Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμβάλλω Medium diacritics: ἐπεμβάλλω Low diacritics: επεμβάλλω Capitals: ΕΠΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epembállō Transliteration B: epemballō Transliteration C: epemvallo Beta Code: e)pemba/llw

English (LSJ)

   A put on, πῶμα πίθοιο Hes.Op.98; στόμι' ἐ. ἐμοί E. IT935; γιγνώσκοντι ἐ. heap words on one who already knows, Arist. Rh.1406a34.    2 throw down upon, δόμους ἐπεμβαλῶ will throw them on [the inmates], E.HF864: c. acc. loci, ὄχθον ὡς ἐπεμβάλῃ that she may dash [her] upon it (dub. constr.), Id.IT290.    3 intercalate, Hdt.2.4; insert, Pl.Cra.399a; πολλὰ ἐπὶ τὰ πρῶτα ὀνόματα ib. 414d; of parentheses, Hermog.Id.1.12 (Pass.), cf. 1.4, al.; of ingredients in a salad, Gal.6.539: metaph., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ by this story thou foistest thyself in, intrudest thyself, as saviour of the land, S.OC463: in Inscrr. on grave-stones, put in another corpse, IGRom.4.1284, al. (Thyatira):—Med., make fresh additions, of sculptors, Pl.Plt.277a:—Pass., of fruit-trees, to be engrafted, Ath.14.653d; cf. ἐπεμβολάς.    4 thrust on, X.Cyn.10.11.    II intr., flow in besides, of rivers, Id.HG4.2.11.    III ἐπεμβάλλεται· τρώγει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 914] (s. βάλλω), 1) noch dazu darauf werfen, legen, πῶμα πίθοιο Hes. O. 98; τῆσδε γῆς σωτῆρα σεαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ, du trägst dich zum Retter dieses Landes an, Soph. O. C. 464, αἱματηρὰ στόμιά τινι Eur. I. T. 935; καταῤῥήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Herc. Fur. 864, γράμματα, zusetzen, einschieben, Plat. Crat. 399 a u. öfter; auch im med., Polit. 277 a; χοίνικας ὑπὲρ τὸ μέτρον τέσσαρας Luc. Tim. 57; – pfropfen, σῦκα ἐπεμβεβλημένα Ath. XIV, 653 d. – 2) intrans., von Flüssen (sc. ὕδωρ) noch außerdem hineinfließen, Xen. Hell. 4, 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμβάλλω: μέλλ. - βᾰλῶ, ἐπιβάλλω, ἐπιτίθημι, πῶμα πίθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98· στόμι’ ἐπ. ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 935· γιγνώσκοντι ἐπ., ἐπισωρεύων λέξεις εἰς ἄνθρωπον ἤδη γινώσκοντα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 9. 2) καταρρίπτω, ἐπιρρίπτω, δόμους ἐπεμβαλῶ, θὰ καταρρίψω αὐτοὺς ἐπάνω εἰς τοὺς ἐνοικοῦντας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 846· μετ’ αἰτ., πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ’ ἀγκάλαις ἐμὴν ἔχουσα, πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ, ὅπως καταρρίψῃ (αὐτὴν) δηλ. τὴν μητέρα μου κατ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐν 1. Τ. 290. 3) ἐπιπροστίθημι, διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν Ἡρόδ. 2. 4, Πλάτ. Κρατ. 399Α· ἐπί τι αὐτόθι 414D: ― μεταφ., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ’ ἐπεμβάλλεις λόγῳ, μετὰ τοῦτον τὸν λόγον παρουσιάζεις σεαυτὸν ὡς σωτῆρα τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Κ. 463· ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, ἐντίθημι καὶ ἕτερον νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3510, 3515 κ. ἀλλ.: ― Μέσ., κάμνω νέας προσθήκας, Πλάτ. Πολιτικ. 277Α: ― Παθ., ἐπὶ καρπίμων δένδρων, ἐμβολιάζομαι, ἐγκεντρίζομαι, Ἀθήν. 653D: πρβλ. ἐπεμβολάς. 4) ἐπωθῶ, Ξεν. Κυν. 10, 11. ΙΙ. ἐπὶ ποταμῶν, χύνομαι ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, ἐπεμβάλλοντες ἕτεροι ποταμοὶ ἰσχυρότερον αὐτῶν τὸ ῥεῦμα ποιοῦσι Ξεν. Ἑλλην. 4. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 jeter dans et sur : ἐπ. χοίνικας ὑπὲρ τὸ μέτρον τέσσαρας LUC verser quatre chénices de surplus;
2 jeter contre, τινι;
3 introduire par insertion, insérer ; fig. γῆς σωτῆρα ἑαυτὸν ἐπ. λόγῳ SOPH se faire passer, au moyen d’un récit, comme le sauveur d’un pays litt. s’ingérer, s’introduire comme sauveur;
II. intr. (s.e. ὕδωρ ou ἑαυτόν) se jeter en outre en parl. de fleuves.
Étymologie: ἐπί, ἐμβάλλω.

