δράσσομαι

From LSJ
Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράσσομαι Medium diacritics: δράσσομαι Low diacritics: δράσσομαι Capitals: ΔΡΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: drássomai Transliteration B: drassomai Transliteration C: drassomai Beta Code: dra/ssomai

English (LSJ)

Att. δράττομαι, Hdt.3.13; impf.    A ἐδραττόμην Ar.Ra. 545: fut. δράξομαι APl.4.275.10 (Posidipp.), LXXNu.5.26: aor. ἐδραξάμην Pl.Ly.209e, etc.: pf. δέδραγμαι, 2 pers. δέδραξαι E.Tr.750, part. δεδραγμένος Il.13.393:—the Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):—grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph., ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant.235 (vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc.    2 lay hold of, τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr.750; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph., δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14; μεγάλης ἀπήνης AP 11.238 (Demod.); τᾶς κραδίας Theoc.30.9; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41.    II c. acc., take by handfuls, ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13; also, catch, τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20.

Greek (Liddell-Scott)

δράσσομαι: Ἀττ. δράττομαι, Ἡρόδ. 3. 13, Ἀριστοφ. Βάτρ. 545· μέλλ. δράξομαι Ἀνθ. Πλαν. 275, Ἑβδ.· ἀόρ. ἐδραξάμην Πλάτ., πρκμ. δέδραγμαι ἢ δέδαργμαι, β΄ πρόσ. δέδαρξαι Εὐρ. Τρῳ. 745, μετοχ. δεδραγμένος Ὅμ.· - τὸ ἐνεργ. δράσσω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ΄, 155· (πρβλ. δράξ, δράγμα, δραχμή)· ἀποθ. Λαμβάνω ἢ συλλαμβάνω διὰ τῆς χειρός, πιάνω σφικτά· μετὰ γεν. πράγματος κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης, πιάνων σφικτὰ διὰ τῶν χειρῶν τὴν πλήρη αἵματος κόνιν, Ἰλ. Ν. 393, ΙΙ. 486· οὕτω (μεταφ.), ἐλπίδος δεδραγμένος Σοφ. Ἀντ. 235 (ἀλλ’ ἴδε φράσσω Ι). δράξασθαι τῶν ἁλῶν, λαμβάνω δράκα, μίαν «φούχταν» ἅλατος, Πλάτ. Λυσ. 209Ε, κτλ. 2) καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι χερσί; Εὐρ. Τρῳ. 745· δραξάμενος φάρυγος, συλλαβὼν αὐτοὺς ἐκ τοῦ λάρυγγος, Θεόκρ. 24. 28, πρβλ. 25. 145· - μεταφ., δράξασθαι καιροῦ Διόδ. 12. 67· μείζονος οἴκου (ἐνν. δι’ ἐπιγαμίας), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11. 238. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω τι «μὲ τὲς φοῦχτες», ταύτας [τὰς μνέας] δρ. Ἡρόδ. 3. 13· κόνιν δραγμοῖσι δεδραγμένοι Κόϊντ. Σμ. 1. 350.

French (Bailly abrégé)

f. δράξομαι, ao. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι;
prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; rar. avec l’acc.
Étymologie: δράξ.

English (Autenrieth)

