πέζα
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ης, ἡ, said to be Dor. and Arc. for πούς, Gal.19.129, cf. Ruf. ap. Orib.25.1.56 ;
A τῶν ἄπο πέζαν ἐκτὸς ἔχων Androm. ap. Gal.14.37 ; but distd. from it as the instep by Poll.2.192 ; πρὸς πέζῃ ποδός Paus. 5.11.2, cf. AP12.176 (Strat.) ; οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Hp.Mul.2.169. 2 περίσφυροσπ., = πέδη1.2, AP6.211 (Leon.). II metaph., bottom, end of a body, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ on the pole at the far end, Il.24.272. 2 edge, border of a garment, A.R. 4.46, AP6.287 (Antip.), J.AJ3.7.4, Hld.3.3 ; of the sea, strand, bank, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Hermesian.7.17 ; of a country, coastline, π. ἠπείροιο A.R.4.1258, cf. D.P.61 ; εἰς ὁδοῦ π. στενήν Luc. Trag.238 ; of a mountain, D.P.535, App.Pun.103. III round fishing-net, Opp. H.3.83.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt πούς, nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ μέρος, vgl. Galen.; μέχρι πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.
Greek (Liddell-Scott)
πέζᾰ: -ης, -ἡ, λέγεται ὅτι εἶναι Δωρ. καὶ Ἀρκαδ. ἀντὶ πούς, Ζηνόδοτος μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐθνικαῖς λέξεσι, πέζαν φησὶ τὸν πόδα καλεῖν Ἀρκάδας καὶ Δωριεῖς Γαλην. Ἐξήγ. Ἱπποκρ. γλωσσῶν 540, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ ὡς σημαῖνον ἢ τὸ πεδίον καλούμενον τοῦ ποδός, ἢ τὰ σφυρά, Ἱππ. αὐτόθι, Πολυδ. Β΄, 192· πρὸς πέζῃ ποδὸς Παυσ. 5. 11, 2, πρβλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 176· οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Ἱππ. 662. 45· πρβλ. καὶ Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ.· - π. περίσφυρος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 211, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀντὶ τοῦ πέδη, περισφύριον κόσμημα. ΙΙ. τὸ ἄκρον πράγματός τινος, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ πρὸς τὸ ἔσχατον ἄκρον, Ἰλ. Ω. 272. 2) ἡ ἄκρα οἵου δήποτε πράγματος, π.χ τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 46, Ἀνθ. Π. 6. 287· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ παραλία, αἰγιαλὸς, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 597D· ἐπὶ χώρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1258, πρβλ. Διον. Π. 61· εἰσόδου π. στενὴ Λουκ. Τραγῳδοποδάγρ. 239· ἐπὶ ὄρους, Διον. Π. 535. ΙΙΙ. στρογγύλον τι δίκτυον, «πεζόβολος» Ὀππ. Ἁλ. 3. 83.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. cheville du pied;
II. p. anal.
1 extrémité ou bord extrême (du timon);
2 bordure en gén. ; lisière d’un chemin.
Étymologie: p. *πέδjα, de la R. Πεδ, marcher ; cf. πούς, πέδη.
English (Autenrieth)
(πούς): a metallic end-piece or cap (shoe) at the end of a chariot-pole, Il. 24.272†. (See cut No. 42.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. και αρκαδικός τ.)
1. το πόδι
2. περισφύριο κόσμημα
3. (για χιτώνα) παρυφή
4. (για τη θάλασσα) παραλία, αιγιαλός
5. (για χώρα) συνοριακή γραμμή
6. (για όρος) η κορυφογραμμή
7. στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ, ο πεζόβολος
8. μτφ. το τελευταίο άκρο οποιουδήποτε πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέζα (< πεδ-jα) έχει σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με επίθημα -ja (πρβλ. γλώσσα < γλῶτjα, θρίσσα < θρίχ-ja, ὄσσα < ὄπja). Η λ. πέζα απαντά ως β' συνθετικό στη λ. τράπεζα].
Greek Monotonic
πέζᾰ: -ης, ἡ,
I. = πούς, σε Ανθ.
II. 1. μεταφ., η άκρη ή το τέλος ενός σώματος, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, στο μακρινό τέλος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. το άκρο ή σύνορο, το τελείωμα οποιουδήποτε πράγματος, λέγεται για ένδυμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πέζα: ἡ
1) лодыжка или ступня: μέχρι πέζης Anth. до ступней;
2) конец, край (εἰσόδου Luc.): ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἐπὶ πρώτῃ Hom. на переднем конце дышла;
3) основание или дно (αὐτοφύτοιο νάπης Anth.);
4) кайма платья Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέζα -ης, ἡ [πούς] wreef, enkel, voet uitbr. rand, zoom, uiteinde:. πέζαν ὑφηνάμεθα wij hebben een kraag geweven AP 6.287.2; εἰς ὁδοῦ πέζαν στενήν naar de smalle rand van de weg Luc. 69.238; ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ aan de dissel, aan het uiteinde ervan Il. 24.272. uitbr. band, alleen in de uitdr. περίσφυρος πέζα enkelband.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: instep, usu. metaph. foot-end, lower edge, border of a garment, coast, net, mountain range etc. (Ω 272, medic., hell.).
Derivatives: Independent in poet. compp., e.g. ἀργυρό-πεζα adj. f. with silver (i.e. white) feet, of Thetis a.o. (Il.), m. -πεζος (AP). On τράπεζα s. v. Unclear διά-πεζος, of woman's clothes (Callix.) -- Enlarged πεζ-ίς, -ίδος f. seam (Ar., Att. inscr.).
Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- foot
Etymology: Deriv with ι̯α-suffix from the word for foot (s. πούς), so name of smhing that belongs to the foot or smhing that refers to the foot. Formation like γλῶττα a.o. (Schwyzer 473 f., Chantraine Form. 97 ff.). Beside πέζα with ι̯α-suffix there is in Germ. an corresponding formation with ī-suffix (cf. on λύσσα; s. also πέδιλον): PGm. *fet-ī f. in OWNo. fit, gen. fit-jar web; perh. also in OHG fizza, NHG Fitze winding, thread, OHG also of the ends of the warps, as in Norw. fit.
Middle Liddell
πέζᾰ, ης,
I. = πούς, Anth.
II. metaph. the bottom or end of a body, πέζῃ ἔπι πρώτῃ at the far end, Il.
2. the edge or border of anything, of a garment, Anth.