συγκαθίζω

From LSJ
Revision as of 01:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθίζω Medium diacritics: συγκαθίζω Low diacritics: συγκαθίζω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: synkathízō Transliteration B: synkathizō Transliteration C: sygkathizo Beta Code: sugkaqi/zw

English (LSJ)

   A make to sit together or in a body, τὰ συνέδρια Hell.Oxy.11.4; τὸν λαόν LXX Ex.18.13:—Med. or Pass., sit in conclave, meet for deliberation, σ. τὸ δικαστήριον X.HG5.2.35, cf. D.Prooem.23 (v.l. -καθεζ-).    II intr. in Act., sit together, Lib.Or.11.216.    2 settle down in a boiling pot, PHolm.19.8.    III sit or settle down, of quadrupeds that lie down by doubling their legs under them, Arist. HA498a9; σ. ἐπὶ τὰ ὄπισθεν ib.578a21, cf. LXX Nu.22.27; σῶμα συγκεκαθικός a bent, stooping figure, Arist.Phgn.807b5; of men, crouch down, Plu.Arat.21; of women, Thessalus in Cat.Cod.Astr. 8(3).147; also τὰ νέφη εἰς τὰ κοῖλα σ. Thphr.Sign.3.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵζω), dabei, daneben, zusammen setzen, sitzen; σῶμα συγκεκαθικός, Ggstz von ἐπισπερχές, Arist. physiogn. 3; intrans., Plut. Arat. 21; med., Luc. de merc. cond. 33; u. so ist auch ξυνεκαθίζετο Xen. Hell. 5, 2, 35 richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίζω: μέλλ. -ιζήσω, κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ ὁμοῦ ἢ ἐν σώματι, τὸν λαὸν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 13). -Μέσ. ἢ παθ., καθίζω ἐν συνελεύσει, συνέρχομαι πρὸς διάσκεψιν, σ. τὸ δικαστήριον Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35, πρβλ. Δημ. 1434. 6. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ μέσῳ, καθίζω μετά τινος, πλησίον τινός, παρά τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. 2) καθίζω κάτω, ἐπὶ τῶν τετραπόδων ὅσα καθίζουσι κάμπτοντα ἢ συμπτύσσοντα τοὺς πόδας ὑπὸ τὸ σῶμά των, οἷονγαλῆ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· σ. ἐπὶ τῶν ὄπισθεν αὐτόθι 6. 27, πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 27), καὶ ἴδε συγκάμπτω· σῶμα συγκεκαθικός, συγκεκλιμένον, κεκυρτωμένον, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλουτ. Ἄρατ. 21· ὡσαύτως, τὰ νέφη σ. εἰς τὰ κοῖλα Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθιζήσω, ao. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα;
1 tr. faire siéger ensemble;
2 intr. siéger ensemble;
Moy. συγκαθίζομαι;
1 siéger ensemble;
2 s’affaisser.
Étymologie: σύν, καθίζω.

English (Strong)

from σύν and καθίζω; to give (or take) a seat in company with: (make) sit (down) together.

English (Thayer)

(T WH συνκαθίζω (cf. σύν, II. at the end)): 1st aorist συνεκαθισα; (see καθίζω);
a. transitive, to cause to sit down together, place together: τινα, followed by ἐν with a dative of the place, to sit down together: περικαθίζω). (Xenophon, Aristotle, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ΝΑ καθίζω
νεοελλ.
(διαλ.) χορεύω υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο και λυγίζοντας και τα δύο πόδια κατά τον ρυθμό της μουσικής
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθήσει κοντά σε άλλον ή άλλους
2. (αμτβ.) α) κάθομαι κοντά σε άλλον ή άλλους
β) (για ζώο) κάθομαι λυγίζοντας τα πίσω πόδια μου («ὁ δ' ἐλέφας... συγκαθίζει καὶ κάμπτει τὰ σκέλη», Αριστοτ.)
γ) (για πρόσ.) χαμηλώνω, γονατίζω, σκύβω
3. μέσ. συγκαθίζομαι
συνεδριάζωἐπεὶ δὲ συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον», Ξεν.)
4. φρ. «σῶμα συγκεκαθικός» — κυρτωμένο σώμα.

Greek Monotonic

συγκαθίζω: μέλ. -ιζήσω,
I. βάζω κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον άλλο — Μέσ. ή Παθ., κάθομαι σε συνέλευση, συνέρχομαι, συνεδριάζω, συσκέπτομαι, σε Ξεν.
II. αμτβ. = Μέσ., κάθομαι μαζί με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθίζω: (fut. συγκαθιζήσω, aor. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα; преимущ. med.-pass.)
1) сидеть рядом (παρά τινι Luc.);
2) заседать (ἐπεὶ δὲ ξυνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον Xen.);
3) усаживаться, садиться, приседать Plut., NT: σ. καὶ κάμπτειν τὰ σκέλη Arst. (о животных) садиться, подгибая ноги; τὸ σῶμα συγκεκαθικός Arst. осевшее тело, т. е. ленивая (вялая) поза;
4) сажать, помещать (τινὰ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθίζω act. met acc. ( causat. ) bij elkaar doen zitten. act. intrans. en med. - pass. intrans. bij elkaar (gaan) zitten, bijeen (gaan) zitten. neerhurken. Plut. Arat. 21.3.

Middle Liddell

fut. -ιζήσω
I. to make to sit together:—Mid. or Pass. to sit in conclave, meet for deliberation, Xen.
II. intr., = Mid. to sit with one, Luc.