μάρμαρος

Revision as of 23:45, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, a

   A crystalline rock, which sparkles (μαρμαίρει) in the light, μάρμαρος ὀκριόεις Il.12.380, Od.9.499, cf. E.Ph.663 (lyr.), Ar. Ach.1172 (lyr.): as Adj., πέτρος μ. ὀκριόεις Il.16.735, cf. E.Ph.1401, etc.    II later, marble, μάρμαρον ἢ λίθον λευκήν Hp.Mul.2.185, cf. Thphr.Lap.9: also fem., μαρμάρου . . τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Str. 9.1.23; μ. λίθος Id.14.1.35: hence,    2 work in marble, i.e. tombstone, τυκτὴ μ. Theoc.22.211.    3 chips made by cutting marble (masc.), Plu.2.660c, 954a, Dsc.5.79.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ (von μαρμαίρω, also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch λευκός erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar μάρμαρος αἴγλη. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; λατόμιον μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μάρμᾰρος: -ου, ὁ, λίθοςπέτρα κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, μάρμαρον, λίθος, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον μάρμαρον, «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ κυρίως καλούμενον μάρμαρον, μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· ὡσαύτως θηλ. (πρβλ. λίθος), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. λίθος ὁ αὐτ. 645, ὅθεν, 2) ἔργον ἐκ μαρμάρου, δηλ. πέτρα τάφου, τυκτὰν μάρμαρον Θεόκρ. 22. 211. 3) λατύπη, τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brillant, resplendissant ; ὁ μάρμαρος pierre blanche ou brillante, particul. marbre.
Étymologie: R. Mαρ, briller, avec redoubl.

English (Autenrieth)

doubtful word, crushing; πέτρος, Il. 16.735; as subst., block of stone, Il. 12.380, Od. 9.499.

English (Strong)

from marmairo (to glisten); marble (as sparkling white): marble.

English (Thayer)

μαρμάρου, ὁ, ἡ (μαρμαίρω to sparkle, glisten);
1. a stone, rock (Homer, Euripides).
2. marble (cf. Epistle Jer. Epistle of Theophrastus, Strabo, others): Revelation 18:12.

Greek Monolingual

μάρμαρος, ὁ (Α)
1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως
2. το μάρμαρο
3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο
4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα
5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο
6. ως επίθ. μάρμαρος, -ον
αυτός που λάμπει, που αστράφτει («λαβὼν δ' ἀφῆκε μάρμαρον πέτρον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. της λ. μάρμαρος «πέτρα, απότομος βράχος» οδηγεί στο θ. του ρήματος μάρναμαι «μάχομαι, πολεμώ» (πρβλ. λατ. rupes «κρημνός» < rumpō «συντρίβω, κομματιάζω») και συνδέει τον τ. με αρχ. ινδ. mrnati «συντρίβω». Στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω», λόγω της αστραφτερής χροιάς του μαρμάρου. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. marmor).
ΠΑΡ. μαρμαρικός, μαρμάρινος, μάρμαρο, μαρμαρώδης, μαρμαρώνω
αρχ.
μαρμαράριος, μαρμάρεος (II), μαρμαρίτης, μαρμαρόεις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μάρμαρος / μάρμαρο) μαρμαρογλύπτης, μαρμαρογλυφία, μαρμαροποιός
αρχ.
μαρμαρόπαιστος, μαρμαρόπτερος, μαρμαροφεγγής, μαρμαρώπις, μαρμαρωπός
μσν.
μαρμαρεργατώ, μαρμαρογεγλυμμένος, μαρμαροθεμελίωτος, μαρμαροκουβουκλοσκέπαστος, μαρμαροκτισμένος, μαρμαροπλουμισμένος, μαρμαροσυνθεμένος, μαρμαροτόρνευτος, μαρμαρουργός, μαρμαροχιονόδοντος
μσν.- νεοελλ.
μαρμαροτράχηλος
νεοελλ.
μαρμαρογλύφος, μαρμαροδίμιτο, μαρμαροδουλειά, μαρμαροειδής, μαρμαροθέτημα, μαρμαροκολόνα, μαρμαροκονία, μαρμαροκονίαμα, μαρμαροκονίαση, μαρμαρόκτιστος, μαρμαρόμαντρα, μαρμαροπελεκητός, μαρμαροπρίστης, μαρμαροστρώνω, μαρμαροχυτός. (Β' συνθετικό) αρχ. κηρομάρμαρον, περιμάρμαρον, πυριμάρμαρον
νεοελλ.
καλλιμάρμαρος].

Greek Monotonic

μάρμᾰρος: -ου, ὁ,
I. κάθε πέτρωμα ή βράχος με κρυσταλλική δομή, που σπινθηροβολεί (μαρμαίρει) στο φως, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, πέτρος μάρμαρος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάρμαρο, σε Στράβ.· μαρμάρινος επιτύμβιος λίθος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μάρμᾰρος: μαρμαίρω блистающий, сверкающий (πέτρος Hom.).
II ὁ (Theocr. ἡ)
1) белый или блестящий камень, каменная глыба (ὀκριόεις Hom., Eur.);
2) мрамор, мраморная плита Hom. etc.