ἀπαρτάω
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
A hang up: ἀ. δέρην strangle, E.Andr.412; swing freely, of a stone in a sling, Arist.Mech.852b1:—Pass., hang loose,X.Eq.10.9, Arist.Aud.802a38; ἀπό τινος πρός τι Id.GA740a29; ἔκ τινος Luc. Pisc.48; τινός Babr.17.2. 2 metaph., make dependent upon, ἀ. ἐλπίδας ἐξ ἑαυτοῦ Luc.Tim.36:—Med., make dependent on oneself, νόμοις τὸ πλῆθος Plu.CG8. II detach, separate, τὸν λόγον τῆς γραφῆς D.18.59, cf. Arist.Rh.1407a24:—Pass., ὥστε τὴν χώραν πολὺ τῆς πόλεως ἀπηρτῆσθαι Id.Pol.1319a34; ὁ πλεύμων . . πολὺ ἀπηρτημένος τῆς καρδίας Id.HA508a33; οἱ πόροι . . ἀπήρτηνται ἀλλήλων, opp. συμπίπτουσι, ib.495a18:—but that from which one is separated is often omitted, and the Pass. used absolutely, ἀπηρτημένοι καὶ ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς γνώμαις detached, D.4.12; συνεχεῖς καὶ οὐκ ἀπηρτημένοι not detached, Arist.HA509b13, cf. 506b19, al.; of Time, τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Plb.12.17.1, cf. Plu. TG3; λόγος ἀπηρτημένος discrepant, Str.7.3.2; λίαν ἀπηρτ. far different, Ph.1.300, cf. Phld.Rh.1.288 S. III intr. in Act., remove oneself, go away, ἐς ἀλλοτρίαν ἀπαρτᾶν Th.6.21, cf. D.C.40.15; to be away, distant, ἀπό τινος Id.51.4; πρὶν ἀπαρτηθῆναι 44.38 is perh. f.l. for ἀπαντ-.
German (Pape)
[Seite 280] 1) aufhängen, etwas, daß es wovon herabhängt, ἀπαρτῆσαι δέρην Eur. Andr. 413; übertr., τὰς ἐλπίδας ἔκ τινος, die Hoffnung auf Einen setzen, Luc. Tim. 36; – pass., herabhangen, ἀπήρτηται Xen. de re equ. 10, 9; ἀπήρτηνται ἀλλήλων Arist. H. A. 1, 16; ἀπηρτημένος τούτοις, in Uebereinstimmung damit, Plut. cons. ad Apoll. p. 326; – 2) sich entfernen, εἰς ἀλλοτρίαν ἀπαρτῆσαι Thuc. 6, 21; häufiger trans., entfernen, z. B. λόγον γραφῆς Dem. 18, 58; pass., getrennt sein, ἀπηρτημένοι ταῖς παρασκευαῖς, dem πλησίον ὄντες entggstzt, Dem. 4, 12; τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Pol. 12, 17; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτάω: μέλλ. -ήσω, κρεμῶ ἀπό τινος, ἀναρτῶ, Ἀριστ. Μηχαν. 12. 1· ἀπ. δέρην, στραγγαλίζω, ἀπαγχονίζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 412: - Παθ., κρέμαμαι χαλαρῶς, τὸ δὲ ἄλλο ἀπήρτηται Ξεν. Ἱππ. 10. 9, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἀπό τινος π. Ζ. Γεν. 2. 4, 38· ἔκ τινος Λουκ. Ἁλ. 48· τινος Βάβρ. 17. 2. 2) μεταφ. κάμνω ὥστε νὰ ἐξαρτᾶταί τι ἔκ τινος, ἀπ. ἐλπίδας ἐξ ἑαυτοῦ Λουκ. Τίμ. 36. ΙΙ. ἀποσπῶ, ἀποχωρίζω, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ συναρτάω, τὸν λόγον τῆς γραφῆς Δημ. 244. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 35, 2: - Παθ. ὥστε τὴν χώραν πολὺ τῆς πόλεως ἀπηρτῆσθαι ὁ αὐτ. Πολιτικ. 6. 4, 14· ὁ πλεύμων... πολὺ ἀπηρτημένος τῆς καρδίας ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 23· οἱ πόροι… ἀπήρτηνται ἀλλήλων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ συμπίπτουσι, αὐτόθι 1. 16, 7: - ἀλλὰ συχνάκις παραλείπεται τὸ ἀφ’ οὗ τις ἀποχωρίζεται καὶ τὸ παθ. κεῖται ἀπολύτως, ἀπηρτημένοι καὶ ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς γνώμαις, κεχωρισμένοι, μὴ συνηνωμένοι, Δημ. 43. 