ὀρεύς

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεύς Medium diacritics: ὀρεύς Low diacritics: ορεύς Capitals: ΟΡΕΥΣ
Transliteration A: oreús Transliteration B: oreus Transliteration C: oreys Beta Code: o)reu/s

English (LSJ)

Ion. οὐρεύς, έως, ὁ (even

   A ὁ θῆλυς ὀ. Arist.HA577b22, though τῆς θηλείας follows τοῖς θήλεσιν ib.573a16), mule, in Il., as a beast of draught and burden, always in Ion. form, synon. with ἡμίονος, cf. 23.115 with 121, and 24.702 with 716 ; also in Ar.Ra.290, etc. ; νικᾶν τοῖς ὀρεῦσι win the mule-race, Arist.Rh.1405b25.—In Att. ἡμίονος is the usual word, though the Adj. ὀρικός is preferred to ἡμιονικός by Moer.p.273 P.    II poet. Adj. for ὀρεινός, Lyc.1111.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, ion. u. ep. οὐρεύς (wahrscheinlich von ὄρος, das Bergthier, das in Gebirgen besonders gebraucht wird), Maulthier, Maulesel; Il. 1, 50. 23, 111 ff. 24, 716; Ar. Ran. 290; Arist. u. Folgde. – Poet. = ὀρεινός, ἐργάτης, der in den Bergen arbeitet, Lycophr. 1111.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεύς: Ἰων. οὐρεύς, έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - ἡμίονος, κοινῶς «μουλάρι», συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ζῷον φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ ἡμίονος, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ ὅταν δὲ γίνηται λόγος περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ θῆλυς ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως μετὰ τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - νικᾶν ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. ἡμίονος. - Παρ’ Ἀττ. ἡ συνήθης λέξις εἶναι ἡμίονος, ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ ὄρος, ἐπειδὴ ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ ὀρεινός, Λυκόφρ. 1111.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, animal.
Étymologie: ὄρος.

Greek Monolingual

ὀρεύς, -έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α)
1. ημίονος, μουλάρι
2. ως επίθ. ορεινόςὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.)
3. φρ. «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» — η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο σύνορο», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «αυλάκι που αφήνει το άροτρο» (βλ. λ. όρος [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το αυλάκι, δηλ. τον ημίονο, ο ποίος συχνά χρησιμοποιούνταν αντί του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. οὐρεύς αντιστοιχεί με τον ιων. τ. οὖρος τοῦ ὅρος (Ι). Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η ψίλωση που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση της λ. με το ὄρος (II) «βουνό»].

Greek Monotonic

ὀρεύς: Ιων. οὐρεύς, -έως, ὁ, μουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το ὄρος, βουνό, καθώς τα μουλάρια χρησιμοποιούνται πολύ σε ορεινές περιοχές).

Russian (Dvoretsky)

ὀρεύς: έως, ион. οὐρεύς, ῆος ὁ мул Hom., Hes., Arph., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f.).
Meaning: mule, for real Att. ἡμίονος (Il., Ar., Arist.).
Other forms: Ion. οὑρεύς.
Compounds: As 1. member in ὀρεω-κόμος m. mule driver (Att.) a.o. (for ὀρεο- with influence of gen. ὀρέος?).
Derivatives: ὀρικός belonging to a mule (Is., Aeschin.).
Origin: IE [Indo-European] [326] *h₁er- (h₃er-?) set in move XXX
Etymology: From ὅρος, Ion. οὖρος frontier, prop. *'furrow'; so prop. "furrowdrawer" (Schulze Q. 407 n. 3, Bechtel Lex. 261f.). The spir. lenis of the not real-Att. ὀρεύς may be explained through secondary association with ὄρος, s. Bosshardt $ 65 (cf. also Chantraine Form. 126); on the psilosis also Chantraine Gramm. hom. 1, 185.

Middle Liddell

ὀρεύς, ιονιξ οὐρεύς, έως, ὁ,
a mule, Il., Ar. [From ὄρος a mountain, mules being much used in mountainous countries.]