ἀπιστέω

From LSJ
Revision as of 14:42, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπιστέω Medium diacritics: ἀπιστέω Low diacritics: απιστέω Capitals: ΑΠΙΣΤΕΩ
Transliteration A: apistéō Transliteration B: apisteō Transliteration C: apisteo Beta Code: a)piste/w

English (LSJ)

fut. Pass.    A ἀπιστηθήσομαι D.S.32.10, but ἀπιστήσομαι in pass. sense, Pl.R.450c:—to be ἄπιστος, and so:    I disbelieve, distrust, ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od.13.339; τύχην ἀ. E.Alc.1130; πάντα Ar.Ec.775, cf. Th.7.28 (s.v.l.), X.Ages.5.6, 8.7:—Pass., τὴν γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι was distrusted, i.e. no one could be sure of knowing, Th.7.44; ἀ. ἐν μαρτυρίαις Antipho2.2.7; ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας X.Cyr.7.2.17, cf. Hier. 4.1; ὑπὸ τῆς πατρίδος Id.Smp.4.29, cf. Pl.Plt.271b, Isoc.5.49:—but mostly,    2 c. dat. pers., κρατέουσιν Emp.5.1, cf. Th.8.83, Pl.Prt. 319b, etc.: so c. dat. rei, τῷ χρησμῷ Hdt.1.158; πῶς ἀπιστήσω λόγοις; S.Ph.1350, cf. Th.6.86; ἀ.τῇ ἐξ αὑτῶν ξυνέσει Id.3.37; τοῖς ἰάμασιν IG 4.951.24 (Epid.); ἡμῖν αὐτοῖς Arist.EN1112b10; ἀ.τινί τι disbelieve one in a thing, Hdt.3.122; περί τινος Id.4.96; οἷς ἠπίστησαν ἔχειν .. whom they suspected of having, Plb.4.18.8.    3 c.inf., οὐδέν σ' ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι I nothing doubt that... S.Aj.940; ἀ. μὴ γενέσθαι τι to doubt that it could be, Th.1.10; ἀπιστοῦντες αὐτὸν μὴ ἥξειν Id.2.101, cf.4.40, Pl.Plt.301c, R.555a; also ἀ. μὴ οὐκ ἐπιστήμη ᾖ ἡ ἀρετή Id.Men.89d; ἀ. πῶς . . Phd.73b; ἀ. εἰ . . APl.4.52 (Phil.), Ph.2.555; ὅτι . . Pl.Men. 89d; ὡς R.450c:—Pass., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν εἶναι it is not believed to be possible, Id.Lg.839c, cf. Chrm.168e.    4 abs., to be incredulous, Hdt.8.94, cf. Ev.Marc.16.16, etc.; νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.250; ἐπὶ τοῖς λεγομένοις Ph.2.92.    II = ἀπειθέω, disobey, τινί Hdt.6.108, freq.in Trag.and Pl., A.Pr.640, S.Ant.381 (lyr.), Tr.1183, 1224, Pl.Ap.29c, al.: abs., to be disobedient, τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε in these things, S.Ant.219, cf. 656; ἢν δ' ἀπιστῶσι but if they refuse to comply, E.Supp.389, cf. Pl.Lg.941c.    2 to be faithless, εἰ ἡμεῖς ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει 2 Ep.Tim. 2.13.    3 νεκρὸς τὸν θάνατον ἀπιστούμενος belying death, Polem.Call.55.    III τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, i.e. 1 will not hesitate to commit it... E. Heracl.1024; τούτῳ ἠπίστησεν ἀποθανοῦσαν ἑαυτὴν ἐπιτρέψαι Lys.31.21.

German (Pape)

