προτέλειος

From LSJ
Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέλειος Medium diacritics: προτέλειος Low diacritics: προτέλειος Capitals: ΠΡΟΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: protéleios Transliteration B: proteleios Transliteration C: proteleios Beta Code: prote/leios

English (LSJ)

ον, (τέλος)    A before a ceremony of initiation, etc.: Subst. προτέλεια (sc. ἱερά), τά, sacrifice offered before any solemnity, θυτὴρ γενέσθαι... προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of . ., A.Ag.227 (lyr.); π. Ἐλευσινίων restd. in IG12.5.2; before the marriage-rite, π. δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ; E.IA718, cf. Pl.Com.174.5; π. γάμων Pl.Lg. 774e, cf. Men.1058, Ael.Dion.p.61 Schwabe: rarely in sg., Aristid. Quint.3.27.    2 generally, beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, A.Ag.65 (anap.); ἐν βιότου π. ib.720 (lyr).    b metaph., introduction, τὰ π. τῆς φιλοσοφίας Ph.1.294, cf. Gal.Phil. Hist.16; π. γράφων τῆς ἀκροάσεως Procl.in Prm.p.541 S.: rarely in sg., Them.Or.20.235d.

German (Pape)

[Seite 791] vor der Einweihung; τὰ προτέλεια, sc. ἱερά, das vorhergehende Einweihungsopfer, bes. Sühnopfer, θύειν, vorher ein Einweihungsopfer darbringen; πολέμων ἀρωγὰν καὶ προτέλεια ναῶν, Aesch. Ag. 219, das Opfer, welches Agamemnon in seiner Tochter für die Schiffe der Griechen darbrachte; auch ἐν προτελείοις κάματος, 65; ἐν βιότου προτελείοις, 702, d. i. in der Tugend; vgl. Eur. I. A. 718; προτέλεια γάμων, Plat. Legg. VI, 774 e; vgl. Ruhnk. Tim. L. Plat. 225 u. Plut. adv. Col. 22; u. Sp., τὰ προτέλεια τῆς μελλούσης ξυνουσίας, Luc. merc. cond. 14; übh. der Anfang. Auch die Anfangsgründe der Wissenschaften.

Greek (Liddell-Scott)

προτέλειος: -ον, (τέλος), προτέλειος (κῶδ. προτελεία) ἡμέρα· «ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῖς ὡς τὴν θεόν, καὶ θυσίαν ἐπιτελοῦσιν» Φώτ.· εὐχαὶ Ἐκκλ. 2) ὁ γενόμενος τέλειος πρότερον, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προτέλεια (ἐξυπακ. ἱερά, τά), θυσία προσφερομένη πρὸ ἱερᾶς τινος πράξεως, θυτὴρ γενέσθαι…, προτέλεια ναῶν, ὡς προσφορὰ ὑπέρ…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 226· πρὸ τῆς τελετῆς τοῦ γάμου, πρ. δ’ ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεῷ; Εὐρ. Ι. Α. 718, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φαώνι» 2. 5· πρ. γάμων Πλάτ. Νόμ. 774D· πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 881. 31· «προτέλεια, αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμεναι θυσίαι καὶ δωρεαί» Τιμ. Σοφιστ. Πλατ. λέξ. - Κατὰ Σουΐδ.: «προτέλεια· ἡμέραν οὕτως ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῖς εἰς τὴν θεόν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῦσι», πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Πολυδ. Γ΄, 38. 2) καθόλου ἀρχή, ἐν προτελείοις κάμακος, κατὰ τοὺς προκαταρκτικοὺς ἀγῶνας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65 ἐν βιότου πρ. αὐτόθι 720· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεμίστ. 235D, Συνέσ. 53D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui précède une cérémonie, un sacrifice;
subst. τὰ προτέλεια (ἱερά);
1 cérémonie préliminaire (à un sacrifice, à un mariage, au départ d’une flotte, etc.);
2 p. ext. début, prélude.
Étymologie: πρό, τέλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης
2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια
(ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή πράξη ή επιχείρηση, εξιλαστήρια θυσίαπροτέλεια δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ;», Ευρ.)
β) (κατά τον Τίμ.) «προτέλεια, αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμενοι θυσίαι καὶ δωρεαί»
γ) (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτέλεια
ἡμέραν οὕτως ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῑς εἰς τὴν θεάν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῡσι»
δ) μτφ. οι αρχές, τα στοιχεία επιστήμης («τὰ προτέλεια τῆς φιλοσοφίας», Φίλ.)
4. φρ. α) «ἐν προτελείοις κάμακος» — κατά τους προκαταρκτικούς αγώνες
β) «ἐν βιότου προτελείοις» — μέσα στην αρετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τέλειος (< τέλος)].

Greek Monotonic

προτέλειος: -ον (τέλος),·
I. ο πριν τον καθαγιασμό· ως ουσ. προ-τέλεια (ενν. ἱερά), τά, θυσία που προσφέρεται πριν από κάθε ενέργεια, προτέλεια ναῶν, όπως θυσία που προσφέρεται υπέρ των πλοίων, σε Αισχύλ.· προτέλεια παιδός, θυσία πριν από το γάμο, σε Ευρ.
II. γενικά, αρχή, ἐν προτελείοις κάμακος, κατά τους προημιτελικούς, προκαταρκτικούς αγώνες, σε Αισχύλ.· ἐν βιότου προτελείῳ, στον ίδ.

Middle Liddell

προ-τέλειος, ον, τέλος
I. before consecration:—as Subst., προ-τέλεια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice offered before any solemnity, προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of the ships, Aesch.; προτέλεια παιδός a sacrifice before her marriage, Eur.
II. generally, a beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, Aesch.; ἐν βιότου πρ. Aesch.