ἐπιέννυμι
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
A put on besides or over, χλαῖναν δ' ἐπιέσσαμεν we threw a cloak over him, Od.20.143: elsewh. Hom. has only pf. part. Pass. ἐπιειμένος (Aeol. ἐπέμμενος Sapph.70): in metaph. sense c. acc., ἀναιδείην, ἀλκήν, clad in shamelessness, strength, Il.1.149, 8.262, etc.; ἐ. ἀχλύν AP7.283 (Leon.); λευκοῖσι κόμας ἐ. ὤμοις covered with hair over her white shoulders, A.R.3.45; χαλκὸν ἐπίεσται has brass upon or over it, Orac. ap. Hdt.1.47:—Med., put on oneself besides, put on as an upper garment, χλαίνας ἐπείνυσθαι Hdt.4.64: metaph., ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο Il.14.350; γᾶν ἐπιεσσόμενος (fut.), i.e. to be buried. Pi.N.11.16; so γῆν ἐπιέσασθαι X.Cyr.6.4.6; γῆν ἐπιεννύμεθα AP7.480 (Leon.), cf. Theoc.Ep.9.4: also, c. acc. rei, ἐπιεσσάμενοι νῶτον κρόκαις having wrapt one's shoulders with it, Pi.N.10.44.— Old Ep. Verb, not found till late (exc. Sapph. l.c.) in the form ἐφέννῡμι, because of the digamma, v. ἕννυμι, καταέννυμι; ἐπιέσασθαι is retained even in X.l.c.; ἐφέσσεσθαι, ἐφέσσατο, A.R.1.691, 1326; ἐφεσσάμενος Theoc. l.c., AP7.299 (Nicom.), 446 (Hegesipp.).
German (Pape)
[Seite 940] ion. = ἐφέννυμι, dazu, darüber anziehen, χλαῖναν δ' ἐπιέσσαμεν, wir zogen oder breiteten eine Decke über ihn, Od. 20, 143. Häufiger im med. u. pass., ἐπιεσσάμενος νῶτον κρόκαις Pind. N. 10, 44; γᾶν ἐπιεσσόμενος, sich in Erde hüllen, begraben werden, 11, 16, wie γῆν ἐπιέσασθαι Xen. Cyr. 6, 4, 6, von Hesych. ταφῆναι erkl. (s. ἐφέννυμι); vgl. τί πλέον γῆν ἐπιεννύμεθα Leon. Tar. 68 (VII, 480); Ἀΐδαο ἐπιειμένος ἀχλύν 96 (VII, 283); χαλκὸν ἐπίεσται, hat er angezogen, ist mit Erz bedeckt, Orac. Her. 1, 47; übertr., θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν Il. 8, 262, μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν Od. 9, 214, mit Stärke angethan, gerüstet, ἀναιδείην ἐπιειμένε, mit Frechheit angethan, Il. 1, 149; auch mit dem dat., λευκοῖσιν δ' ἑκάτερθε κόμας ἐπιειμένη ὤμοις Ap. Rh. 3, 45, vgl. 4, 179.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιέννῡμι: ἐπιθέτω, ῥίπτω ἐπάνω εἴς τινα, χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν, ἐρρίψαμεν ἐπ’ αυτὸν χλαῖναν, Ὀδ. Υ. 143· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὴν μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιειμένος, περιβεβλημένος, ἐπὶ μεταφορικῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., ἀναιδείην ἐπιειμένε, ἠμφιεσμένε, περιβεβλημένε μὲ ἀναίδειαν, ἀναίσχυντε, Ἰλ. Α. 149· θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκὴν Θ. 262, κτλ.· ἐπ. ἀχλὺν Ἀνθ. Π. 7. 283· λευκοῖσι δ’ ἑκάτερθε κόμας ἐπιειμένη ὤμοις, ἔχουσα τοὺς λευκοὺς ὤμους ἑκατέρωθεν κεκαλυμμένους διὰ τῆς κόμης, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 45· χαλκὸν ἐπίεσται, καλύπτεται ὑπὸ χαλκοῦ ἄνωθεν, Χρησμὸς παρ’ Ἡροδ. 1. 47, ἴδε Κριτικ. καὶ Γραμματικ. Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τόμῳ Β΄, σ. 286. - Μεσ., ἐνδύομαι προσέτι, βάλλω ἐπάνω μου ὡς ἐπανωφόριον, χλαίνας ἐπείνυσθαι Ἡρόδ. 4. 64· μεταφ., ἐπὶ δὲ νεφέλην ἔσσαντο Ἰλ. Ξ. 350· θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη, καὶ τελευτὰν ἀπάντων γᾶν ἐπιεσόμενος (ποιητ. μέλλ.), ἂς ἐνθυμηθῇ ὅτι τὰ μέλη ἅπερ ἐνδύει εἶναι θνητὰ καὶ ὅτι εἰς τὸ τέλος θὰ καλυφθῆ ὅλος ὑπὸ τῆς γῆς, Πινδ. Ν. 11. 21· οὕτω, γῆν ἐπιέσασθαι Ξεν. Κύρ. 6. 4, 6· γῆν ἐπιεννύμεθα Ἀνθ. Π. 7. 480, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 8. 4· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις, σκεπάσαντες τὴν ῥάχιν των διὰ μαλακῶν χλανίδων, Πινδ. Ν. 10. 82.- Ἀρχαῖον Ἐπ. ῥῆμα ἀπαντῶν παρὰ τοῖς μεταγεν. ἐν τῷ τύπῳ ἐφέννυμι ἕνεκα τοῦ δίγαμμα, ἴδε ἕννυμι, καταέννυμι· τὸ ἐπιέσασθαι διατηρεῖται ἔτι παρὰ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ τὸ ἐφέσσεσθαι, ἐφέσσατο, ἐφεσσάμενος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 691, 1326, Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 299, 446.