23· συνεχῶς καὶ οὐκ ἀπηρτημένοι, μὴ ἀπεσπασμένοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 5, πρβλ. 2. 15, 14, κ. ἀλλ.· ἐπὶ χρόνου, τοῖς καροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Πολύβ. 11. 17, 1, πρβλ. Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3· λίαν ἀπηρτ., κατὰ πολὺ διάφορος, Φίλων 1. 300. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀπέρχομαι, ἐς ἀλλοτρίαν ἀπαρτᾶν Θουκ. 6. 21, ἐκτὸς ἂν τὰς κομιδὰς παραληφθῇ ἐκ τῆς προηγ. προτάσεως: εἶμαι μακράν, ἀπέχω, ἀπό τινος Δίων Κ. 51. 4: - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἀπαρτῆσαι· χωρίσαι, διαστῆσαι», κατὰ δὲ τὸν Σουΐδ. «ἀπαρτῆσαι, κρεμάσαι, ἀπαρτίσαι δὲ τὸ τελειῶσαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπήρτησα;
I. tr. 1 suspendre : δέρην EUR le cou de qqn, pendre qqn ; fig. ἀπ. ἐλπίδας ἔκ τινος LUC rattacher ses espérances à qqn ; Pass. être suspendu : ἔκ τινος, τινος à qch;
2 détacher, séparer : τὸν λόγον τῆς γραφῆς DÉM distinguer le discours du corps de l’accusation;
II. intr. s’éloigner : εἰς ἀλλοτρίαν THC partir pour une terre étrangère.
Étymologie: ἀπό, ἀρτάω.
Spanish (DGE)
A tr., gener. abs.
I 1de n. concr. suspender, colgar δέρην ahorcarse E.Andr.412, βάρος suspender un peso (en la honda para voltearla), Arist.Mech.852b1
•abs. ἀπαρτήσας φόρει περὶ τὸν τράχηλον PMag.4.2704
•en v. pas. σῶμα νεκρὸν ἀπηρτημένον cadáver de un ahorcado, POxy.51.8 (II d.C.), ἐκ τῶν βραγχίων ἀπηρτημένος de un pescado, Luc.Pisc.48.
2 de abstr., fig. hacer depender ἐξ αὐτοῦ ἐμοῦ τὰς ἐλπίδας Luc.Tim.36
•en v. med. mismo sent. ἑτέροις νόμοις ἀπηρτήσατο τὸ πλῆθος hizo al pueblo dependiente de sí mediante otras leyes Plu.CG 8.
II c. gen. o prep. y gen. y c. ac. de abstr. separar, apartar, desviar με ... ἀπαρτᾶν ... τὸν λόγον τῆς γραφῆς que yo desvío el tema de la acusación D.18.59, cf. ἀπηρτημένος ἂν εἴη λόγος la frase estaría equivocada Str.7.3.2, D.C.52.18.6, (τὰ ὀνήσιμα) ἀπήρτησαν τῶν ἀναγκαίων Phld.Acad.Ind.p.19
•obstaculizar ἵνα μὴ ἄκρα ... ἀπήρτα τὸν πλοῦν τῆς ὁδοῦ para que los promontorios no estorbaran la navegación Arr.Parth.63
•c. ac. de pers. distanciar, apartar, separar ἄλλους ... ἀπ' ἀλλήλων, ἀπαρτήσας D.C.42.54.1.
B intr.
I de n. concr. sólo v. med., gener. sin determinaciones
1 a)de objetos u órganos pender, colgar τὸ δὲ ἄλλο ἀπήρτηται el resto pende libremente X.Eq.10.9, οὐκ ἀπηρτημένοι (ὄρχεις) εἰσίν Arist.HA 509b13, cf. GA 716b29, de las orejas colgantes, Arist.PA 657a13, πτέρυγες Arist.PA 693a27;
b) c. gen., de seres vivos colgarse ὡς θύλακός τις πασσάλων ἀπηρτήθη (un gato) como si fuera un saco se colgó de unos clavos Babr.17.2.
2 estar al aire, ser exento μέγας ἀλλ' ἀπηρτημένος del diente de un caballo viejo, Arist.HA 576b19
•más gener. ser exento, independiente, definido οὐκ ἔχουσι δὲ ἀπηρτημένα κῶλα οἱ ἰχθύες Arist.PA 695b17, cf. Pr.883a15, de la esfera οὐδὲν ἀπηρτημένον ἔχει οὐδὲ προέχον Arist.Cael.290b6, ἐνίοις γὰρ ἑκάτερον τὸ μόριον ἀπήρτηται pues en algunos (animales) cada parte está separada Arist.HA 507a14.