perf. part. δεδραγμένος: grasp with the hand, Il. 13.393 and Il. 16.486.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττομαι Ar.Ra.545
1 coger con la mano, agarrar c. gen. κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης Il.13.393, δραξάμενοι τῶν ἁλῶν cogiendo puñados de sal Pl.Ly.209e, τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr.750, cf. AP 10.20 (Adaeus), 16.96 (Damag.), PGrenf.1.11.2.14 (II a.C.) en BL 8.140, Aberc.Epitaph.14
c. especificación de la parte tb. en gen. τέττιγος ἐδράξω πτέρου Archil.24, ἐρεβίνθου Ar.l.c., τοῦ μὲν ... ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ σκαιοῦ ἄφαρ κέραος Theoc.25.145, δράττεταί <τε> τῶν τριχῶν Men.Mis.322, χαίτης Call.Dian.76, cf. Posidipp.Epigr.19.10, πλοκάμων AP 9.554 (Marc.Arg.), cf. Nonn.D.14.378, fig. ἔμεθεν δὲ πλέον τᾶς κραδίας ὦρος ἐδράξατο el amor me oprimió aún más el corazón Theoc.30.9
c. ac. ταύτας (μνέας ἀργυρίου) ... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα LXX Le.2.2, ξίφη D.H.9.21, cf. LXX Nu.5.26.
2 atrapar, hacerse con c. gen. τοῦ χρυσοῦ S.E.M.7.52, c. intención violenta μου BGU 1816.17 (I a.C.), tb. c. ac. ὁ Σατανᾶς τὸν ἄνθρωπον Eus.Alex.Serm.M.86.348B, c. intención libidinosa εἴ τις ἐπίσκοπος ... δράξεται γυναῖκα ἐν σκοτείᾳ Poen.App.2.2
c. suj. de anim. hacer presa c. gen. ὅτε δράξαιντο δεράων unos perros, Call.Dian.92, de la cobra ἐδράξατο λαιμῶν Opp.C.3.445, de peces κεφαλῆς δεδραγμέναι Opp.H.2.576, tb. c. dat. ᾗ δραξάμενος ... ὅθεν ἐπιλάβοιτο τῆς πρώρρας con ella (una especie de grúa) habiendo hecho presa de manera que se agarrara de la proa Plb.8.6.2, ἐπουραίῳ δήγματι δραξάμενος agarrándose de la cola con un mordisco un lobo a otro AP 9.252, fig. γλυκερῆς δεδραγμένος ὀδμῆς prendido de su dulce olor un perro, Opp.C.1.512, c. ac. ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1Ep.Cor.3.19.
3 alcanzar c. gen. abstr. τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος S.Ant.235, βραχείας ἐλπίδος Plb.36.15.7, ἐδράξαο νίκης AP 15.50
c. gen. de cosa obtener ἐφείσατο μείζονος οἴκου δράξασθαι renunció a obtener (una novia de) superior hacienda Call.Epigr.1.14, μεγάλης δράξονται ἀπήνης obtendrán (el honor de) un gran carro, AP 11.238 (Demod.?)
c. gen. de pers. alcanzar, llegar junto a εἰ τῶν οἴκοι ἐδράξατο Luc.Asin.25
fig. c. gen. abstr. aprehender, comprender τινὸς ἀγαθοῦ νοήματος Gr.Nyss.Ps.6 187.6, τῆς ἀληθείας Chrys.M.61.649, cf. Gr.Naz.M.36.416A
raro en v. act. δράξαι· κρατῆσαι Hsch.
4 aprovechar καιροῦ D.S.12.67, τῆς εὐκαιρίας PFouad 88.1 (VI d.C.)
en mal sent. aprovecharse de μου POxy.1298.10 (IV d.C.), ἀπειρίας δραξάμενοι τοῦ Ταχοσδρώ Men.Prot.23.9.94, τῆς ἀπουσίας ... τοῦ πατρός PMasp.24.9 (VI d.C.), τῆς προαιρέσεως τῶν Γαζαίων Marc.Diac.V.Porph.64.

• Etimología: Pres. c. -- de una r. *dr̥k- o *dr̥gh-, que da lugar a δράγμα, δράξ, δράγδην, etc., aunque su parentesco ide. es oscuro (¿cf. arm. trc̣-ak- ‘haz’, ‘gavilla’? ¿o ir.med. dremm ‘grupo’?

English (Strong)

perhaps akin to the base of δράκων (through the idea of capturing); to grasp, i.e. (figuratively) entrap: take.

English (Thayer)

to grasp with the hand, to take: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from Homer down; the Sept..)

