παράλιος
English (LSJ)
α, ον or ος, ον (v. infr.),
A = πάραλος, by the sea, παραλία ψάμμα A.Pr.573 (lyr.); γῆ, πόλις παραλία, E.Ion1592, Rh.700(lyr.); ὄρνιθες παράλιοι S.Aj.1065 ; τὰπ. τῆς Αακωνικῆς Plu.2.213a ; νησιῶται καὶ π. ib.965c ; of maritime plants, esp. sea-spurge, Euphorbia Paralias, Thphr.HP9.11.7, Dsc.4.164.6 ; of πιτύουσα, ib.165. II ἡ παραλία, Ion. -ιη (sc. γῆ or χώρα),
A seacoast, seaboard, τῆς Θρηΐκης τὴν π. Hdt.7.185 ; of Epidaurus, Arist.Rh.1411a11. 2 esp. of the maritime district or seaboard of Attica, between Hymettus, Brauron, and Sunium, Hdt.5.81 ; παραλία [γῆ] Th.2.56 ; ἡ χώρα ἡ π. IG2.1195 ; ἡ π. Plb.3.39.3, Str.9.1.21 ; also ἡ παράλιος D.S.3.15, al. III οἱ Παράλιοι, = οἱ Πάραλοι, Plu.2.805e. IV Παράλιον, τό, sanctuary of the hero Πάραλος, Rev.Et.Gr.44.294 (Attica, iv B. C.), D.49.25, Phot., AB294. [πᾱρᾰλίη, metri gr., A.R.4.1560, D.P.253.]
German (Pape)
[Seite 487] auch 3 Endgn, = πάραλος, τὰν παραλίαν ψάμμον, Aesch. Prom. 573; ὄρνιθες, Soph. Ai. 1044; οἱ παράλιοι, Plut. sol. an. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παράλιος: -α, -ον, ἤ ος, ον, (ἴδε κατωτ.), = πάραλος, ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, παραλία ψάμμος Αἰσχύλ. Πρ. 573· γῆ, πόλις· παραλία Εὐρ. Ἴων 1592, Ρῆσ. 700· ὄρνιθες παράλιοι Σοφ. Αἴ. 1065· τὰ π. τῆς Λακωνικῆς Πλούτ. 2. 213Α· π. καὶ νησιῶται αὐτόθι 965C. II. ἡ παρᾰλία, Ἰων. -ίη, (ἐξυπ. Γῆ ἢ χώρα), ἡ παραλία, ἀκτή, τῆς Θρηίκης τὴν π. Ἡρόδ. 7. 185· ἐπὶ τῆς Ἐπιδαύρου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7. 2) ἰδίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραθαλασσίου διαμερίσματος ἢ τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ τοῦ Ὑμηττοῦ καὶ τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 81· πρβλ. Πάραλος ΙΙ· ἡ ἀκτὴ καλεῖται παραλία γῆ ἐν Θουκ. 2. 56· ἡ χώρα ἡ παραλία Συλλ. Ἐπιγρ. 178, 179· ἡ παραλία μόνον, Στράβ. 398, κλ.· ὡσαύτως, ἡ παράλιος Πολύβ. 3. 39, 3, Διόδ. 3. 15., 11. 14 καὶ 60., 12. 42, κ. ἀλλ. _ Καθ’ Ἡσύχ.: «παραλία· ἡ Ἀττική. ἔνθεν καὶ ἡ ναῦς πάραλος». ΙΙΙ. οἱ Παράλιοι, = Πάραλοι, Πλούτ. 2. 805D. [Πᾱπαλία, χάριν τοῦ μέτρου, Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1560, Διον. Π. 253].
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. adj. 1 situé près de la mer, maritime;
2 qui concerne la vie au bord de la mer;
II. subst. 1 ἡ παραλία (χώρα) côte, littoral de la mer ; ἡ παράλιος le littoral de l’Attique ou Paralie ; ἡ παραλία γῆ m. sign.
2 οἱ παράλιοι PLUT les habitants du littoral.
Étymologie: παρά, ἅλς¹.
Par. ὑπεράκριοι, πεδιεῖς.
English (Strong)
from παρά and ἅλς; beside the salt (sea), i.e. maritime: sea coast.
English (Thayer)
παράλιον, also of three term. (cf. Winer's Grammar, § 11,1) (παρά and ἅλς), by the sea, maritime: ἡ παράλιος, namely, χώρα, the sea-coast, Polybius 3,39, 3; Diodorus 3,15, 41; Josephus, contra Apion 1,12; the Sept. ἡ παραλία in Herodotus 7,185; often in Polybius; Josephus, Antiquities 12,7, 1).
Greek Monolingual
-α, -ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος
2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία
βλ. παραλία
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια
οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη θάλασσα, οι ακτές
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα («νησιῶται καὶ παράλιοι», Πλούτ.)
2. συνθετικό ονομασίας θαλάσσιων φυτών («εὐφόρβιον ὁ παραλίας», Θεόφρ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράλιοι
α) οι κάτοικοι τών παραλίων
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Παράλιοι
μία από τις τρεις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι κάτοικοι της Αττικής κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράλιον
το ιερό του ήρωα Παράλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -άλιος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. εν-άλιος].
Greek Monotonic
παράλιος: -α, -ον και -ος, -ον = παράλος I., αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, σε Τραγ.
II. ἡ παρᾰλία, Ιων. -ίη (ενν. γῆ ή χώρα), αιγιαλός, παραλία, ακτή, σε Ηρόδ., Αριστ.
2. η ανατολική ακτή της Αττικής, ανάμεσα στον Υμηττό και τη θάλασσα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παράλιος: II ἡ (sc. χώρα или γῆ) морское побережье Polyb., Diod.
3, реже 2 (ᾰλ) приморский (ψάμμος Aesch.; πόλις Eur.; ὄρνιθες Soph.; φυτόν Plut.; sc. πόλεις NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράλιος -α –ον, f. ook -ος, Ion. -η [παρά, ἅλς] aan zee gelegen, zee-:; τὰν παραλίαν ψάμμον het zeezand Aeschl. PV 573; ὄρνισι … παραλίοις voor zeevogels Soph. Ai. 1065; subst. ἡ παραλία ( sc. γῆ, χώρα ) kust, kuststreek, spec. kust van Attica.
Middle Liddell
παρ-άλιος, η, ον = πάραλος
I. by the sea, Trag.
II. ἡ (sc. γῆ or χώρἀ the seacoast, sea-board, Hdt., Arist.
2. the eastern coast of Attica, between Hymettus and the sea, Hdt., Thuc.