II de pers. y abstr., c. gen. o prep. y gen., fig. depender ἀπήρτηται (ἡ χολὴ) πολὺ τοῦ ἥπατος Arist.PA 677a4, ἀπηρτημένος τούτων ὁ κωμικός ... λέγει dependiendo de estos (poetas), el cómico dice Plu.2.105e, ἐκ τῆς γενικῆς A.D.Pron.48.17
•c. ἐπί y dat. ἀπηρτημένην (τὴν χολήν) ἐπὶ τοῖς ἐντέροις la bilis relacionada con los intestinos Arist.PA 676b17, τοῦτο τὴν ἑκατέρου πολιτείαν ἀπηρτημένην τοῖς χρόνοις ἐποίησε esto hizo que la política de cada uno dependiera del momento Plu.TG 3.
III en v. act. o med., gener. c. varias determinaciones
1 de pers., c. ac. de direcc. o ἀπό y gen. de separación apartarse, alejarse ἐς ἀλλοτρίαν πᾶσαν (γῆν) ἀπαρτήσοντες Th.6.21, cf. D.C.40.15.6, πολὺ ἀπὸ σφῶν ἀπαρτῶντος αὐτοῦ estando él muy lejos de ellos D.C.51.4.2
•esp. en v. med. mismo sent. ἀπὸ τῶν φιλτάτων D.C.41.7.4, cf. 52.27.3, PIand.15.3.2 (IV d.C.)
•abs. D.C.102.1.
2 de n. concr., c. adv. de cantidad distar, estar apartado, lejos
a) abs. μακρὰν ἀπαρτᾶν de unidades lingüísticas en el discurso, Arist.Rh.1407a25;
b) c. gen., en v. med. τὴν χώραν ... πολὺ τῆς πόλεως ἀπηρτῆσθαι Arist.Pol.1319a34, cf. D.C.Epit.9.29.3
•esp. de órganos en descripciones anatómicas, en v. med. πλεύμων ... πολὺ ἀπηρτημένος τῆς καρδίας Arist.HA 508a33, πλεῖστον ... ἀπήρτηνται ἀλλήλων Arist.HA 495a18;
c) c. dat. instrum. τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Plb.12.17.1
•en v. med., fig. ἀπηρτημένοι καὶ ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς γνώμαις (estáis) despistados en cuanto a preparación y decisión D.4.12.
3 fig. de abstr. c. gen., en v. med. distar, estar apartado o lejos por ser diferente o dispar παντελῶς ... ἀπαρτημένος καὶ ἀλλότριος ... τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top.112a11, de la ἐργασία τῆς γῆς op. γεωργία Ph.1.300, οὐ μακρὰν ἀ. ... τῆς φιλοσοφίας Phld.Mus.92K., cf. Rh.1.288.
Greek Monotonic
ἀπαρτάω: μέλ. -ήσω,
I. 1. κρεμώ από κάπου ή κάτι, αναρτώ, σε Ευρ. — Παθ., κρέμομαι χαλαρά, σε Ξεν.
2. μεταφ., κάνω κάτι να εξαρτάται από κάτι άλλο, ἐξ ἑαυτοῦ, σε Λουκ.
II. αποσπώ, αποχωρίζω, τί τινος, σε Δημ. — Παθ., ἀπηρτημένοι, διαχωρισμένοι, διασπασμένοι, στον ίδ.
III. αμτβ. στην Ενεργ., αποχωρώ, απέρχομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτάω: 1) вешать, привешивать, pass. висеть, быть соединенным (ἀπό τινος Arst., τινος Babr. и ἔκ τινος Luc.): ἀπαρτῆσαι δέρην Eur. повесить за шею, удавить;
2) ставить в зависимость, связывать (τι ἔκ τινος Luc. и τινι Plut.): ἀπαρτῆσαι τὸ πλῆθος ἑτέροις νόμοις Plut. привлечь на свою сторону массы новыми законами; τῆς γνώμης τινὸς ἀπαρτῆσαι Plut. разделять чье-л. мнение (ср. 3);
3) отделять, обособлять, разъединять (τί τινος Dem.; ἀπηρτῆσθαι ἀλλήλων Arst.; τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Polyb.): ἀπηρτῆσθαι ταῖς γνώμαις Dem. расходиться во мнениях (ср. 2);
4) удаляться, уходить (ἐς ἀλλοτρίαν Thuc.).
Middle Liddell
I. to hang up from, ἀπ. δέρην to strangle, Eur.:—Pass. to hang loose, Xen.
2. metaph. to make dependent upon, ἐξ ἑαυτοῦ Luc.
II. to detach, separate, τί τινος Dem.:—Pass., ἀπηρτημένοι detached, disunited, Luc.
III. intr. in Act. to remove oneself, go away, Thuc.