Greek Monotonic

δράσσομαι: Αττ. δράττομαι, μέλ. δράξομαι, αόρ. αʹ ἐδραξάμην, παρακ. δέδραγμαι ή δέδαργμαι, βʹ πρόσ. ενικ. δέδαρξαι, αποθ.:
I. 1. λαμβάνω, συλλαμβάνω με το χέρι, πιάνω σφιχτά· με γεν. πράγμ., κόνιος δεδραγμένος, πιάνοντας σφιχτά μια χούφτα από σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος δεδραγμένος, σε Σοφ.
2. καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι; σε Ευρ.· δραξάμενος φάρυγος, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.
II. με αιτ. πράγμ., πιάνω με τη «χούφτα», παίρνω με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δράσσομαι: атт. δράττομαι (fut. δράξομαι, aor. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι) хватать, схватывать (τινος Hom., Arph., Plat. и τινος χερσί Eur.; τινος τῆς κόμης или τῶν τριχῶν Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.): δράξασθαι ἀφορμῆς Plut. или καιροῦ Diod. воспользоваться случаем; τῆς ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. окрыленный надеждой.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: grasp, take handfulls (Il., Ion.-Att.).
Other forms: δράττομαι, aor. δράξασθαι, perf. δέδραγμαι
Compounds: Compp. with δια-, ἐν-, κατα-.
Derivatives: δράγμα handfull, esp. of (stalk of) corn (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 241) with δραγμεύω collect sheaves (Σ 555) as from δραγμός (E. Kyk. 170) for metrically impossible δραγματεύω (Eust. 1162, 17); - also δραγμίς small handfull (Hp. Morb. 2, 55 v. l. of δραχμίς), δραγμή id. (EM); δραχμη s. v.; δράγδην grasping with the hand (Plu., Q. S.). - Retrograde δράξ, -κός f. handfull (LXX); with metathesis δάρκες δέσμαι H. - δραγατεύω (δραξών) s. v. - Unclear δρακτόν small vase (inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Jot-present from *δρακ- or *δράχ-ι̯ομαι, with generalized zero grade. No relatives known (one considered Arm. trc`-ak Reisigbündel (Petersson KZ 47, 265); orig. final -c` will continue a combination of velars; between t- and r (evtl. between r and c`) an IE ē or ō (PArm. i or u) must have disappeared. OCS po-dragъ edge, border of cloth is very uncertain. See Bq s. v. - See on δραχμη.

Middle Liddell


Dep.
I. attic to grasp, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος clutching a handsful of dust, Il.; so, ἐλπίδος δεδραγμένος Soph.
2. to lay hold of, τί μου δέδαρξαι; Eur.; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theocr.
II. c. acc. rei, to take by handsful, Hdt.

Frisk Etymology German

δράσσομαι: {drássomai}
Forms: δράττομαι, Aor. δράξασθαι, Perf. δέδραγμαι
Grammar: v.
Meaning: mit der Hand fassen, greifen (ion. att. seit Il.).
Composita : Kompp. mit δια-, ἐν-, κατα-.
Derivative: Davon δράγμα ‘Handvoll, bes. von Getreidehalm, Garbe’ (seit Il.; vgl. Porzig Satzinhalte 241) mit δραγμεύω Garben zusammenlesen (Σ 555) wie von δραγμός (E. Kyk. 170) für das metrisch unmögliche δραγματεύω (Eust. 1162, 17); als Vorderglied z. B. in δραγματηγός (Pap.); — daneben δραγμίς kleine Handvoll (Hp. Morb. 2, 55 v. l. zu δραχμίς), δραγμή ib. (EM); δραχμή s. bes.; δράγδην mit der Hand greifend (Plu., Q. S.). — Retrograde Bildung δράξ, -κός f. Handvoll, Hand (LXX, Batr. usw.); dazu mit Metathese δάρκες· δέσμαι H. — δραγατεύω (δραξών) s. bes. — Unklar δρακτόν kleine Vase (Inschr.).
Etymology : Primäres Jotpräsens aus *δρακ- oder *δράχι̯ομαι mit durchgeführter Schwundstufe. Ohne sichere Verwandte. In Betracht kommt wegen der Bedeutung in erster Linie arm. trc̣-ak Reisigbündel (Petersson KZ 47, 265), vgl. naw-ak kleiner Kahn usw.; das urspr. auslautende - läßt auf irgendeine Gutturalkombination schließen. Zwischen dem anlautenden t- und r (evtl. zwischen r und ) muß ein urspr. idg. ē oder ō (urarm. i oder u) gefallen sein. Was sonst aus dem Germanischen, Keltischen und Slavischen herangezogen worden ist, z. B. ahd. zarga Seiteneinfassung eines Raumes, Rand, mir. dremm Schar, Abteilung von Menschen, bret. dramm Bündel, aksl. po-dragъ Saum, Rand eines Kleides, bleibt fraglich. Ausführlich über die frühere Diskussion Bq s. v., WP. 1, 807f.
Page 1,415

Chinese

原文音譯:dr£ssomai 得拉所買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:抓牢
字義溯源:抓緊*,拿,捕捉,握住,落,中了;或源自(δράκων)=龍,蛇,魔鬼)。參讀同 (ἀγρεύω)義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 落(1) 林前3:19