Greek Monolingual

ἐπεμβάλλω (AM) εμβάλλω
μσν.
(νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόν
παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέος
αρχ.
1. τοποθετώ, βάζω επί πλέονπρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.)
2. συσσωρεύω λέξεις
3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.)
4. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλη», Ευρ.)
5. παρεμβάλλω («ὅτι πολλάκις έπεμβάλλομεν γράμματα»)
6. αναμιγνύω συστατικά
7. παρουσιάζω ξαφνικά («γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ», Σοφ.)
8. (για επιτύμβια πλάκα) αναγράφω το όνομα και άλλου νεκρού
9. μέσ. (για γλυπτά) κάνω νέες προσθήκες («καὶ μείζω τοῡ δέοντος ἕκαστα τῶν ἔργων ἐπεμβαλλόμενοι βραδύνουσι», Πλάτ.)
10. παθ. (για οπωροφόρα δέντρα) εμβολιάζομαι
11. ωθώ
12. (για ποταμό) χύνομαι μέσα σε άλλον.

Greek Monotonic

ἐπεμβάλλω: μέλ. -εμβᾰλῶ, βάζω, τί τινι, σε Ευρ.·
I. 1. γκρεμίζω, καταρρίπτω, δόμους, στον ίδ.
2. ρίχνω εναντίον, επιρρίπτω, με αιτ., στον ίδ.
3. προστίθεμαι, παρεμβάλλω, εισάγω, σε Ηρόδ.· μεταφ., σωτῆρα σαυτὸν ἐπεμβάλλεις, παρουσιάζεις τον εαυτό σου ως σωτήρα, σε Σοφ.
II. αμτβ., χύνομαι μέσα σε άλλο ποταμό, λέγεται για ποτάμια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεμβάλλω: 1) (на что-л.) набрасывать, класть: πῶμα πίθοιο ἐ. Hes. накрывать сосуд крышкой; στόμια ἐπεμβαλεῖν τινι Eur. поглотить кого-л.;
2) (еще) подбрасывать, добавлять (ψυχρόν, sc. τῷ λουτρῷ Plut.; χοίνικας τέσσαρας ὑπὲρ τὸ μέτρον Luc.);
3) втыкать, вонзать (sc. τὸ προβόλιον Xen.);
4) вставлять (γράμματα Plat.);
5) (сверх того) обрушивать (δόμους Eur.; τῶν λίθων πολλούς Plut.);
6) бросать с силой: πέτρινον ὄχθον ἐπεμβαλεῖν Eur. разбить о каменную скалу;
7) забрасывать словами: γιγνώσκοντι ἐ. Arst. затемнять ясное (точнее забрасывать словами знающего);
8) выставлять, представлять: ἐ. (v. l. ἐπαγγέλλειν) ἑαυτὸν τῷ λόγῳ τῆς γῆς σωτῆρα Soph. предлагать себя в спасители страны;
9) вливаться, впадать: ἐπεμβάλλοντες ποταμοί Xen. притоки.