φάλαρος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[φᾰ], α, ον, (or φαλᾱρός, ά, όν Hsch.), Dor. for the Ion. φάληρος (v. infr. 11),
A having a patch of white, ὁ κύων ὁ φάλαρος the dog with a white spot, Theoc.8.27; ὁ Φάλαρος, as a ram's name, Id.5.103. II ὄρη χιόνεσσι φάληρα hills patched with snow, Nic.Th. 461. (Cf. φαλός, φαλακρός.)
Greek (Liddell-Scott)
φάλᾱρος: -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει λευκός, ὁ κύων ὁ φάλαρος, «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· οὕτως ὁ Φάλαρος ὡς ὄνομα κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. φαλαρίς. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. φαληριάω. (Ἐκ τοῦ φαλός, ἡ, όν. πρβλ. φαλακρός).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
tacheté de blanc.
Étymologie: DELG v. φαλός.
Greek Monolingual
-α, -ον, και φαλαρός, -ά, -όν, και ιων. τ. φάληρος, -ον, Α
(δωρ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος
α) όνομα κριού
β) μυθ. γιος του Άλκωνος και εγγονός του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως ιδρυτής τών Σόλων στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο οποίος πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και την κενταυρομαχία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Φάληρον
αττικός δήμος της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως ιδρυτής αναφέρεται ο ήρωας Φάληρος και ο οποίος ήταν το παλαιότερο λιμάνι της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την εποχή τών Περσικών Πολέμων
4. φρ. «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με χιόνι (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του επίθ. φαλός «λευκός», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαλᾶ «λάμψη, λευκότητα» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. προς το επίθ. φαλός) με κατάλ. -ρος (πρβλ. σκλη-ρός, ψυχ-ρός)].
Greek Monotonic
φάλᾱρος: [φᾰ], -α, -ον (φᾰλός), αυτός που έχει λευκές κηλίδες, ὁ κύων ὁ φάλαρος, σκύλος με λευκά σημάδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φάλᾱρος: и φᾰλᾱρός 3 с белыми пятнами, по по друг. белый (κύων Theocr.).