐτ. 2. 405Ε· ἴδε Λοβέκ. Φρυν. 164. ΙΙΙ. καθόλου, τόπος ὑψωμένος, βῆμα ἢ σκηνή, Πλούτ. Ἀλεξ. 67.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 autel ; particul. sur le théâtre d’Athènes autel de Dionysos ; théâtre, scène;
2 αἱ θυμέλαι Κυκλώπων EUR murs des Cyclopes, à Mycènes.
Étymologie: θύω.
Greek Monolingual
θυμέλη, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. θυμέλα)
φρ. «ὁ τῆς θυμέλης δομέστικος» — αξιωματούχος που είχε την επιμέλεια τών λαϊκών θεαμάτων και διασκεδάσεων
αρχ.
1. βωμός, θυσιαστήριο
2. η εστία, ο βωμός του οίκου
3. συνεκδ. ιερός τόπος, σηκός
4. (στο αρχαίο ελληνικό θέατρο) α) ο βωμός του Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου και στις βαθμίδες του οποίου στεκόταν ο κορυφαίος του χορού
β) συνεκδ. ολόκληρος ο χώρος της ορχήστρας
γ) στον πληθ. αἱ θυμέλαι
ο χορός
δ) (κατ' επέκτ.) το ικρίωμα του θεάτρου, η σκηνή
ε) στον πληθ. τα θεάματα, οι θεατρικές παραστάσεις
5. είδος πλακούντα ο οποίος προσφερόταν ως θυσία στους θεούς
6. (κατ' επέκτ.) ψηλός, περιφανής τόπος, κατάλληλος για βήμα ενός ρήτορα
7. πάπ. η θόλος της Επιδαύρου
8. φρ. α) «ἡ θυμέλη τοῡ βωμοῡ» — η εσχάρα του βωμού, το μέρος πάνω στο οποίο βρισκόταν η πυρά της θυσίας, η εστία
β) «ἀναβαίνειν ἐπὶ τὴν θυμέλην» και απλώς «ἀναβαίνειν» — λεγόταν για δραματικό ποιητή ή για τον κορυφαίο
γ) «ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης» — ο δραματικός ποιητής, κατ' αντίθ. προς «τὸν ἀπὸ τοῡ βήματος», τον ρήτορα
δ) «ὥσπερ ἐκ θυμέλης» — σαν θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ- του θύω (I) + επίθημα -μελ-, κατά τα θεμέλιο, πιμελή. Η αρχική σημασία ήταν «βωμός καύσεως τών θυμάτων». Η ύπαρξη τέτοιων βωμών στα αρχαία θέατρα προκάλεσε την εξέλιξη της σημασίας σε «θεατρική σκηνή»].
Greek Monotonic
θῠμέλη: ἡ (θύω),
I. 1. μέρος για θυσία, βωμός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. θυμέλαι Κυκλώπων, υποτίθεται πως είναι τα Κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, σε Ευρ.
II. στο αθηναϊκό θέατρο, εξέδρα στην ορχήστρα στα σκαλιά της οποίας καθόταν ο κορυφαίος του Χορού, σε Πλούτ.· γενικά, τόπος ανυψωμένος, βήμα ή σκηνή, στον ίδ.