Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίθηκος

From LSJ
Revision as of 06:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίθηκος Medium diacritics: πίθηκος Low diacritics: πίθηκος Capitals: ΠΙΘΗΚΟΣ
Transliteration A: píthēkos Transliteration B: pithēkos Transliteration C: pithikos Beta Code: pi/qhkos

English (LSJ)

[ῐ], Dor. πίθᾱκος, ὁ,

   A ape, monkey, Archil.89.3,91, S.Ichn. 122, Ar.Ach.120, Arist.HA502a17 : as fem., πίθηκος μήτηρ Babr.56; πίθηκον ἐνδυομένην putting on an ape's form, Pl.R.620c; cf. πιθήκη.    2 nickname for a trickster, jackanapes, Ar.Ach.907, Av.440, Ra.708, etc. ; αὐτοτραγικὸς π., of Aeschines, D.18.242.    3 prov., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Pl.R.590b; ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον περιστέλλειν Luc.Philops.5; π. ἐν πορφύρᾳ 'borrowed plumes', Diogenian.7.94; ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι π. 'in Rome we do as the Romans do', Apollod.Com.1.3 ; ὄνος ἐν πιθήκοις 'parmi les aveugles le borgne est roi', Men.402.8.    4 dwarf, Suid.    II a ζῷον σελαχῶδες, Ael.NA12.27.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ (auch πίθηξ und πίθων), der Affe; Ar. Ach. 120 Av. 440 u. öfter; sprichwörtlich ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι, Plat. Rep. IX, 590 b; πίθηκος ἐν πορφύρᾳ, Diogen. 7, 94. – Nach Suid. auch ὁ βραχὺς ἀνθρωπίσκος. – Auch wie bei uns Schimpfwort, πίθηκος αὐτοτραγικός, Dem. 18, 242. – Die Ableitung von πείθω, πιθανός ist zw.

Greek (Liddell-Scott)

πίθηκος: [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» (μιμώ), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ πίθηκος, ὡς καλὴ μήτηρ Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. πίθηξ, πίθων· ― σκωπτικῶς, ὥσπερ πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· οὕτως ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· ὄνος ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ εἶδος σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
singe ; ἡ πίθηκος, guenon ; fig. homme laid, magot : πίθηκος θαλάττιος ÉL sorte de σελάχη.
Étymologie: πείθω, litt. « l’animal qui fait croire, qui fait illusion » ; cf. μιμώ et μιμέομαι, lat. simia et similis -- DELG pas d’étym., prob. emprunt.

Spanish

mono

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α
γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, η μαϊμού
νεοελλ.-αρχ.
1. παρωνύμιο ή χαρακτηρισμός άσχημου ή αναιδούς ή αγύρτη ανθρώπου («ἥν περ ὁ πίθηκος τῇ γυναικὶ διέθετο, ὁ μαχαιροποιός», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) τυφλός και αδέξιος μιμητής
β) ασελγής, αδιάντροπος άνθρωπος
αρχ.
παροιμ. «ἀντί λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι» — λεγόταν για θρασύδειλο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα με άηχο ουρανικό -κ-, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (πρβλ. ἱέραξ, -ακος, μύρμηξ, -κος, ψιττα-κ-ός). Η λ. είναι πιθ. δάνεια. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. πίθηκος συνδέεται με το λατ. foedus «άσχημος, δυσειδής», δεν θεωρείται πιθανή. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην κατ' ευφημισμόν χρήση της λ. καλλίας (< κάλλος) για τον πίθηκο. Από τη λ. πίθηκος παράγονται τα ανθρωπωνύμια Πιθᾱκᾱ, Πιθήκη, Πίθος, Πιτθῖνος, Φίθων, Πίθιον, Πιθυλλίς, Πιτθώ.
ΠΑΡ. πιθήκειος, πιθηκιδεύς, πιθηκίζω, πιθήκιον
αρχ.
πιθηκώδης
μσν.
πιθηκίς
νεοελλ.
πιθηκικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος
αρχ.
πιθηκαλώπηξ, πιθηκοφαγώ, πιθηκοφόρος
μσν.
πιθηκοκέντριον
νεοελλ.
πιθηκάνθρωπος, πιθηκολόβιο. (Β' συνθετικό) κερκοπίθηκος
αρχ.
δημοπίθηκος, χοιροπίθηκος
νεοελλ.
αιγοπίθηκος, ανθρωποπίθηκος, αρκτοπίθηκος, γαλεοπίθηκος, γιγαντοπίθηκος, δρυοπίθηκος, ημιπίθηκος, προπίθηκος, ρυγχοπίθηκος].

Greek Monotonic

πίθηκος: [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκος, μαϊμού, σε Αριστοφ.· ως θηλ. πίθηκος μήτηρ, σε Βάβρ.· λέγεται για πρόσωπα, μίμος, πειραχτήρι, σε Αριστοφ., Δημ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πίθηκος: дор. πίθᾱκος (ῐ) ὁ, редко ἡ обезьяна Arph., Plat., Arst., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: monkey (IA. since Archil.).
Other forms: Dor. -ακος (Ar. Ach., Egypt. inscr.).
Compounds: Some compp., e.g. πιθηκο-φαγέω to eat monkey(-flesh) (Hdt.), χοιρο-πίθηκος m. "pig-monkey", monkey with a pig's nose (Arist.).
Derivatives: 1. Diminutives: πιθήκ-ιον n. (Plaut.), also metaph. as plantname (Ps.-Apul.) and as designation of a weight hanged between two warships (Ath. Mech.); -ιδεύς m. (Ael.; Bosshardt 72). 2. Adj.: -ώδης monkey-like (Arist., Ael.), -ειος belonging to monkeys, monkey- (Gal.); -όεις, f. -όεσσα in Πιθηκοῦσσαι νῆσοι f. pl. the Monkey Islands before the coast of Campania (Arist., Str.). 3. Verb -ίζω, also w. ὑπο-, δια-, play the ape with -ισμός m. monkey-trick (Ar.). -- With transition in fem. and metaph. meaning πιθήκη f. = ψύλλα, flea (Ael.); as consonantstem πίθηξ, -ηκος (Aesop.), secondar. after φύλακος : φύλαξ a.o. On itself stand πίθων, -ωνος m. small monkey (Pi., Babr.), prob. endearing and short name; on -ων Chantraine Form. 161, Schwyzer 487.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: On the κ-suffix cf. ἱέραξ, μύρμηξ a.o.; thematic vowel as in ψιττακός. -- Since Solmsen RLM 53, 141 usu. connected to Lat. foedus ugly as cognate (IE *bhidh-: bhoidh-) with reference to the opposite καλλίας (s. v.). Rather LW [loanword]; s. Nehring Glotta 14, 184 and Schrader-Nehring Reallex. 1, 16f.; cf. also WP. 2, 186. -- Prob. Pre-Greek.