French (Bailly abrégé)
vêtir, revêtir : χλαῖναν OD revêtir (qqn) d’une tunique ; au pf. Pass. χαλκὸν ἐπίεσται HDT il est revêtu d’airain ; part. pf. Pass. ἐπιειμένος ἀλκήν, ἀναιδείην IL revêtu de sa force, d’impudence;
Moy. ἐπιέννυμαι se vêtir, se revêtir : χλαίνας HDT de ses robes ; fig. νεφέλην IL s’envelopper d’une nuée ; γῆν, γαῖαν être déposé en terre, être enterré.
Étymologie: ion. c. ἐφέννυμι, de ἐπί, ἕννυμι.
English (Slater)
ἐπιέννυμι
a clothe with c. acc. & dat., med. ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (cf. (O. 9.97) ; τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ.) (N. 10.44)
b med. clothe oneself in c. acc., met. θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος will take on a covering of earth (N. 11.16)
Greek Monolingual
ἐπιέννυμι (Α)
1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ντύνομαι
3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» — ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω
β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» — που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έννυμι «ενδύω»].
Greek Monotonic
ἐπιέννῡμι: Επικ. αντί ἐφ-έννυμι· αόρ. αʹ ἐπί-εσσα — Μέσ., Ιων. απαρ. ενεστ. ἐπ-είνυσθαι, αόρ. αʹ ἐπι-εσσάμην — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. ἐπί-εσται, μτχ. ἐπι-ειμένος· επιθέτω ή ρίχνω πάνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., μτχ. παρακ., μεταφ., ἐπιειμένος ἀλκήν, περιβεβλημένος με δύναμη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· χαλκὸν ἐπιέσται, έχει χαλκό από πάνω του ή είναι καλυμμένος με αυτόν, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. — Μέσ., ντύνομαι, φορώ από πάνω, βάζω πάνω μου ως ανώτερο ένδυμα ή σκέπασμα, πανωφόρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιέννῡμι: ион. (= ἐφέννυμι) (1 л. pl. aor. 1 ἐπιέσσαμεν, part. pf. pass. ἐπιειμένος, 3 л. sing. pf. ἐπίεσται или ἐπιέσται) надевать, накидывать (χλαῖναν Hom.): χαλκὸν ἐπιέννυσθαι Her. быть покрытым медью; ἐπιειμένος ἀλκήν Hom. полный силы; ἐπιειμένος ἀναιδείην Hom. преисполненный бесстыдства; med. надевать на себя, облекаться, окутываться (νεφέλην Hom.; χλαίνας Her.; μαλακαῖσι κρόκαις Pind.): γῆν ἐπιέσασθαι Pind., Xen., Anth. быть покрытым землей, т. е. быть похороненным.
Middle Liddell
epic for ἐφ-έννυμι aor1 ἐπί-εσσα Med. Ion. pres. inf. ἐπ-είνυσθαι aor1 ἐπι-εσσάμην Pass., 3rd sg. perf. ἐπί-εσται part. ἐπι-ειμένος
to put on besides or over, Od.: Pass., perf. part. metaph., ἐπιειμένος ἀλκήν clad in strength, Il., etc.; χαλκὸν ἐπιέσται has brass upon or over it, Orac. ap. Hdt.:—Mid. to put on oneself besides, put on as an upper garment or covering, Il., Hdt.