ἐπινίκιος

From LSJ
Revision as of 12:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίκιος Medium diacritics: ἐπινίκιος Low diacritics: επινίκιος Capitals: ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ
Transliteration A: epiníkios Transliteration B: epinikios Transliteration C: epinikios Beta Code: e)pini/kios

English (LSJ)

ον,

   A of victory, ἀοιδαί Pi.N.4.78; ὕμνος D.S.5.29; ἀγῶνες ἐ. games to celebrate victory, Plb.30.22.1, cf. IGRom.4.1268 (Thyatira); ἐ. πομπή, ἑορτή, D.H.3.41, Plu.Rom.29; ἐ. τιμαί the honours of a triumph, Id.Aem.31; ἡμέρα Id.Cor.3; στολή D.C.37.21. Adv. -ίως Hsch. s.v. ἀλαλάζει.    II. as Subst., ἐπινίκιον (sc.ᾆσμα, μέλος), τό, song of victory, triumphal ode, such as Pindar's, cf. Ath.1.3e; Ζῆνα . . ἐπινίκια κλάζων A.Ag.174 (lyr.).    2. ἐπινίκια (sc.ἱερά), τά, sacrifice for a victory or feast in honour of it, Ar.Fr.433, And.4.29, D.21.55, etc.; τὰ ἐ. θύειν Pl.Smp.173a, etc.; ἑστιᾶν D.59.33; ἐ. πέμψαι, πεμφθῆναι, of a Roman triumph, D.C.36.25,37.21.    b. (sc. ἆθλα) prize of victory, S.El. 692, D.H.3.27, IG7.3195,3196 (Orchom. Boeot.).

German (Pape)

[Seite 965] zum Siege gehörig; ἀοιδή, Siegesgesang, Pind. N. 4, 76; ἀγῶνες Pol. 30, 13; Folgde; auch ὁ ἐπινίκιος, sc. ὕμνος, u. τὸ ἐπινίκιον, sc. μέλος, Schol., Ath. I, 3 e, D. Sic. 5, 29; so auch ἐπινίκια κλάζων Aesch. Ag. 167; ἐνεγκὼν πάντα ἐπινίκια, Siegespreis, Soph. El. 682, wie D. Hal. 3, 27; τὰ ἐπινίκια θύειν, ein Opferfest wegen eines Sieges veranstalten, Plat. Conv. 173 a; Dem. 59, 33; vgl. Ar. bei Ath. IX, 387 f; – πομπή, Siegesaufzug, D. Hal. u. ä. a. Sp.; ἐπινίκια πέμπειν, triumphum agere, D. C. 36, 8. – Adv. ἐπινικίως, Hesych. v. ἀλαλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίκιος: ῑ, ον, (νίκη) ἀνήκων εἰς νίκην, περὶ νίκης, ἀοιδὴ Πίνδ. Ν. 127· ὕμνος Διόδ. 5. 29· ἀγῶνες ἐπ., ἐπὶ νίκῃ, πρὸς πανηγυρισμὸν νίκης, Πολύβ. 30. 13, 1. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3503· οὕτως, ἐπινίκιος πομπή, ἑορτή, πανήγυρις Διον. Ἁλ. 3. 41. Πλουτ. Ρωμ. 29· ἐπ. τιμαί, αἱ θριαμβευτικαὶ τιμαί, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 31· ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἐπινίκιον (ἐξυπ. ᾆσμα, μέλος), τό, ᾆσμα ἐπὶ νίκῃ, ᾠδὴ θριαμβική, οἷα τὰ ἐπινίκια τοῦ Πινδάρου, πρβλ. Ἀθην. 3Ε· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων (πρβλ. ἐπευφημέω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 174. 2) ἐπινίκια (ἐξυπ. ἱερά), τά, θυσία ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑορτὴ πρὸς πανηγυρισμὸν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 370. Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ. Συμπ. 17Α, Δημ. 532. 12· τὰ ἐπ. θύειν Πλάτ. Συμπ. 173Α, κτλ.· ἑστιᾶν Δημ. 1356. 8. β) (ἐξυπ. ἆθλα), τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια Σοφ. Ἠλ. 692, Διον. Ἁλ. 3. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 1583 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, etc.) ; τὰ ἐπινίκια :
1 chants de victoire;
2 sacrifice ou fêtes en l’honneur d’une victoire;
3 prix de la victoire.
Étymologie: ἐπί, νίκη.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπινίκιος, -ον) νίκη
1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκηεπινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα»)
2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» — ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινίκια
ο πανηγυρικός εορτασμός της νίκης
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ ἐπινίκιον
άσμα για να τιμηθεί η νίκη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπινίκια
α) θυσία για τη νίκη
β) βραβεία για τη νίκη.

Greek Monotonic

ἐπινίκιος: [ῑ], -ον (νίκη),
I. σχετικός με νίκη, θριαμβευτικός, σε Πίνδ. κ.λπ.
II. ως ουσ., ἐπινίκιον (ενν. μέλος), τό, τραγούδι νίκης, θριαμβική ωδή, τραγούδι θριάμβου, σε Αισχύλ. 2. α) ἐπινίκια (ενν. ἱερά), τά, θυσία για νίκη ή γιορτή προς τιμή της, σε Πλάτ. κ.λπ. β) (ενν. ἆθλα), έπαθλο, λάφυρα της νίκης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινίκιος: (νῑ)
1) победный (ἀοιδή Pind.; ὕμνος Diod.; στέφανοι Plut.);
2) триумфальный (τιμαί Plut.);
3) справляемый в честь победы (ἀγῶνες Polyb.; ἑορτή Plut.).

Middle Liddell

ἐπῑνίκιος, ον νίκη
I. of victory, triumphal, Pind., etc.
II. as Subst., ἐπινίκιον (sc. μέλοσ), a song of victory, triumphal ode, Aesch.
2. ἐπινίκια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice for a victory or feast in honour of it, Plat., etc.
b. (sc. ἆθλἀ the prize of victory, Soph.