[Seite 291] 1) nicht glauben, bezweifeln, τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od. 13, 339; häufig bei Att., ἀπιστοῦντες, αὐτὸν μὴ ἥξειν Thuc. 2, 101, wie 1, 10 u. oft; ἀπιστεῖς, μὴ οὐκ ἐπιστήμη ᾖ ἡ ἀρετή Plat. Men. 89 d; pass., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται, μὴ δυνατὸν εἶναι Legg. VIII, 839 c; vgl. Charmid. 168 e; bes. Einem keinen Glauben, kein Vertrauen schenken, mißtrauen, τινί, Aesch. Prom. 643; λόγοις Soph. Phil. 1334; εἴ μοι ἀπιστέεις τὰ περὶ τῶν χρημάτων Her. 3, 122, vgl. 8, 94; u. so oft bei Plat. u. Folgdn, im Ggstz von πιστεύω., Xen. Cyr. 6, 4, 15; argwöhnen, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν Pol. 4, 18. So pass., ἀπιστεῖσθαι ὑπό τινος, beargwöhnt werden, Jemandes Vertrauen nicht genießen, Plat. Polit. 271 b; Xen. Cyr. 7, 2, 17; Antiph. II, β, 7; Dem. 27, 55. – 2) = ἀπειθεῖν, B. A. p. 424, nicht gehorchen, ungehorsam sein, Soph. Ant. 219. 377. 652; Her. 6, 108; Plat. Soph. 258 c u. öfter; auch bei Xen. u. Folgdn. – 3) Eur. Heracl. 1024 τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, anvertrauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπιστέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. ἠπίστηκα, κτλ.: ― Παθ. μέλλ. ἀπιστηθήσομαι Διόδ. 32. 11· ἀλλ’ ἀπιστήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Πολ. 450D. Εἶμαι ἄπιστος, ἑπομένως, Ι. δὲν πιστεύω, δὲν ἐμπιστεύομαί τινα, ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ’ ἀπίστεον Ὀδ. Ν. 339· τύχην ἀπ. Εὐρ. Ἄλκ. 1130· πάντα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 775· πρβλ. Θουκ. 7. 28, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6. 8. 7: ― Παθ., τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι, οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι ἐγίνωσκεν, Θουκ. 7. 44· ἀπ. ἐν μαρτυρίαις Ἀντιφῶν 117. 11· ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17: ― ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) μετὰ δοτ., χρησμῷ… Ἡρόδ. 1. 158, Θουκ. 8. 83, Πλάτ. κτλ.: οὕτω, πῶς ἀπιστήσω λόγοις; Σοφ. Φ. 1350· ἀπ. τῇ ἑαυτῶν ξυνέσει Θουκ. 3. 37, πρβλ. 6. 86· ἀπ. τινί τι, δὲν πιστεύω τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 122· τινὶ περί τινος ὁ αὐτ. 4. 96. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδέν σ’ ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι, οὐδόλως ἀμφιβάλλω ὅτι..., Σοφ. Αἴ. 940· ἀπ. μὴ γενέσθαι τι, ἀμφιβάλλω ἂν ἠδύνατο νὰ ἔχῃ οὕτω, Θουκ. 1. 10· πρβλ. 2. 101, 4. 40, Πλάτ. Πολιτικ. 1. 301C: ― οὕτω καὶ ἀπ. μὴ ἢ μὴ οὐ γένηταί τι, ὑποπτεύω ὅτι θὰ γείνῃ ἢ δὲν θὰ γείνῃ τι (ὡς τὸ φοβοῦμαι), Πλάτ. Πολ. 555A, Μένων 89D· ἀπ. πῶς... ὁ αὐτ. Φαίδων 73B· ἀπ. εἰ... Ἀνθ. Πλαν. 52, Φίλων 2. 555: ― Παθ., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν εἶναι, δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι δυνατόν, Πλάτ. Νόμ. 839C, πρβλ. Χαρμ. 168Ε, κὰι οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 3.15· εἰ δὲ καὶ ἠπιστήθη μὴ πολυπρηγμονεῖν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε κατ’ αὐτοῦ ὑποψία ὅτι ἠδύνατο νὰ παράσχῃ πράγματα, ― ἀλλὰ τὸ ἠπιστήθη ἐνταῦθα ἔπρεπεν ἴσως νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ ἐπίσταμαι, ἴδε ἑρμηνευτάς. 4) ἀπολ., εἶμαι δύσπιστος, ἀμφιβάλλω, Ἡρόδ. 8 94· νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119, Ahr.· ἐπί τινι Φίλων 2. 92. ΙΙ. = ἀπειθέω, δὲν ὑπακούω, παρακούω, τινὶ Ἡρόδ. 6.108 (ἔνθα ἴδε Βαλκν.), ἐν ταύτη δὲ τῇ σημασίᾳ ἡ λέξις ἦτο συνηθεστέρα παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πρ. 640, Σοφ. Ἀντ. 381, Τρ. 1183, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.: ― ἀπολ., εἶμαι παρήκοος, τοῖς ἀπιστοῦσι τάδε, εἰς τὰ πράγματα ταῦτα, Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. 656· ἢν δ’ ἀπιστῶσι, ἐὰν δὲ ἀρνῶνται νὰ συμμορφωθῶσιν, Εὐρ. Ἱκ. 389, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 941C. ΙΙΙ. τὸ σῶμ’ οὐκ ἀπιστήσω χθονί, ὅ ἐ. δὲν θὰ διστάσω νὰ τὸ παραδώσω εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Ἡρακλ. 1024, πρβλ. Λυσ. 188. 39.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπιστήσω, ao. ἠπίστησα, pf. ἠπίστηκα;
I. ne pas croire :
1 ne pas ajouter foi à : τινι à qqn ou à qch ; avec acc. τὸ μὲν οὔποτ’ ἀπίστεον OD je n’ai jamais mis cela en doute ; τινι ἀπ. τι ne pas croire qqn au sujet de qch;
2 être défiant, incrédule : τινι à l’égard de qqn;
II. désobéir à, τινι.
Étymologie: ἄπιστος.

