αὐθαίρετος

From LSJ
Revision as of 11:20, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαίρετος Medium diacritics: αὐθαίρετος Low diacritics: αυθαίρετος Capitals: ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: authaíretos Transliteration B: authairetos Transliteration C: afthairetos Beta Code: au)qai/retos

English (LSJ)

ον,

   A self-chosen, self-elected, στρατηγοί X.An. 5.7.29; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668; γυμνασίαρχος OGI583.8; συνήγορος POxy.1242.10. Adv. -τως Inscr.Magn.163.15, PLond. 2.280.7 (i A. D.).    II by free choice, of one-self, E.Supp.931; αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17; independent, free, εὐβουλία Th.1.78; ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN1114b6.    III of things, due to one's own choice, ὄλβος B.Fr.20; usu. of evils, self-incurred, πημοναί S.OT1231; οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες E.Fr.339; νόσοι… αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40; θάνατος X.HG6.2.36; λῦπαι Men.634; δυστύχημα Id.618. Adv. -τως of free choice, LXX 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr.361 (iv A. D.); πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24, independently, Luc.Anach.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθαίρετος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐκλεχθείς, αὐτοχειροτόνητος, στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ, Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, ἐλεύθερος, εὐβουλία Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἄλλην τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι αὐτόθι 294· κίνδυνοι, δουλεία Θουκ. 1. 144., 6. 40· θάνατος Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· λύπη, ἀτύχημα, δυστύχημα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 volontairement choisi ; volontaire, spontané (exil, servitude, mort, etc.);
2 qui choisit ou agit de son plein gré, libre, indépendant;
3 qui se choisit ou se désigne de lui-même;
3 arbitraire.
Étymologie: αὐτός, αἱρέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1suscitado o atraído por propia voluntad, voluntario de abstr. θνατοῖσι δ' οὐκ αὐθαίρετοι οὔτ' ὄλβος οὔτ' ἄκναμπτος Ἄρης B.Fr.24.1, πημοναί S.OT 1231, ἔρωτες E.Fr.339, νόσοι E.Fr.292.4, κίνδυνος Th.1.144, 6.40, εὐβουλία Th.1.78, θάνατος X.HG 6.2.36, λῦπαι Men.Fr.537.2, δυστύχημα Men.Fr.486.1, καταφθορά Plb.2.21.6, τὸ καλόν Plu.2.1048d, ἔφεσις Arist.EN 1114b6.
2 de pers. en la esfera pública voluntario, por propia decisión ξένος E.Supp.931, στρατηγοί X.An.5.7.29, ἄρχων στεφανηφόρος IG 12(5).660.9, 668.5 (ambas Siro III d.C.), cf. 12.Suppl.238.9 (Siro II d.C.), γυμνασίαρχος OGI 583.8 (Chipre I d.C.), συνήγορος POxy.1242.10 (III a.C.), νεοποιός IEphesos 961.3, IP 8(3).30 (II/III d.C.)
espontáneo συντέλειαι D.C.52.6.3
en fórmulas ἑκουσίῳ καὶ αὐθαιρέτῳ γνώμῃ por voluntaria y propia decisión, PCair.Isidor.81.27 (III d.C.), cf. PN.York 20.19 (IV d.C.)
como pred. αὐ. ἐξῆλθε πρὸς ὑμᾶς 2Ep.Cor.8.17.
II adv. -ως por propia voluntad, voluntariamente c. verb. de mov. αὐ. προελθὼν εἰς τὴν ἐκλησίαν IPr.108.44 (II a.C.), αὐ. ... προσῆγε LXX 2Ma.6.19
c. verb. rel. c. funciones públicas τελέσαντες τῇ πατρίδι αὐ. IM 163.17
en fórmulas ἑκουσίως καὶ αὐ. PLond.280.8 (I d.C.), POxy.2763.11 (III d.C.), PWisc.12.7 (IV d.C.).

English (Strong)

from αὐτός and the same as αἱρετίζω; self-chosen, i.e. (by implication) voluntary: of own accord, willing of self.

English (Thayer)

ἀυθαιρετον (from αὐτός and ἁιρέομαι), self-chosen; in Greek writings especially of states or conditions, as δουλεία, Thucydides 6,40, etc., more rarely of persons; voluntary, of free choice, of one's own accord (as στρατηγός, Xenophon, an. 5,7, 29, explained § 28 by ὅς ἑαυτόν έ῾ληται): 2 Corinthians 8:3,17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.
2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα
οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή
αρχ.
1. αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος
2. αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του
3. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη εκλογή ή βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + αιρετός < αιρώ].

Greek Monotonic

αὐθαίρετος: -ον, I. εκλεγμένος από τον εαυτό του, επιλεγμένος από τον εαυτό του, σε Ξεν.
II. ο αφ' εαυτού, σε Ευρ.· ανεξάρτητος, σε Θουκ.
III. λέγεται για πράγματα, αυτό που επιλέγει κάποιος, αυτός που προκαλεί στον εαυτό του, θεληματικός, εκούσιος, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθαίρετος:
1) добровольно избранный, добровольный (πημοναί Soph.; κίνδυνοι Thuc.; θάνατος Xen.; δουλεία Dem.); πόλεμον αὐθαίρετον προσάγειν Plut. намеренно затягивать войну; αὐ. ἀμφοτέροις ἡ εὐβουλία Thuc. обе стороны могут прийти к благоразумному решению;
2) сам себя избравший, т. е. самозванный (στρατηγοί Xen.).

Middle Liddell


I. self-chosen, self-elected, Xen.
II. by free choice, of oneself, Eur.: independent, Thuc.
III. of things taken upon oneself, self-incurred, voluntary, Soph., Thuc., etc.