βωμολόχος

From LSJ
Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

German (Pape)

[Seite 469] ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαθήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιθέμενα θύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καθεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προσαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχος: ον (λοχάω), κυρίως ὁ περὶ τοὺς βωμοὺς παραμένων ἵνα ζητήσῃ ἤ κλέψῃ μέρος τοῦ ἐκεῖ προσφερομένου κρέατος, ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Φερεκρ. Τυρ. 2· ἐντεῦθεν, ἐπαίτης πάσχων ὑπὸ πείνης, Λουκ. Μισθ. Συν. 24, πρβλ. Plaut. Rud. 1. 2, 52, Ter. Eun. 3. 2, 38· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐπὶ τῶν δυναμένων καὶ δεχομένων νὰ πράξωσιν οἱανδήποτε χαμερπῆ ἐργασίαν, ἵνα κερδήσωσι τὸν ἄρτον, ἀγροίκως ἀστεϊζόμενος, ἀναίσχυντος καὶ φλύαρος γελωτοποιός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1358, Βατρ. 1085, 1521, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
litt. : qui se tient aux aguets près de l’autel ; d’où
1 mendiant;
2 charlatan, bouffon ; τὸ βωμολόχον PLUT bouffonnerie.
Étymologie: βωμός, λόχος.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 mendicante que ronda los altares acechando las ofrendas ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr.150.2, βωμολόχους θ' ἱερεῖς Man.5.119, cf. Erot.Fr.Pap.Parth.39, Hsch., Et.Gud.293.1.
2 bufón, payaso, mamarracho κόλακες καὶ βωμολόχοι E.Ep.4.53, cf. Arist.EN 1108a25, Rh.1419b9
como epít. τις β. ξυνήγορος un mamarracho de abogado Ar.Eq.1358, cf. Ra.1085, 1521, ἦν δὲ καὶ φύσει β. Theopomp.Hist.162, cf. Luc.Merc.Cond.24, β. ... κόλαξ AP 11.323 (Pall.), οἱ βωμολοχώτατοι los más mamarrachos entre los mamarrachos de los poetas cómicos, Phld.Mus.4.12.38.
3 orn., subst. ὁ β. el bufón n. que recibe una variedad de corneja Arist.HA 617b18.
II de palabras, carácter bufonesco, chocarrero, chistoso βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει Ar.Ra.358, ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι Ar.Eq.1194, (ἦθος) κίβδηλον, βωμολόχον, καπηλικόν, τυραννικόν M.Ant.4.28, ἕτερα διελέχθη καὶ ὧδε βωμολόχα Philostr.VS 578
subst. τὸ βωμολόχον καὶ παιδιῶδες Plu.2.68a.
III adv. -ως en forma bufonesca αὐτὴ γελοιάζουσά τε καὶ β. ἰσχιάζουσα Procop.Arc.9.15, καὶ Πλατωνικῶς, καὶ μὴ Περιπατητικῶς καὶ μὴ β. Olymp.in Phd.70.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α βωμολόχος, -ον)
αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία
νεοελλ.
όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες
αρχ.
1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας
2. όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμος + λόχος «ενέδρα»].

Greek Monotonic

βωμολόχος: ὁ (λοχάω),
1. αρχικά, κάποιος που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει εκεί, ένας μισοπεθαμένος από την πείνα ζητιάνος, σε Λουκ.
2. μεταφ., κάποιος που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει φαγητό, για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, χαμερπής γελωτοποιός, σε Αριστοφ.· ως επίθ., βωμολόχον τι ἐξευρεῖν, εφευρίσκω κάποιο πρόστυχο παιχνίδι, τέχνασμα, κόλπο, στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη μουσική, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχος: ὁ и ἡ
1) досл. стоящий у алтаря, перен. попрошайка Luc.;
2) скоморох, шут, кривляка Arph., Arst.;
3) галка (Monedula) Arst.

Middle Liddell

λοχάω
1. properly one that lurked about the altars for the scraps that could be got there, a half-starved beggar, Luc.
2. metaph. one who would do any dirty work to get a meal, a lick-spittle, low jester, buffoon, Ar.:—as adj., βωμολόχον τι ἐξευρεῖν to invent some ribald trick, Ar.; of vulgar music, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχος -ον βωμός, λοχάω ‘die op de loer ligt bij een altaar’ (om offerrestjes te krijgen of weg te pakken) ; alleen overdr. lolbroekerig, clownesk, komisch, van personen en zaken:; νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι bedenk nu iets komisch Aristoph. Eq. 1194; subst. lolbroek, clown.