ὀργίλος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, (ὀργή II)
A inclined to anger, irascible, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. -ώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. -αίτερος). Adv. -λως, ἔχειν to be angry, D.21.215 ; τινι with one, Id.45.67 ; ἐπί τινι Paus.8.25.6 ; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as Adv., ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. -ώτερον J.BJ3.2.3.
German (Pape)
[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.
English (Strong)
from ὀργή; irascible: soon angry.
English (Thayer)
ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].
Greek Monotonic
ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργίλος: раздражительный, вспыльчивый Xen. etc.
Middle Liddell
ὀργί˘λος, η, ον ὀργή II]
prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.
Chinese
原文音譯:Ñrg⋯loj 哦而居羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:憤慨的
字義溯源:暴燥的,易怒的,性急的;源自(ὀργή)=意欲,激烈情感,憎恨);而 (ὀργή)出自(ὀρέγω)*=伸展)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 暴燥(1) 多1:7