English (Autenrieth)

(ἄπιστος): disbelieve, only ipf., οὔ ποτ' ἀπίστεον, ‘I never despaired,’ Od. 13.339†.

Spanish (DGE)

frec. en litotes
I 1no creer, desconfiar, dudar c. ac. de abstr. ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od.13.339, μηδὲν θαυμαστόν Pythag.C 6, ταῦτα Hdt.8.94, X.Ages.5.6, τύχην E.Alc.1130, πάντα Ar.Ec.775, τὴν τοῦ θεοῦ δίκην LXX 2Ma.8.13, en v. pas. τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι que era inseguro el reconocimiento de los soldados propios Th.7.44, tb. en v. med. νεκρὸς τὸν θάνατον ἀπιστούμενος un cadáver que no cree en su propia muerte Polem.Call.55
c. ac. de pers. ἐμέ Is.7.17
c. dat. de abstr. esp. ‘palabras’, ‘opiniones’, etc. λόγοις S.Ph.1350, τῷ χρησμῷ Hdt.1.158, τῇ ἐξ αὑτῶν ξυνέσει Th.3.37, τοῖς πράγμασι Isoc.17.30, τοῖς ἰάμασιν IG 42.121.24 (Epidauro IV a.C.), τῇ τύχῃ Plb.15.15.5, cf. Is.8.28, D.L.9.93, Chrysipp.Stoic.3.147
c. dat. de pers. κρατέουσιν Emp.B 4.1, γυναιξί Hp.Oct.7.1, σοὶ δὲ λέγοντι ... ἀπιστῶ Pl.Prt.319b, τοῖς πονηροῖς Isoc.1.22, ἡμῖν αὐτοῖς Arist.EN 1112b10, cf. Th.6.86, Is.12.11
c. ac. de abstr. y dat. de pers. no creer a uno en algo εἰ δέ μοι ἀπιστέεις τὰ περὶ τῶν χρημάτων Hdt.3.122
c. prep. περὶ τούτου Hdt.4.96, ἐπὶ τοῖς λεγομένοις Ph.2.92
c. complet. de inf. c. neg. ἀ. μὴ γενέσθαι τὸν στόλον τοσοῦτον no creer que la expedición haya sido tan grande Th.1.10, ἀπιστοῦντες αὐτὸν μὴ ἥξειν desconfiando de que él viniera Th.2.101, cf. 4.40, Pl.R.555a, Plt.301c
c. otras complet. ἀπιστεῖς μὴ οὐκ ἐπιστήμη ᾖ ἡ ἀρετή dudas de que la virtud sea una ciencia Pl.Men.89d, ἀ. πῶς ... ἐστιν Pl.Phd.73b, ἀ. εἰ AP 16.52 (Phil.), Ph.2.555, ἀ. ὡς Pl.R.450c
abs. ser desconfiado, no fiarse, no creer νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν sé sobrio y recuerda no fiarte Epich.240, cf. Antipho Soph.B 54, D.18.47, 52
en sent. relig. ser incrédulo οἱ ἀπιστοῦντες los infieles, los incrédulos (paganos y judíos), 1Ep.Petr.2.7, Eu.Marc.16.16, Iust.Phil.Apol.55.8
en v. pas. de pers. ser sospechoso, resultar sospechoso, ser mirado con desconfianza ἐν μαρτυρίαις Antipho 2.2.7, ὑπὸ τῆς πατρίδος X.Smp.4.29, ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας luego de que se dan cuenta de que resultan sospechosos, no gustan de los que desconfian X.Cyr.7.2.17, cf. Hier.4.1, Pl.Lg.839c, Chrm.168e, Plt.271b, Isoc.5.49.
2 dejar de confiar o encomendar c. dat. y ac. de cosa τὸ γὰρ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί en cuanto al cadáver, lo encomendaré a su tierra E.Heracl.1024.
3 c. inf. sin neg., de toda acción o pensamiento acompañado de desconfianza οὐδέν σ' ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι no me extraño de que gimas dos veces S.Ai.940, ἠπιστέατο ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Καμβύσεα estaban convencidos en su incredulidad de que con ánimo de calumnia había dicho Cambises ... Hdt.3.66, ἐκείνη γὰρ τούτῳ μὲν ἠπίστησεν ἀποθανοῦσαν ἑαυτὴν ἐπιτρέψαι aquella (su madre) no le confió ni siquiera su propio entierro una vez muerta Lys.31.21, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν κεκρυμμένον διάφορον de los cuales sospechaban que tenían oculto el dinero Plb.4.18.8.
II 1desobedecer ref. a ‘órdenes’, ‘exhortaciones’ o a quienes las da, c. dat. ὑμῖν A.Pr.640, τοῖς βασιλείοισ<ιν> ... νόμοις S.Ant.381, ἐφετμαῖς οὐκ ἀπιστοῦσαι σέθεν E.IA 634, cf. Hdt.6.108, S.Tr.1183, 1224, Pl.Ap.29c
c. ac. τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε S.Ant.219, cf. Antipho Fr.21
abs. no obedecer, negarse ἢν δ' ἀπιστῶσι E.Supp.389, cf. S.Ant.656, Pl.Lg.941c.
2 abs. ser infiel, desleal, traidor de soldados, X.An.2.6.19
en sent. religioso εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει 2Ep.Ti.2.13, cf. Ep.Rom.3.3.

