ἀνταγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντᾰγωνίζομαι Medium diacritics: ἀνταγωνίζομαι Low diacritics: ανταγωνίζομαι Capitals: ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antagōnízomai Transliteration B: antagōnizomai Transliteration C: antagonizomai Beta Code: a)ntagwni/zomai

English (LSJ)

   I struggle against, prove a match for, τινί, esp. in war, Hdt.5.109, Th.6.72, X.Cyr.1.6.8, etc.; ἀ. ταῖς παρασκεναῖς τινός D.43.81; πρὸς τοὺς βαρβάρους Inscr.Prien.17.15, cf. Ep.Hebr.12.4.    2 generally, struggle, vie with, τινί Th.3.38; περί τινος And.4.2; οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι the parties in a lawsuit, X. Cyr.8.2.27; [οἱ ἐλευθέριοι] οὐκ ἀ. περὶ τῶν χρημάτων Arist.Rh. 1366b8.    3 act a part in rivalry with, τινί Plu.Dem.29.    II as Pass., to be set against, τινί X.Oec.10.12.

German (Pape)

[Seite 243] gegen Jemand kämpfen, τινί, im Kriege, Xen. Cyr. 1, 6, 8; mit Einem wetteifern, auch im Guten, 3, 3, 10; bes. vor Gericht streiten, τινί, Thuc. 3, 38; περὶ τῶν ἄθλων Andoc. 4, 2; Xen. Cyr. 8, 2, 27; ἀντ. τινὶ τραγῳδίαν ὑποκρινόμενος, in einer tragischen Rolle, Plut. Dem. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: Ι. ὡς ἀποθ., ἀγωνίζομαι κατά τινος, τινί, ἰδίως ἐν πολέμῳ, Ἡρόδ. 5.109. Θουκ. 6. 72, Ξεν., κτλ., ἀν. ταῖς παρασκευαῖς τινος Δημ. 1078.11. 2) καθόλου, ἀγωνίζομαι, διαφιλονεικῶ πρός τινα, τινὶ Θουκ. 3. 38· περί τινος Ἀνδοκ. 29. 12· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οἱ διάδικοι ἢ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ τινί, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27. 3) ἀπολ., ἀνταγωνίζομαι περί τινος πράγματος, οὐκ ἀνταγωνίζονται περὶ χρημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 6. ΙΙ. ὡς παθ., τίθεμαι ἐναντίον τινὸς ὡς ἀντίπαλος, καὶ ὄψις δὲ ὁπόταν ἀνταγωνίζηται διακόνῳ... κινητικὸν γίγνεται Ξεν. Οἰκ. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντηγωνιζόμην, f. ἀνταγωνιοῦμαι, etc.
1 lutter les armes à la main contre, τινι ; en gén. lutter ou disputer contre, τινι ; οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι XÉN les parties adverses dans un procès;
2 jouer un rôle (tragique) en face d’un autre acteur.
Étymologie: ἀντί, ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

1 en sent. milit. combatir, hacer la guerra contra c. dat. Φοίνιξι Hdt.5.109, τοῖς πρώτοις τῶν Ἑλλήνων Th.6.72, αὐτοῖς X.Cyr.1.6.8, ταῖς τούτων παρασκευαῖς D.43.81
c. πρός c. ac. πρὸς τοὺς βαρβάρους IPr.17.15 (III a.C.), πρὸς τὰ ἅρματα τῶν βαρβάρων D.C.62.12.3
abs. LXX 4Ma.17.14
fig. πρὸς ἕκαστον νόσημα Hp.Prog.1, πρὸς τὴν ἁμαρτίαν Ep.Hebr.12.4.
2 en gener. oponerse a, competir con (dialécticamente), c. dat. τοῖς τοιαῦτα λέγουσι Th.3.38, αὐτοῖς Pl.Alc.1.119b, Luc.Herm.35, en gener. διακόνῳ X.Oec.10.12
c. περί c. gen. luchar por περὶ τῶν ἄθλων τούτων And.4.2, περὶ τῶν χρημάτων Arist.Rh.1366b8, tb. c. ὑπὲρ c. gen. ὑπὲρ τῆς πατρίδος καὶ τῶν φίλων D.C.38.22.2
c. otros giros prep. competir en ejercicios físicos o juegos ἐν οἷς ἀντηγωνίζοντο πολλοί X.Cyr.3.3.10, ἐπί τε κελήτων καὶ ἐπὶ συνωρίδων τῶν τε τεθρίππων D.C.51.22.4
οἱ ἀνταγωνιζόμενοι las partes de un proceso judicial, X.Cyr.8.2.27
hacer el papel de antagonista (en la tragedia), Plu.Dem.29, cf. Didascalia A 5a.3 en TrGF p.31.
3 lóg. tener oposición, ser contradictorio ἀνταγωνίζεται ... ἡ ὑπόθεσις M.Ant.8.1.

English (Strong)

from ἀντί and ἀγωνίζομαι; to struggle against (figuratively) ("antagonize"): strive against.

English (Thayer)

to struggle, fight; πρός τί, against a thing, Winer s Grammar, § 52,4, 3). (Xenophon, Plato, Demosthenes, etc.)

Greek Monolingual

ἀνταγωνίζομαι)
1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου
2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι
αρχ.
1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου
2. είμαι αντίδικος κάποιου
3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι
4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου, παρακινούμαι σε αγώνα εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ῐοῦμαι· ως αποθ., αγωνίζομαι ενάντια, είμαι αντίπαλος κάποιου, τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, αντιμάχομαι ή διαφιλονικώ με, τινι, σε Θουκ.· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οι διάδικοι, αντίδικοι σε δίκη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰγωνίζομαι:
1) сражаться, воевать (τινι Her., Thuc., Xen.);
2) состязаться, соревноваться, соперничать, спорить (τινι Thuc., Plut.; περί τινος Arst.): οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι Xen. тяжущиеся стороны (в суде);
3) pass. быть сопоставляемым, быть противопоставляемым (τινι Xen.).

Middle Liddell


as Dep. to struggle against, prove a match for, τινί Hdt., Thuc.:—generally, to struggle or dispute with, τινί Thuc.:— οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι the parties in a lawsuit, Xen.

Chinese

原文音譯:¢ntagwn⋯zomai 安特-阿哥你索買

詞類次數:動詞(1)

原文字根:交換-競爭

字義溯源:努力對抗,爭扎,相爭;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 你們⋯相爭(1) 來12:4