English (Strong)

from ἄπιστος; to be unbelieving, i.e. (transitively) disbelieve, or (by implication) disobey: believe not.

English (Thayer)

ἀπίστω; (imperfect ἠπίστουν); 1st aorist ἠπίστησα; (ἄπιστος);
1. to betray a trust, be unfaithful: πιστός μένει); Romans , the passage cited; Ellicott on 2 Timothy , the passage cited).
2. to have no belief, disbelieve: in the news of Christ's resurrection, πιστεύω) (Song of Solomon 1Peter 2:7 T Tr WH); Homer down.)

Greek Monotonic

ἀπιστέω: μέλ. -ήσω, παρακ. ἠπίστηκα — Παθ. μέλ. ἀπιστηθήσομαι, και στη Μέσ. ἀπιστήσομαι· είμαι ἄπιστος, και συνεπώς,
I. 1. δεν πιστεύω, δεν εμπιστεύομαι κάποιον, δυσπιστώ, υποπτεύομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., δεν γίνομαι πιστευτός, σε Θουκ., Ξεν.
2. με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἀπιστέω τινί τι, δεν πιστεύω κάποιον σε κάτι, σε Ηρόδ.· τινὶ περί τι, στον ίδ.· απόλ., είμαι δύσπιστος, δεν έχω πίστη, στον ίδ.
3. με απαρ., αμφιβάλλω ότι..., σε Σοφ.· ἀπιστέω μὴ γενέσθαι τι, αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε να είναι έτσι, σε Θουκ.
II. ἀπειθέω, παρακούω, απειθαρχώ, τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., είμαι ανυπάκουος, αρνούμαι να συμμορφωθώ, σε Σοφ., Ευρ.
III. τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, δηλ. δεν θα διστάσω να το παραδώσω στη γη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπιστέω: (fut. pass. ἀπιστήσομαι - поздн. ἀπιστηθήσομαι)
1) не верить, не доверять (τινι Her., Thuc., Dem., Plut. и τινί τι Her.); pass. не пользоваться доверием, не встречать доверия: ὁρῶν ἀπιστῶ Plut. не верю своим глазам; τὸ μὲν ουποτ᾽ ἀπίστεον Hom. у меня никогда не было сомнения в этом; ἀ. μὴ γενέσθαι τοσοῦτον, ὅσονλόγος κατέχει Thuc. не верить, чтобы это было таких размеров, как об этом говорят; ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν εἶναι Plat. возможность (этого) подвергается сомнению, сомнительна;
2) не быть верным: οὐκ ἀ. χθονί Eur. сохранять верность земле, т. е. соблюдать обряды погребения;
3) не повиноваться, не слушаться (τινι Her., Xen., Plat.).

Middle Liddell


to be ἄπιστος, and so,
I. to disbelieve, distrust, mistrust, c. acc., Od., Eur.:—Pass. to be distrusted, Thuc., Xen.
2. c. dat. pers., Hdt., attic; ἀπ. τινί τι to disbelieve one in a thing, Hdt.; τινι περί τι Hdt.:—absol. to be distrustful, incredulous, Hdt.
3. c. inf. to doubt that . . , Soph.; ἀπ. μὴ γενέσθαι τι to doubt that it could be, Thuc.
II. = ἀπειθέω, to disobey, τινί Hdt., attic: —absol. to be disobedient, refuse to comply, Soph., Eur.
III. τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, i. e. I will not hesitate to commit it to the earth, Eur.

Chinese

原文音譯:¢pistšw 阿-披士帖哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:不-相信
字義溯源:不相信,不敢信,失信,不忠實,不信;源自(ἄπιστος)=不信的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πιστός)=可信賴的)組成,而 (πιστός)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。彼得在他的書信中把不相信與不順服連在一起;因著不信神的話( 彼前2:7),就產生不順服( 彼前2:8),而在神的話上跌倒
出現次數:總共(7);可(2);路(2);徒(1);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 不信的(3) 可16:16; 徒28:24; 羅3:3;
2) 我們⋯失信(1) 提後2:13;
3) 不敢信(1) 路24:41;
4) 不相信(1) 路24:11;
5) 不信(1) 可16:11